Φέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τη σφαγή της Μακρονήσου, ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα της περιόδου του εμφύλιου πολέμου.
Η κτηνωδία που συντελέστηκε κατά την 29η Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1948 όχι μόνο δεν αποκαλύφθηκε στην εποχή της, αλλά τα γεγονότα διαστρεβλώθηκαν από τις μεγάλες εφημερίδες σε τέτοιο βαθμό που οι θύτες βαφτίστηκαν θύματα και το αντίστροφο. Για την επίθεση των αλφαμιτών που κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 300 κρατούμενους στρατιώτες μίλησε στο Documento ο 98άχρονος Λάζαρος Κυρίτσης (αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου – ΠΕΚΑΜ), περιγράφοντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε.
Ακολουθεί η αφήγησή του:
Βρέθηκα στη Μακρόνησο το 1947 και έμεινα μέχρι το 1950. Ανήκα στο 95% των κρατουμένων που κατέληξαν εκεί γιατί συμμετείχαν στον ΕΛΑΣ. Αρχικά με πήγαν στο Β΄ Τάγμα Σκαπανέων. Αρνήθηκα να υπογράψω δήλωση και ύστερα από δύο μήνες με μετέφεραν στο Α΄ Τάγμα, όπου πήγαιναν όσοι δεν ήθελαν να υπογράψουν. Μπορώ να πω ότι η ζωή ήταν κάπως πιο υποφερτή από εκείνη στο Β΄ Τάγμα και όπως μάθαινα και στο Γ΄. Εκεί λοιπόν είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 70 στρατιώτες –τους οποίους είχαν μεταφέρει από τη Γυάρο– με συνταγματάρχη τον Κωνσταντόπουλο. Το 1948 οι 70 στρατιώτες του τάγματος είχαν γίνει περίπου πέντε χιλιάδες. Ήταν πλέον πάρα πολλοί. Αρνούνταν όλοι να υπογράψουν, οπότε κάπως έπρεπε να το σπάσουν όλο αυτό. Κάλεσαν τότε τον Κωνσταντόπουλο στο επιτελείο για να του δηλώσουν ότι σκέφτονταν να κάνουν αυτό που θα γινόταν λίγες μέρες μετά.
Όταν έφταναν οι κρατούμενοι στρατιώτες στο Α΄ Τάγμα τους υποδέχονταν με καψόνια. Τους κατέβαζαν από τις βάρκες και τους έλεγαν «αφήστε τα πράγματά σας εδώ στο μουράγιο». Τότε τους έστελναν τροχάδην στη γραμμή να εγκαταστήσουν τις σκηνές όπου θα μπουν και τους παίρνανε στο κυνήγι με τον βούρδουλα χτυπώντας όποιους κοντοστεκόταν. Αφού τους έβαζαν στις σκηνές τους ξανάβγαζαν και τους ζητούσαν να πάνε στο μουράγιο να πάρουν τα πράγματά τους. «Θα υπογράψετε δήλωση;» τους έλεγαν. Εκείνοι αρνούνταν. Το βράδυ τούς πήγαιναν στις σκηνές των αλφαμιτών κι εκεί έπεφτε πολύ ξύλο. Έβλεπες ανθρώπους να πεθαίνουν από το ξύλο. Υπήρξαν πολλά περιστατικά, μεμονωμένα βέβαια. Κάποια ήταν ιλαροτραγικά, όπως τότε που είχαν πάρει οι αλφαμίτες κάποιον και άρχισαν να τον ρωτάνε «πώς σε λένε, πώς λένε τον πατέρα σου, τη μάνα σου» κ.λπ. Κάποια στιγμή τον ρώτησαν τι δουλειά κάνει. «Αμμοκονιαστής είμαι» απάντησε. Αμμοκονιαστές είναι αυτοί που καθαρίζουν τα πλοία με την άμμο και μετά τα βάφουν. Μόλις το άκουσαν έπεσαν πάνω του και τον χτυπούσαν με μανία. «Δεν ντρέπεσαι» του λέει ο ανακριτής «να λες μέσα στο ίδιο το γραφείο μας ότι είσαι ΕΑΜοκομμουνιστής;» Πολλά τέτοια περιστατικά συνέβησαν και απορεί κανείς τι θέλανε να βγάλουν από τον κόσμο.
Η σκηνοθεσία του εγκλήματος
Όταν λοιπόν καλέσανε τον διοικητή του τάγματος, τον Κωνσταντόπουλο, στο επιτελείο και του είπαν τα σχέδιά τους, τη σφαγή που προετοίμαζαν, φαίνεται πως αυτός αρνήθηκε να συμμετάσχει και τον απομάκρυναν αμέσως. Έτσι αλλάξανε τον διοικητή. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 29 του Φλεβάρη του 1948 που ήταν χρόνος δίσεκτος. Εκείνη τη μέρα έλειπε ο νέος διοικητής ο Αντώνης Βασιλόπουλος. Είχε πάει στις φυλακές της Μακρονήσου και πληροφορήθηκε δήθεν τα γεγονότα με την επιστροφή του, ενώ στην πραγματικότητα τον είχαν τοποθετήσει εκεί επειδή δέχτηκε να σκοτώσει τον κόσμο. Στην πρωινή αναφορά μάς είπαν ότι εκείνη τη μέρα φιλοξενούσαμε στο τάγμα μας τον αρχιμανδρίτη του Αγίου Σώστη –Κορνάρος λεγόταν αν θυμάμαι καλά– ο οποίος θα λειτουργούσε σε μας. Μετά την αναφορά μάς έστειλαν στον χώρο που προοριζόταν για να κάνουμε το θέατρό μας. Ήταν ένας χώρος αμφιθεατρικά χτισμένος. Στο ύψωμα απάνω σε ένα λοφίσκο, λίγο πιο πάνω από τον χώρο του θεάτρου, βρισκόταν η φρουρά εξοπλισμένη με τα οπλοπολυβόλα, τα όπλα, τα περίστροφα κ.λπ.
Ένας ένας οι λόχοι –συνολικά επτά– άρχισαν να κατευθύνονται προς τον χώρο του θεάτρου. Εκεί είχαν τοποθετήσει ένα τραπέζι και πάνω του υπήρχε ένα ευαγγέλιο και ό,τι χρειαζόταν ο αρχιμανδρίτης για να κάνει τη λειτουργία. Ξεκίνησαν οι λόχοι, πολύς κόσμος, πολλοί στρατιώτες. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας αλφαμίτης που κρατούσε με το ένα χέρι έναν στρατιώτη από το αμπέχονο και με το άλλο είχε υψώσει πάνω από τον στρατιώτη ένα περίστροφο. Τα δάχτυλά του ήταν στη σκανδάλη. Με αυτό τον τρόπο περνούσε μέσα από τον κόσμο. Φαίνεται πως έτσι το είχε σκεφτεί ο σκηνοθέτης το σκηνικό. Στόχος ήταν να περάσει κατ’ αυτό τον τρόπο μέσα από τον κόσμο για να δουν τι θα κάνουμε εμείς.
Φυσικά αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε. Αυτή η συμπεριφορά ήταν πρωτόγνωρη για μας. Με το που αρχίσαμε να φωνάζουμε είδαμε τα οπλοπολυβόλα να σημαδεύουν αυτούς που κάθονταν γύρω από το τραπέζι της λειτουργίας. Την πρώτη μέρα είχαμε πέντε σκοτωμένους και περισσότερους από σαράντα τραυματισμένους. Διαμαρτυρηθήκαμε, φωνάξαμε. Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε κάποια σκηνή του τέταρτου λόχου. Στη συνέχεια επέστρεψαν όλοι στο πλατό όπου γινόταν η πρωινή αναφορά. Στο μεταξύ είχε επιστρέψει και ο διοικητής από τις φυλακές, ο οποίος κάλεσε επιτροπή για να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Υποσχέθηκε ότι θα έκανε ανακρίσεις και θα έβρισκε τους υπαίτιους. Περιμέναμε όλη τη μέρα, αρνηθήκαμε να πάρουμε συσσίτιο και το μεσημέρι και το βράδυ. Στη συνέχεια κλειστήκαμε στις σκηνές μας και βγάλαμε έναν δικό μας από έξω από τις σκηνές γιατί φοβόμασταν ότι θα μας έκαναν επίθεση και θα μας σκότωναν.
Σφαίρες από παντού
Το πρωί που σηκωθήκαμε είδαμε ότι ήμασταν κυκλωμένοι από τις φρουρές και των τριών ταγμάτων, του δικού μας, του Β΄, που ήταν στο βόρειο τμήμα του νησιού, και του Γ΄ που ήταν στο νότιο τμήμα. Εκτός αυτού μας είχαν κυκλώσει και από τη θάλασσα, γιατί περιπολούσε μια ακταιωρός του πολεμικού ναυτικού που είχε μέσα τον διοικητή και των τριών ταγμάτων, τον Μπαϊρακτάρη. Από την ακταιωρό ακουγόταν «μεταξύ σας υπάρχουν ελάχιστοι κομμουνιστές οι οποίοι δεν σας αφήνουν να υπογράψετε δηλώσεις. Αφήστε τους, εγκαταλείψτε τους και προχωρήστε πάνω από τον δρόμο προς τον έβδομο λόχο που είναι το Γραφείον Ηθικής Αγωγής, για να υπογράψετε δηλώσεις». Όταν είδαν ότι δεν μετακινήθηκε ούτε ένας στρατιώτης άρχισαν να φωνάζουν να παραδοθούμε. Τι να παραδοθούμε; Ήθελαν να πουν ότι στασιάσαμε. Μα πώς να στασιάσουμε; Εμείς δεν είχαμε στα χέρια μας τίποτα, ούτε κασμάδες δεν μας εμπιστεύονταν. Το «παραδοθείτε» που έλεγαν ήταν για να θεμελιώσουν εκ των υστέρων τον ψεύτικο ισχυρισμό τους γι’ αυτό που θα λάμβανε χώρα.
Μετά το έβαλαν τελεσιγραφικά «αν σε πέντε λεπτά δεν παραδοθείτε ή δεν πάτε εκεί να υπογράψετε δηλώσεις στον έβδομο λόχο θα σας επιτεθούμε». Και όντως μας επιτέθηκαν. Βάλαν τα όπλα στον σωρό των πεντέμισι χιλιάδων στρατιωτών, άρχισαν να ρίχνουν. Τρέχαμε από δω κι από κει για να βρούμε διέξοδο να αποφύγουμε τις σφαίρες. Και βγάζει από την ακταιωρό το μυδραλιοβόλο ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης. Και παρά το μυδραλιοβόλο επιλέξαμε για διέξοδο τη θάλασσα. Μπαίναμε στο νερό, που έφτανε μέχρι το γόνατο, για να σωθούμε και έπεφταν οι σφαίρες πάνω μας από το μυδραλιοβόλο. Εκεί σκοτώθηκαν πολλά παιδιά. Αρχίσαμε να ψέλνουμε τον εθνικό ύμνο, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Με τον εθνικό ύμνο σταμάτησαν.
Βγάλανε μια κατάσταση και άρχισαν να φωνάζουν ονόματα, γιατί θέλανε να διώξουνε εξακόσιους εφτακόσιους στρατιώτες στο Γ΄ Τάγμα, που φαίνεται πως είχε μεγαλύτερη πείρα σε βασανισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς που ακούστηκαν τα ονόματά τους ήταν σκοτωμένοι ή βαριά τραυματισμένοι. Μάζεψαν τους νεκρούς, μάζεψαν και τους τραυματίες για να τους στείλουν στο νοσοκομείο. Χρόνια μετά ένας γιατρός δικός τους είπε σε μια εκπομπή στον τηλεοπτικό 902, όπου είχα μιλήσει κι εγώ, ότι διαπίστωσε τον θάνατο περισσότερων από 300 στρατιωτών. Τους φόρτωσαν σε ένα καΐκι. Ο καϊξής που μετέφερε τους σκοτωμένους έκανε λόγο για 350 νεκρούς. Σημειωτέον, ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν κομμουνιστής. Ήταν βασιλόφρων. Λεγόταν Μίμης Βρονταμίτης και είχε ένα καΐκι που είχε επιτάξει ο στρατός και μετέφερε από το Λαύριο στη Μακρόνησο άοπλους στρατιώτες, τρόφιμα και νερό, στην αρχή που δεν είχαν δεξαμενές. Το νερό το φέρνανε σε βαρέλια πετρελαίου χωρίς να τα πλύνουν. Ήταν ένας τρόπος βασανισμού κι αυτός. Όπως αυτό που μας κάνανε που φέρνανε φαγητό και μαζί μισή ρέγγα για να μας προκαλέσουν δίψα.
Στον βυθό του Αιγαίου
Ο Βρονταμίτης πούλησε το καΐκι του το 1990. Προτού το παραδώσει στον νέο ιδιοκτήτη ζήτησε να έρθουν δημοσιογράφοι για να αφηγηθεί το φρικιαστικό έγκλημα που κουβαλούσε απάνω του. Και πήγανε δημοσιογράφοι από το «Έθνος» και από τις 3 έως τις 18 Μαρτίου 1991 η εφημερίδα είχε συνέχεια τη μαρτυρία του. Μεταξύ άλλων είπε ότι αρνήθηκε να φορτώσει και τα 350 πτώματα με τη μία γιατί θα βούλιαζε το καΐκι. Δήλωσε ότι έπαιρνε τα πτώματα από τη Μακρόνησο και τα πήγαινε στο Κάβο Ντόρο. Εκεί ήταν αραγμένο ένα καράβι του πολεμικού ναυτικού. Οι ναύτες παραλάμβαναν τα πτώματα, τα βάζανε σε συρμάτινους κάδους με βαρίδια και ξανοίγονταν στη βραχονησίδα Σαν Τζόρτζιο όπου είναι τα πιο βαθιά νερά του Αιγαίου κι εκεί τα φουντάρανε.
Ο Ελευθέριος Μηλιάδης, διοικητής των Στρατιωτικών Φυλακών Μακρονήσου και ένας από τους σκληρότερους βασανιστές, έκανε έπειτα από χρόνια μια δήλωση σε κάποια αθηναϊκή εφημερίδα. Είπε λοιπόν μεταξύ άλλων «θα καταθέσω ορισμένα πράγματα για το δράμα της Μακρονήσου» – μιλά για δράμα της Μακρονήσου ενώ ο Κανελλόπουλος έκανε λόγο για σχολή μέσα από την οποία αναβαπτίζονται οι πιστεύοντες στον κομμουνισμό. Ο Μηλιάδης λοιπόν έγραψε «θα ζητήσω συγγνώμη από αυτούς που εγώ τιμώρησα» – και τους σακάτεψε. Και έκλεινε αναφέροντας «παρακαλώ τον ιστορικό που θα γράψει για το δράμα της Μακρονήσου τη σημερινή μου δήλωση αυτή να την καταχωρήσει στην ιστορία της Μακρονήσου».
Έπειτα από όλα όσα έχουν συμβεί εκεί, η Μακρόνησος έχει κηρυχτεί με προεδρικό διάταγμα τόπος ιστορικός και εκτός από τη μελισσοκομία που επιτρέπεται όλες οι άλλες χρήσεις απαγορεύονται. Όπως απαγορεύεται και η κατεδάφιση. Όλα τα υπάρχοντα κτίρια έχουν κηρυχθεί διατηρητέα. Σήμερα όμως έχουν μετατραπεί όλα σε στάβλους. Τα έχουν καταπατήσει τσοπάνηδες που ασχολούνται με την εμπορία κρεάτων, γαλακτοκομικών προϊόντων και κοπριάς. Το υπουργείο τα γνωρίζει αυτά, έχουν γίνει εκθέσεις από επιθεωρητές. Έχουν χτιστεί ακόμη και παράνομα σπίτια. Για όλα αυτά διαμαρτυρηθήκαμε. Πήγαμε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και ζητήσαμε να μας δώσει τα ονόματα εκείνων που σκοτώθηκαν για να το γνωρίσουμε στους οικείους τους. Ο αναπληρωτής υπουργός κ. Βίτσας μας είπε ότι δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο φάκελος της Μακρονήσου και ότι θα γίνει έρευνα. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε λάβει καμία απάντηση.