Η λογοκρισία στον δημόσιο λόγο έχει πολύ μακρά ιστορία. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έχει την ίδια ιστορία με την έννοια της δικαιοσύνης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ένα από τα συστατικά στοιχεία μιας δίκης είναι η δημοσιότητα, η δυνατότητα του κοινού να ενημερωθεί για το τι ακριβώς συμβαίνει γύρω από μια υπόθεση. Και λειτουργούν και οι δύο όπως το δίχτυ της αράχνης που αναφέρει ο Ανάχαρσις ήδη από τον 6ο αιώνα: «Ο νόμος είναι σαν τον ιστό της αράχνης. Οι μικρές μύγες πιάνονται ενώ οι μεγάλες σχίζουν το δίχτυ και φεύγουν».
Αν θεωρήσουμε ότι κοινωνικό δίκτυο είναι καθετί που συνδέει ανθρώπους και ιδέες και εμπεριέχει τη δυνατότητα ανάδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων, τότε θα δούμε ότι οι προσπάθειες της φιλελεύθερης κατά τα άλλα εξουσίας να τα ελέγξει δεν σταμάτησε ποτέ. Παρά τα όσα θεωρητικά πρεσβεύουν οι κυβερνώντες, είναι νωπές οι μνήμες για το πώς προσπάθησαν να λοιδορήσουν και να απαγορεύσουν τις αφίσες στους δρόμους, οι οποίες είναι ιστορικό μέσο (και πρωτόλειο κοινωνικό δίκτυο) των αριστερών οργανώσεων και ατομικοτήτων για να διαδώσουν τα μηνύματά τους.
Προ μηνών ζήσαμε ένα κομβικό γεγονός στο ζήτημα του ελέγχου του δημόσιου λόγου. Είδαμε εν μια νυκτί να λογοκρίνεται ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος. Πολλοί ήταν αυτοί που χάρηκαν από αυτή την εξέλιξη, θεωρώντας ότι έπρεπε να μπει ένα φρένο στα όσα δημοσίευε κατά καιρούς. Φαντάστηκαν μάλλον ότι ο ιστός που περιέγραφε ο Ανάχαρσις αντιστράφηκε τρόπον τινά και πλέον ο μικρός μπορούσε να γράφει ελεύθερα ενώ ο ισχυρός όχι. Ισως γιατί θαμπωθήκαμε πάρα πολύ την εποχή του Ομπάμα, όταν ξεκίνησε μέσω των κοινωνικών δικτύων η «αραβική άνοιξη» (που είδαμε πώς κατέληξε) και δεν είδαμε πώς αυτά τα ίδια κοινωνικά δίκτυα λειτούργησαν υπέρ του Μπολσονάρο στη Βραζιλία και σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, με στρατιές έμμισθων τρολ να λειτουργούν ανενόχλητα την ίδια στιγμή που τα κοινωνικά δίκτυα απαγόρευαν στους υποστηρικτές του Μαδούρο καθώς και άλλων αριστερών ηγετών να λειτουργήσουν ελεύθερα στο πεδίο των ιδεών. Κι αυτό συνέβη γιατί τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν μες στο πλαίσιο των δυτικών αρχών. Οι απαγορεύσεις πλέον είναι στο όνομα των δυτικών αξιών, όπως αυτές ονομάζονται κάθε φορά. Οι ίδιες αυτές δυτικές αξίες που βάφτισαν κάποτε τους δωσίλογους «μαχητές της ελευθερίας» και τη Μακρόνησο «νέο Παρθενώνα».
Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα είδαμε κύμα διαμαρτυριών από αριστερά αλλά και φιλελεύθερα προφίλ. Κύμα που βρήκε κυματοθραύστη, ο οποίος σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας κατέβαζε αναρτήσεις και λογαριασμούς στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Οποιος διάβασε τα screenshots που κυκλοφόρησαν (όποιοι τα κυκλοφόρησαν τιμωρήθηκαν και οι ίδιοι σε πολύ μεγάλο ποσοστό) είδε ότι τα κείμενα όχι μόνο δεν εξυμνούσαν την τρομοκρατία αλλά θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπερασπίζονταν τα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ενώ στο όνομα αυτής ζητούσαν την επιείκεια του κράτους. Τότε γιατί κατέβηκαν; Είναι αναμειγμένη η κυβέρνηση σε αυτό; Είναι αυτός ο λόγος που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαιρόταν ότι στην επιτελική του κυβέρνηση αξιοποίησε στελέχη από μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες του εξωτερικού; Υπάρχει άραγε ανάμειξη εν Ελλάδι υπεργολάβων του Facebook στα παραπάνω;
Το Facebook απάντησε πρόσφατα στην εφημερίδα «Αυγή» μέσω εταιρείας δημόσιων σχέσεων ότι ήταν λάθος του και ότι οι αναρτήσεις αποκαταστάθηκαν. Αρκεί όμως αυτό; Μπορούμε να αφήσουμε τον δημόσιο διάλογο έρμαιο αδιαφανών διαδικασιών ιδιωτικών εταιρειών που δεν λογοδοτούν πουθενά; Ισως ο διάλογος που πρέπει να ανοίξει αφορά όχι πλέον το πώς λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά το πώς ο δήμος θα μπορέσει να τα ελέγξει. Είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς.
Ο Νικόλας Λιόλιος είναι δημοσιογράφος