Η Μαντουμπάλα, η Ζιγκουάλα και η Μαγκάλα

Η Μαντουμπάλα, η Ζιγκουάλα και η Μαγκάλα

Αφού χάρηκε ο κόσμος τα κάλλη των γυναικών στα χαρέμια, που κολυμπούσαν μες στης Πόλης τα χαμάμ και δάκρυσε με τις περιπέτειες της Ζαΐρας, της Τζεμιλέ, της Σεράχ και της Γκιουλμπαχάρ, ήρθε πλέον ο καιρός των κοριτσιών από πιο μακρινούς τόπους.

Μέσα στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στο ελληνικό τραγούδι για την ινδοπρέπεια, η «Μαγκάλα» έκανε το μεγάλο μπουμ, συμπαρασύροντας στην επιτυχία το άστρο του Μανώλη Αγγελόπουλου που την τραγούδησε (με τη συμμετοχή της Γιώτας Λύδια στα φωνητικά). «Σ’ έχω βάλει μέσα στην καρδιά μου / αχ! Μαγκάλα, έχεις τόση ομορφιά / Μαγκάλα, Μαγκάλα, κόρη του μαχαραγιά. / Τα γλυκά σου μαύρα μάτια / λάμπουνε σαν τα διαμάντια / αχ! και μ’ ανάψανε φωτιά / αχ! έλα δεν αντέχω πια / αχ! κόρη του μαχαραγιά» σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) και μουσική Στράτου Ατταλίδη.

Λοιπόν, η Μαγκάλα ούτε κόρη του μαχαραγιά ήταν ούτε μαύρα μάτια είχε. Ηταν η ηρωίδα της ινδικής ταινίας του 1952 «Μαγκάλα, το ρόδο των Ινδιών» (Aan, 1952), που την υποδύθηκε η Nimmi, με τα αμυγδαλωτά καστανομελί μάτια. Δεν έχει όμως καμία σημασία, ποιητική αδεία τα μάτια έχουν ό,τι χρώμα θέλει ο δημιουργός. Η ταινία ήρθε στην Ελλάδα το 1954 και όπως και το τραγούδι του 1958, που ηχογραφήθηκε ένα χρόνο αργότερα, χτύπησε απευθείας στην καρδιά του κόσμου και στάθηκε η αφορμή να κάνει στροφή στα ινδοπρεπή τραγούδια ακόμα και ο Καζαντζίδης. Η φωνή του Αγγελόπουλου τον χτυπούσε στα ίσα και δεν μπορούσε να χάσει την πρωτοκαθεδρία.

Τα πάθη της Μαχαρανής

Η Ινδή Μαγκάλα της ταινίας είναι μια φτωχή πλην τίμια χωρική, που της μοίρας το γραμμένο τη φέρνει μπροστά σε κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ερωτεύεται, χωρίς ανταπόκριση, ένα βασταγερό παλικάρι που μάχεται ενάντια σε έναν μοχθηρό πρίγκιπα, ο οποίος επιχειρεί να εκθρονίσει τον αδελφό του, τον μαχαραγιά. Οι χοροί στους αγρούς, το πλούσιο ντεκόρ και η πολυτέλεια που ρέει σαν τα νερά του Γάγγη εντυπωσίασαν το ελληνικό κοινό της εποχής, που ακόμα είχε νωπές τις μνήμες από τον Εμφύλιο και σε μεγάλο βαθμό ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει σε Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, Βραζιλία και Χιλή. Ωστόσο, τα πλούτη και τα μεγαλεία δεν είναι ικανά να γλιτώσουν τη Μαγκάλα από το δηλητήριο, όταν ο σκοτεινός πρίγκιπας την κλείνει στα ανάκτορα. Τι τα θες, ο καλός καλό δεν έχει. Πάλι καλά που αν και δεν ευτύχησε στο σενάριο, έγινε τραγούδι, που ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 κομμάτια και το όνομά της έγινε μέχρι και νυχτερινό μαγαζί στο Κερατσίνι.

Το «Aan» που μεταφράζεται ως «Αξιοπρέπεια» ήταν η πρώτη ινδική τεχνικολόρ ταινία και μια από τις πρώτες ινδικές κινηματογραφικές παραγωγές που γνώρισαν παγκόσμια διανομή. Στην Ελλάδα διαφημίστηκε ως εξής: «Από της πανοραμικής οθόνης: Συλβάνα Μαγκάνο – Λάνα Τάρνερ – Αβα Γκάρντνερ ενωμένες στο πρόσωπο μιας εξωτικής Μαχαρανής. Φαίρμπανκς – Φλυνν – Ταρζάν ενωμένοι στο πρόσωπο ενός μελαμψού φυλάρχου των Ινδιών. […] Δεν έχετε ιδεί ωραιότερο φιλμ. Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου έσπασε κάθε περασμένο ρεκόρ». Υπήρξε παλιότερα και μια άλλη Μαγκάλα, η ασπρόμαυρη «Mangala» του 1950, με την Bhanumathi Ramakrishna, όμως είναι πολύ πιθανό ότι εκείνη η ταινία δεν είχε τύχει διανομής στην Ελλάδα.

Η Μέριλιν της Ινδίας

Το τραγούδι «Μαντουμπάλα» ή «Μαντουβάλα» ήταν το αντίπαλον δέος της «Μαγκάλα». «Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου, / λαχταρώ να ’ρθεις πάλι κοντά μου. / Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, / τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο, / Μαντουμπάλα, Μαντουμπάλα» τραγουδούσε ο Καζαντζίδης και λυγίζαν και τα σίδερα. Η Μαντουμπάλα, ήταν μια από τις πιο αγαπητές σταρ του Μπόλιγουντ, που πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες και χαρακτηρίστηκε ως «Μέριλιν της Ινδίας». Δυστυχώς όμως είχε αντίστοιχη τύχη, πέθανε δηλαδή στα 36 της, από ένα εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά. Η Μαντουμπάλα μαζί με την Ναργκίς και τη Μίνα Κουμάρι αποτέλεσαν την αγία τριάδα του γυναικών του Μπόλιγουντ. Ο Φρανκ Κάπρα ήθελε να την πάρει μαζί του στο Χόλιγουντ, ωστόσο στη μετανάστευσή της στην Αμερική στάθηκε εμπόδιο ο πατέρας της.

Η δική μας «Μαντουμπάλα» ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Καζαντζίδη, ως εξής: είχε σκεφτεί το ρεφρέν «Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ / μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω», όμως του έλειπε όλο το υπόλοιπο. Ετσι πήγε στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία εκείνη την εποχή είχε αναλάβει να γράψει τραγούδια για τον Τώνη Μαρούδα και δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή. Στην πορεία συνεργάστηκαν, όχι χωρίς δυσκολίες. Η μελωδία της «Μαντουμπάλα» που σημαίνει γλυκό κορίτσι βασίστηκε στο τραγούδι «Aa Jao tadapte hain armaan» σε μουσική του γνωστού συνθέτη του Μπόλιγουντ, Σάνκαρ (και όχι του Ραβί Σανκάρ, όπως κατά καιρούς έχει γραφτεί στον ελληνικό τύπο) από την ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» (Awaara, 1951) με πρωταγωνίστρια της Ναργκίς (ακόμα δεν είχε παίξει στο «Mother India», το «Γη ποτισμένη με ιδρώτα», όπως μεταφράστηκε εδώ). Τη μουσική ανέλαβε ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο οποίος στην ουσία έγραψε ένα καινούργιο τραγούδι, που βασιζόταν ελαφρά στο ινδικό. Κυκλοφόρησε το 1959 και άγγιξε σε πωλήσεις τα 100.000 κομμάτια. Το 1964 κυκλοφόρησε η συνέχεια «Η επιστροφή της Μαντουμπάλας» που μουσικά είναι πιο κοντά στο τραγούδι του Σάνκαρ.

Η «Μαντουμπάλα» άνοιξε για τον Καζαντζίδη τον δρόμο της διεκδίκησης ποσοστών από τη δισκογραφική Columbia. Στον δίσκο αναφέρεται το όνομά του τόσο στη σύνθεση της μουσικής όσο και στους στίχους, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στους δύο συνεργάτες του.

Σουηδική μελαχρινή ομορφιά 

Δεν είναι όλα τα γυναικεία ονόματα εις –άλα ινδικά. Για παράδειγμα, η Σινγκοάλα ήταν Τσιγγάνα ‒ εντάξει, σύμφωνα με τη θεωρία που υποστηρίζει ότι οι Τσιγγάνοι προέρχονται από την Ινδία, ίσως κι εκείνη να προερχόταν από τον τόπο της Μαντουμπάλα και της Μαγκάλα. Η νουβέλα «Singoalla» του Σουηδού Viktor Rydberg, που κυκλοφόρησε το 1857, περιγράφει την ταραχώδη ζωή μιας Τσιγγάνας που έζησε στη Σουηδία του 14ου αιώνα. Η δική μας «Ζιγκουάλα», που ήρθε ως συνέχεια της «Μαντουμπάλας», γεννήθηκε όταν ο Καζαντζίδης είδε την ομώνυμη ταινία του 1949, με πρωταγωνίστρια τη μελαχρινή Βιβέκα Λίντφορς και ήθελε να χρησιμοποιήσει το όνομα για τραγούδι. «Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, / είσ’ ο ήλιος το φεγγάρι και το φως μου / μονάκριβο στολίδι είσαι του κόσμου / μελαχρινή ομορφιά μου παντοτινή χαρά μου / Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα». Σύμφωνα με τον Πάνο Γεραμάνη, η Μαρινέλλα ήταν εκείνη που τη βάφτισε Ζιγκουάλα, γιατί θεωρούσε κακόηχο το Σινγκοάλα. Το τραγούδι, σε στίχους Νίκου Μουρκάκου και μουσική Καζαντζίδη, γράφτηκε το 1960, ωστόσο πέντε χρόνια νωρίτερα υπήρξε μια άλλη, εξίσου καλή «Ζιγκουάλα», εκείνη του Μανώλη Χιώτη, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη, με πρώτη ερμηνεύτρια τη Μάγια Μελάγια που τραγουδά σαν να κελαηδά, στο στιλ της Ιμα Σουμάκ «Ζιγκουάλα μου γλυκιά, / Ζιγκουάλα ξελογιάστρα, / σαν μου ρίξεις μια ματιά / σβήνω όπως σβήνουν τ’ άστρα. / Εχεις δυο μάτια μαγικά, / γλυκά και μαύρα, μου έχουν βάλει στην καρδιά / φωτιά και λαύρα».

Η Ζιγκοάλα του Μάρκου και η Μαντουβάλα που μουγκάνιζε

«Σκύλα με έκανες κομμάτια, βρε, με τα δυο σου μαύρα μάτια, σκύλα με έκανες ρεζίλι , βρε, στον πασά και στον βεζίρη» τραγουδούσε ο Βαμβακάρης στη δική του Ζιγκοάλα, τον έρωτά του τον μεγάλο, την Ελένη, την πρώτη του γυναίκα που τον απατούσε. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (στο άρθρο του «Ένας βράχος στο πατάρι», εφημ. «Τα Νέα», 26/7/2008) περιγράφει πώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ως μαθητευόμενος δημοσιογράφος πήγε να γνωρίσει τον μεγάλο Μάρκο στο μαγαζί που τραγουδούσε, μαζί με έναν έμπειρο συνάδελφο που θα του έκανε συνέντευξη για την εφημερίδα «Μακεδονία». Ο Μάρκος στο πατάρι ενός πατσατζίδικου στον Βαρδάρη εξομολογήθηκε: «Τότες εκείνη την εποχή, ήμουνα και μικρός, ούτε είκοσι, γνώρισα και παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα, την κάργια, τη Ζιγκοάλα. Η πιο όμορφη γυναίκα ήτανε, λεοντάρι. Αλλά… καργιόλα. Τα ’φτιαξε με τον κουμπάρο μας τον Γιωργάκη. Κι αυτός την πήρε και συζούσανε. Παντρεμένος με άλλη αυτός και με παιδί, τους παράτησε για τη Ζιγκοάλα. Καταλαβαίνεις τι υπόφερα. Την αγαπούσα πολύ. Πέθαινα. Πήγαινα κάθε νύχτα στα παραθύρια της και της πετούσα πετραδάκια, να βγει, να τηνε δω. Κι αυτή να είναι μέσα και να γαμιέται με τον άλλονε». «Η εφημερίδα εκείνο τον καιρό περνούσε περιπέτειες. Ο συνάδελφος έφυγε απ’ τη δουλειά, μαζί με άλλους. Οι σημειώσεις χαθήκανε. Κι έμεινε μόνο η μνήμη. Και ξανάφτιαξα, τώρα, εκείνη τη συνάντηση όπως την ήθελα» γράφει στο τέλος του κειμένου ο Σκαμπαρδώνης. Και για να κλείσουμε τον κύκλο με τις εξωτικές ομορφιές, Μαντουβάλα είχε ονομάσει ο Καζαντζίδης και μια γελάδα του, που την πήρε μικρή και την έτρεφε στο σπίτι ώσπου, όπως λέει στον Βασίλη Βασιλικό στο βιβλίο «Υπάρχω», «μεγάλωσε τόσο που δεν μπορούσε να βγει ούτε από το παράθυρο ούτε από την πόρτα. Τότε γκρέμισα τη μεσοτοιχία και την κατέβασα με βίντσι στον δρόμο όχι για το σφαγείο, αλλά για το κτήμα μου στη Χαλάστρα. Την αντικατέστησε ένα άλλο ζωντανό, η Ζιγκουάλα».

Ετικέτες

Documento Newsletter