Η μακρά ιστορία της υποδοχής μεταναστών στην Ελλάδα

Η διαδεδομένη παραδοχή, πως η Ελλάδα μετατράπηκε από κράτος αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής μετά το 1989, τίθεται υπό αμφισβήτηση στο συνέδριο με τίτλο «Ελλάδα: τόπος υποδοχής πληθυσμών (1830-1989), που πραγματοποιείται σήμερα και αύριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Οι ομιλητές εξετάζουν κατά πόσο, τόσο τον 19ο, όσο και τον 20 αιώνα λόγω διαφόρων συγκυριών, πόλεμων, επαναστάσεων, διωγμών, παλιννοστήσεων, αλλά και των αναγκών οργάνωσης του κράτους, όπως η οικονομία, ο στρατός, η διοίκηση, πολυάριθμες πληθυσμιακές ομάδες διαφόρων προελεύσεων ήρθαν στην Ελλάδα. Επίσης, αναλύουν τη μετανάστευση και το κοινωνικό προφίλ, για παράδειγμα οι πλούσιοι ή σπουδαγμένοι ξένοι που μένουν στην Ελλάδα, δεν είναι μετανάστες; Ή ένας Αμερικάνος στη Ελλάδα γιατί δεν ονομάζεται μετανάστης;

«Υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση, πως οι τρεις σταθμοί στην προσφυγιά/μετανάστευση ήταν το 1922 από τη Μικρά Ασία, το 1990 από την ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα από την Αλβανία, και τώρα από τις χώρες που πλήττονται από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή», εξηγεί ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. « Έχουν σημειωθεί πολύ μεγάλες εισροές που είτε αποσιωπήθηκαν, είτε τις αγνοούμε και επικρατεί μια ιστορική αμνησία», προθέτει.

Κάποιες εισροές, και αυτό δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, τις κρύβουμε κάτω από το χαλί για συγκεκριμένους λόγους, για να χτιστεί το εθνικό ιδεολόγημα, αναφέρει ο κ. Μπαλτσιώτης. Για παράδειγμα, οι Αρμένιοι πρόσφυγες, μετά τη γενοκτονία που υπέστησαν, δεν είχαν καμία προνοιακή αντιμετώπιση, το αντίθετο. Ή κατά τη μικρασιατική καταστροφή, κατέφθασαν δεκάδες χιλιάδες ορθόδοξοι Ρομά, τους οποίους το ελληνικό κράτος έκανε σα να μην έβλεπε. Τελικά οι άνθρωποι αυτοί πήραν ελληνική ιθαγένεια το 1978-79. Παρομοίως η έλευση και επιρροή των Βαυαρών, των Γάλλων και άλλων στη συνδιαμόρφωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους συχνά αποσιωπείται.

Προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα από το 1830 στην Ελλάδα

Με την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, αρχίζουν να εισρέουν άνθρωποι από περιοχές, που υπάγονταν τότε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα, όταν τις τοπικές εξεγέρσεις, διαδέχονται τα αντίποινα. Για παράδειγμα ο Κρητικοί πηγαίνουν κυρίως στην Κάσο και σε άλλα νησιά, και αργότερα στην Πελοπόννησο, οι Μικρασιάτες στα νησιά του Αιγαίου, οι Μακεδόνες στη Θεσσαλία. Για πρώτη φορά το προσφυγικό ζήτημα εντάσσεται στην πολιτική πρόνοιας επί Καποδίστρια. Οι νεοαφιχθέντες δεν έχουν πάντα την εκτίμηση των ντόπιων και αντιμετωπίζονται με καχυποψία. «Μόνο οι Κορωναίοι καλοδέχθηκαν τους πρόσφυγες στην Πελοπόννησο, όλοι οι άλλοι αντέδρασαν», θα πει ο Καποδίστριας.

Επίσης, οι διαφορές του οικονομικού και κοινωνικού προφίλ των νεοφερμένων, συχνά έχουν αποτέλεσμα συγκρούσεις με τους αυτόχθονες. Για παράδειγμα, όταν εγκαθίστανται μεγάλες ομάδες κτηνοτρόφων σε αγροτικές περιοχές, όπως οι Σαρακατσάνοι στη Βοιωτία και τη Φθιώτιδα. Παρόλαυτά, η ενσωμάτωση αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα για τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, δεν είναι απλώς κοινωνική πολιτική. Ευρωπαίοι πολιτικοί πρόσφυγες των επαναστάσεων 1848-1849 κατευθύνονται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα Ιταλοί, Γάλλοι και Γερμανοί, αλλά το 19ο αιώνα έρχονται και οικονομικοί μετανάστες, όπως Μαλτέζοι στα Επτάνησα.

‘Αλλες ομάδες μετακίνησης είναι οι Έλληνες από τη Βουλγαρία, τη Σερβία την ανατολική Θράκη και Ρωμυλία με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1919, Λευκοί Ρώσοι μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, ανατολικοευρωπαίοι πολιτικοί φυγάδες στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στρατιωτικοί και βιομηχανικά στελέχη, κυρίως Αμερικανοί και δυτικοευρωπαίοι το ’50-60, Πακιστανοί, Ινδοί, Αιγύπτιοι από τη δεκαετία του ‘70, Πολωνοί, Παλαιστίνιοι, Τούρκοι, Κούρδοι, Φιλιππινέζες το ’80, ελληνοκύπριοι μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Επιπλέον, μπορεί κανείς να συνυπολογίσει την εγκατάσταση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση, αρκετά μεγάλου αριθμού, γυναικών κυρίως, από την βόρεια και κεντρική Ευρώπη, οι οποίες παντρεύτηκαν Έλληνες. Ενδεικτικό είναι πως πριν το ’90 είχαν εκδοθεί 180.000 άδειες παραμονής, όπου οι ξένοι ήταν περισσότεροι από τους ομογενείς.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ