Η μαγική εικόνα της «ισχυρής ανάπτυξης» επί ΝΔ

Η μαγική εικόνα της «ισχυρής ανάπτυξης» επί ΝΔ

Το «επίτευγμά» της οφείλεται κυρίως στη μεγάλη δημοσιονομική χαλάρωση της περιόδου 2020-22, η οποία της επέτρεψε να δώσει κρατικές επιδοτήσεις προς την ελληνική οικονομία

Πριν από λίγες μέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκεπτόμενος το ιχθυοπωλείο ενός αλιευτικού συνεταιρισμού στην Καβάλα κι επιχειρώντας να δώσει νέα τροφή στη σπέκουλα της ΝΔ περί δήθεν κρυφής φορομπηχτικής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, πήρε ένα κομματάκι από το κεντρικό αφήγημα της ΝΔ περί «ισχυρής ανάπτυξης» και «επιτυχούς οικονομικής διακυβέρνησης», πήρε ένα δεύτερο κομματάκι από την κλασική επωδό Σταϊκούρα – Σκυλακάκη περί «μείωσης φόρων και εισφορών που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα» και ισχυρίστηκε πως «η ΝΔ μείωσε τους φόρους οδηγώντας στην ανάπτυξη». Ηταν εύκολο, ήταν εύπεπτο, ήταν επικοινωνιακό, το πρόβαλαν τα κανάλια ξανά και ξανά και είναι πολύ πιθανό ότι ο πολύς κόσμος που ενημερώνεται από την τηλεόραση το πιστεύει κιόλας επειδή το λέει ο πρωθυπουργός.

Προφανώς όμως η ανάπτυξη –η όποια… επετεύχθη– επί διακυβέρνησης ΝΔ δεν οφείλεται ούτε στον μηδενισμό του φόρου για τις γονικές παροχές έως τις 800.000 ευρώ που ευνόησαν μια ολιγάριθμη ομάδα ψηφοφόρων της ΝΔ με υψηλές περιουσίες ούτε στη μείωση των εισφορών στην εργασία, από την οποία είχαν κάποιο όφελος οι όχι πολλοί στη χώρα μας υψηλόμισθοι. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη δημοσιονομική χαλάρωση που επέτρεψε στη ΝΔ να δώσει κρατικές επιδοτήσεις ύψους 49,2 δισ. προς την ελληνική οικονομία το διάστημα 2020-22, οφείλεται δευτερευόντως στη μαγική εικόνα που δημιούργησε η έκρηξη του πληθωρισμού στο 9,6% το έτος 2022 πάνω στα νούμερα του ΑΕΠ και πολύ περιορισμένα –σε αντιδιαστολή με τις θριαμβολογίες της ΝΔ περί «ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων»– στην ανάκαμψη των επενδύσεων. Αναλυτικότερα:

Το κύριο μέρος των αυξημένων επενδύσεων για τις οποίες επαίρονται διοχετεύτηκε σε δρόμους, οικοδομή και στρατιωτικούς εξοπλισμούς και πολύ μικρό μέρος διατέθηκε σε κλάδους που θα έδιναν ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση

01 Στο 1,66% η ανάπτυξη της οικονομίας επί ΝΔ, αλλά με μεγάλα δημόσια ελλείμματα.

Η τετραετία της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησε με την πανδημία, που βύθισε το ΑΕΠ κατά 9% σε όρους όγκου και κατά 9,8% σε τρέχουσες τιμές, με την ελληνική οικονομία να καταγράφει τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη μετά την Ισπανία, πρωτίστως λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, που επλήγησαν από τα περιοριστικά μέτρα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι π.χ. η βιομηχανία. Ακολούθησε το 2021 η ανάκαμψη –εν είδει ελατηρίου– με ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης 8,4% και ονομαστικής 9,8% (κάνει ήδη την εμφάνισή του ο πληθωρισμός), η οποία συνεχίστηκε το 2022 με ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης 5,9% και ονομαστικής 15,5% λόγω του πληθωρισμού που έκλεισε στα ψηλά της τάξης του 9,6%.

Αξιοποιώντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και αφαιρώντας το 2019, που ήταν έτος κατά το οποίο κυβέρνησαν και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ από ένα εξάμηνο, ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Κώστας Μελάς έχει υπολογίσει ότι ο ετήσιος πραγματικός δείκτης μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά τη διακυβέρνηση της ΝΔ (2020-22) έφτασε το 1,66%, έναντι 0,9% της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (2015-18), δεν ήταν δηλαδή σε καμία περίπτωση υψηλός, ήταν όμως συγκριτικά υψηλότερος σε σχέση με τον ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ. Προσοχή όμως. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, την οποία η ρητορική των στελεχών της δεύτερης αποκρύπτει πολύ βολικά σήμερα.

Η διαφορά αυτή είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 0,9% βγάζοντας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 0,2% του ΑΕΠ το 2015, του 3,7% του ΑΕΠ το 2016, του 3,8% του ΑΕΠ το 2017 και του 4,3% του ΑΕΠ το 2018, πρωτίστως γιατί οι ξένοι, που λόγω μνημονίων ασκούσαν ακόμη τότε ασφυκτική εποπτεία στα ελληνικά δημοσιονομικά, έχοντας πικρή πείρα από τις προηγούμενες διαδοχικές κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά – Βενιζέλου, που είχαν δεσμευτεί σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% αλλά κάθε χρόνο αποτύγχαναν να το κάνουν, υποεκτιμούσαν επίμονα όχι μόνο την απόδοση των μέτρων της δημοσιονομικής αναπροσαρμογής που λάμβανε η τότε κυβέρνηση αλλά ακόμη και τα νούμερα των πρωτογενών πλεονασμάτων που προέκυπταν στο τέλος της κάθε χρονιάς, ενώ την ίδια στιγμή ο Κυρ. Μητσοτάκης, παριστάνοντας ότι δεν γνωρίζει – δεν θυμάται τίποτε για τις δημοσιονομικές αστοχίες της κυβέρνησης Σαμαρά, έχτιζε την πολιτική προπαγάνδα πάνω στις υποτιθέμενες πολιτικές υπερφορολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή συνεργασία με τα πάμπολλα φίλια προς το κόμμα του media.

Αντίθετα, η οικονομική διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οδήγησε σε ρυθμό ανάπτυξης 1,66%, η οποία προήλθε από πού; Από τη μεγάλη αύξηση των πρωτογενών δημόσιων δαπανών και τη χρηματοδότηση της οικονομίας με δημοσιονομικά μέτρα 23,1 δισ. ευρώ το 2020, 16,9 δισ. ευρώ το 2021 και 9,2 δισ. ευρώ το 2022, τα οποία οδήγησαν σε πρωτογενή ελλείμματα της τάξης του 7,2% του ΑΕΠ το 2020 και του 5% του ΑΕΠ το 2021. Γεγονός είναι ότι η στήριξη της οικονομίας επιβαλλόταν επειδή μεσολάβησε η Covid-19, τα περιοριστικά μέτρα και η ενεργειακή κρίση και τα μέτρα κατέστη δυνατό να παρθούν επειδή επιτράπηκαν συγκυριακά από τους ξένους χάρη στην αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων και τη ρήτρα διαφυγής. Οταν όμως μια οικονομία έχει πρωτογενή ελλείμματα επιτυγχάνει εύκολα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – όπως άλλωστε έδειξε η πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2001-08 που χαρακτηριζόταν από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτογενή ελλείμματα. Και τελικά, παρ’ όλες τις φανφάρες της ΝΔ περί υψηλής ανάπτυξης κ.λπ., σε σταθερές τιμές, αν βγάλουμε δηλαδή την επίδραση του πληθωρισμού, το ΑΕΠ καθόλου δεν απογειώθηκε το 2022 αλλά έκλεισε στα 192,067 δισ. ευρώ, δηλαδή χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2011 (194,179 δισ. ευρώ).

02 Ο πληθωρισμός, η κρυφή υπερφορολόγηση και η «υπεραπόδοση της οικονομίας».

Το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους το 2022 κατά 5,9%, αλλά σε τρέχουσες τιμές –λόγω πληθωρισμού– έφτασε τα 208 δισ. ευρώ, νούμερο που μας δίνει ονομαστική ανάπτυξη κοντά στο 15%. Η συγκεκριμένη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω πληθωρισμού, έχει θετικές επιπτώσεις μόνο σε ένα δείκτη: στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που βρέθηκε στο 171,35%, και ο οποίος είναι σημαντικός γιατί τον παρακολουθούν οι δανειστές και οι αγορές.

Κανένα στέλεχος της ΝΔ δεν έχει τολμήσει βέβαια να βγει δημοσίως και να πει στον κόσμο ότι η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του χρέους σε παγκόσμιο επίπεδο επειδή είχε υψηλό πληθωρισμό.

Αντίθετα, όλα τα στελέχη, με πρώτο διδάσκοντα τον Μητσοτάκη, θολώνουν τα νερά υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση χρέους παγκοσμίως χάρη σε κάποια υψηλή ανάπτυξη έτσι γενικώς και αορίστως επειδή μείωσε τους φόρους κι επειδή αύξησε τις επενδύσεις. Την ίδια λειτουργία – του θολώματος των νερών– επιτελεί και η περίφημη ρητορική περί «υπεραπόδοσης της οικονομίας» των Σταϊκούρα – Σκυλακάκη, που επέτρεψε στη χώρα να βγάλει το 2022 μικρό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,1% του ΑΕΠ και η οποία υποκρύπτει τη μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους από τη διατήρηση του ΦΠΑ και του ΕΦΚΑ στα υψηλά επίπεδα που μας έμειναν κληρονομιά από τα χρόνια των μνημονίων, πάνω στις πληθωριστικές τιμές των τροφίμων και των καυσίμων.

Σε ό,τι αφορά μάλιστα συγκεκριμένα τα νούμερα, η ρητορική περί «υπεραπόδοσης της οικονομίας» στην πραγματικότητα περιγράφει την αύξηση των φορολογικών εσόδων από τους έμμεσους φόρους κατά 5 δισ. ευρώ μέσα σε ένα χρόνο, από 28,1 δισ. ευρώ το 2021 σε 33,2 δισ. ευρώ το 2022, με αποτέλεσμα η αναλογία των έμμεσων φόρων ως προς τα συνολικά φορολογικά έσοδα να ξεπεράσει το 60% για πρώτη φορά τα τελευταία 20 χρόνια, υπερφορολόγηση –για να μην ξεχνιόμαστε– που είναι γνωστό ότι επιβαρύνει πρωτίστως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία δαπανούν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους για τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Κι αυτός είναι ενδεχομένως ο λόγος που, παρ’ όλη τη διαφημιζόμενη ανάπτυξη της ΝΔ, οι συνθήκες εκπτώχευσης καλά κρατούν στην Ελλάδα, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης της χώρας να κλείνει το 2022 στο 68% της ΕΕ των 27 – κατατάσσοντας την ελληνική οικονομία τρίτη από το τέλος, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία.

03 Αυξήθηκαν οι επενδύσεις, αλλά πού πήγαν;

Το προεκλογικό αφήγημα της ΝΔ μιλά για «έκρηξη άμεσων ξένων επενδύσεων», οι κρατικοί προϋπολογισμοί των ετών 2020-22 και το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-26 έχουν δείξει ότι η ΝΔ επιδιώκει μια ανάπτυξη αποκλειστικά μέσω της αύξησης των επενδύσεων και τα στελέχη της λένε συχνά ότι το κόμμα τους είναι φιλικό στους επενδυτές. Τόσο φιλικό μάλιστα που κάνει τα χατίρια του κάθε επενδυτή, ακόμη και τα αντικανονικά. Τελευταίο παράδειγμα, δύο μήνες πριν από τις εκλογές η κυβέρνηση της ΝΔ πέρασε με νομοθετική ρύθμιση την αύξηση του ρυθμιζόμενου εσόδου της ΔΕΠΑ Υποδομών, που εξαγόρασε η Italgas, επειδή δεν την ενέκρινε η καθ’ όλα αρμόδια να αποφασίζει γι’ αυτά Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Με δυο λόγια η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε πραξικοπηματικά ότι οι Ελληνες καταναλωτές πρέπει να πληρώνουν κι άλλα λεφτά στην Italgas, παρά τις αντιρρήσεις της ΡΑΕ, και μάλιστα έδειξε αυτήν τη σπουδή μόνο για την Italgas και όχι π.χ. για τον ΑΔΜΗΕ, του οποίου επίσης η ΡΑΕ αρνήθηκε να αυξήσει το ρυθμιζόμενο έσοδο, μολονότι το δημόσιο είναι βασικός του μέτοχος και υλοποιεί μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων σε κρίσιμες εθνικές υποδομές.

Σε ό,τι αφορά ειδικώς τις επενδύσεις, λοιπόν, εκ πρώτης όψης τα νούμερα δείχνουν να επιβεβαιώνουν καταρχάς τη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, καθώς έπειτα από μια οκταετία (2012-19) που οι επενδύσεις παγίων κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 11,1% του ΑΕΠ, από το 2021 άρχισαν να ανακάμπτουν και το 2022 άγγιξαν το 13,9% του πραγματικού ΑΕΠ, καταγράφοντας στο διάστημα 201922 μέση ετήσια αύξηση 6,7 δισ. ευρώ. Η συγκεκριμένη αύξηση συνδέεται με τα κονδύλια ύψους 2,1 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που εισήλθαν στην ελληνική οικονομία το 2022 αλλά και με την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), οι οποίες την ίδια χρονιά έφτασαν τα 7,2 δισ. ευρώ.

Παρά ταύτα, οι επενδύσεις του έτους 2022, αν και αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι κάτι για το οποίο η Νέα Δημοκρατία μπορεί να περηφανεύεται, αφού για άλλον ένα χρόνο, 13ο στη σειρά, υπολείπονται των συνολικών αποσβέσεων παγίων. Για την ακρίβεια, μάλιστα, στο διάστημα 2010-22 οι συνολικές επενδύσεις της ελληνικής οικονομίας σε πάγια παραμένουν ακόμη κατά 101,1 δισ. ευρώ μικρότερες από τις συνολικές αποσβέσεις, που σημαίνει ότι υπάρχει πραγματική μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας και δημιουργείται τεράστιο κενό στην παραγωγική της υποδομή, καθώς η φθορά, η παλαίωση και η απαξίωση δεν αναπληρώνονται καν – ενώ θα έπρεπε να υπερκαλύπτονται για να υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη.

Συν τοις άλλοις, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022 που επεξεργάστηκε το τμήμα Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank, προκύπτει ότι το ένα τρίτο της αύξησης των επενδύσεων επί Νέας Δημοκρατίας (34,5%) προήλθε από τους τομείς μηχανολογικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων, το ένα τέταρτο από τις κατασκευές (26,6%) και το ένα πέμπτο από την ανέγερση κατοικιών (21,2%). Που θα πει ότι υπάρχει θέμα ποιοτικό, καθώς το κύριο μέρος των αυξημένων επενδύσεων της ΝΔ πήγε ξανά για δρόμους, οικοδομή και στρατιωτικούς εξοπλισμούς –όπως είχε γίνει στη δεκαετία του 2010– και πολύ μικρό μέρος διατέθηκε για νέο παραγωγικό εξοπλισμό σε κλάδους που θα έδιναν ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία ή που θα ενίσχυαν τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Και όλα αυτά βέβαια χωρίς να θέσουμε το βαρύ ερώτημα τι είδους επενδύσεις και ανάπτυξη αντιπροσωπεύουν η πώληση εθνικών υποδομών και οι ιδιωτικοποιήσεις της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, όπως ήταν η πώληση του ΔΕΔΔΗΕ στην αυστραλιανή Spear WTE Investments, η πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών στην Italgas, η είσπραξη της πρώτης δόσης από την πώληση του Ελληνικού στη Lamda.

Documento Newsletter