Η λαγνεία του κέντρου

Η λαγνεία του κέντρου

Η µέρα αυτή θα ερχόταν, αλλά φαίνεται ότι θα έρθει µε τον χειρότερο τρόπο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύµφωνα και µε τους αναλυτές, αναζητά τρόπο για να προσεγγίσει το κέντρο και να ανακόψει την κατρακύλα του, η οποία (αν δεν καταφέρει να δραπετεύσει διά αξιώµατος στο εξωτερικό, όπως λέγεται ότι σχεδιάζει) θα παραγάγει εχθρούς και εκδικητές σε κάθε πολιτική γωνιά. Ο Μητσοτάκης, αφού αγκάλιασε για ακόµη µια φορά ό,τι ακροδεξιό επιπλέει στα βροµόνερα του αγοραίου πατριωτισµού για να ανακόψει τον Βελόπουλο, στρέφεται τώρα στο λεγόµενο κέντρο.

∆ηµοσιολόγοι, δηµοσκόποι και δηµοκόποι δίνουν στη λέξη «κέντρο» ένα πολιτικό περιεχόµενο το οποίο µάλλον δεν έχει. Αποδίδουν δηλαδή στοιχεία καθορισµένης πολιτικής ταυτότητας σε ένα εκλογικό και όχι πολιτικό κοινό, τα οποία δεν διαθέτει.

Στην πραγµατικότητα πρόκειται για το απολίτικο, περιφερόµενο, εύπιστο ή ακόµη και ιδιοτελές τµήµα του εκλογικού σώµατος, που µεταφέρεται από κόµµα σε κόµµα δηµιουργώντας την κρίσιµη µάζα για τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό το κοινό δεν φέρει κανένα από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το παλιό πολιτικό κέντρο, δηλαδή τη θέση και την πεποίθηση για το πολιτικά σωστό. Τα στοιχεία του είναι περισσότερο τυχοδιωκτικά και οι πολιτικές πεποιθήσεις µοιάζουν µε ποτ πουρί αντιλήψεων κοινωνικού αυτοµατισµού και προσωπικού συµφέροντος.

Αν κάνουµε την παραδοχή ότι ο συγκεκριµένος χώρος έχει αυτά τα ποιοτικά στοιχεία, τότε η προσέγγισή του από τον Μητσοτάκη θα γίνει µε επικοινωνιακά κριτήρια και µεθόδους χειραγώγησης. ∆ηλαδή οι επικοινωνιολόγοι και οι αλγόριθµοι θα ανιχνεύσουν τις στιγµιαίες επιθυµίες του και θα τις µετατρέψουν σε πολιτικές υποσχέσεις.

Το θέµα είναι ότι από το 2019 ο λεγόµενος χώρος του κέντρου έχει αναχθεί σε Γκράαλ, σε ιερό δισκοπότηρο, και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η προσέγγισή του όµως γίνεται µε λάθος κριτήρια, γιατί η ίδια η ανάλυσή του είναι στρεβλή.

Ας δούµε το κέντρο ιστορικά στην Ελλάδα. Την εποχή του Ψυχρού Πολέµου το κέντρο αποτελούσε τον χώρο που αυτοπροσδιοριζόταν πολιτικά ότι βρισκόταν στο ενδιάµεσο της µεγάλης ιδεολογικής αντιπαράθεσης µεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Eνωσης. ∆εν διακατεχόταν όµως από ισαποστακισµό, δηλαδή την επιλογή να συµψηφίζει θέσεις και να διαιρεί τεχνητά τις αποστάσεις από τους δύο πόλους για να είναι κέντρο. Το πολιτικό κέντρο στην Ελλάδα είχε σαφή θέση υπέρ της δηµοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, των κοινωνικών δαπανών, της δηµόσιας υγείας και παιδείας και της ειρήνης στον κόσµο. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα πέτρινα χρόνια στην Ελλάδα η ∆εξιά µιλούσε «για την Αριστερά και τους συνοδοιπόρους της» χαρακτηρίζοντας έτσι το κέντρο.

Το κέντρο που εξέφρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου από τα µέσα της δεκαετίας του 1970 στη διεθνή σκηνή δεν εξέφραζε µια παθητική ουδετερότητα αλλά µια ενεργή διαδικασία ωφέλιµης µετριοπάθειας που είχε τη βάση της σε πολιτικές θέσεις. Εναντιωνόταν στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους, διατηρούσε σχέσεις µε τη Μέση Ανατολή, καταδίκαζε το έλλειµµα δηµοκρατίας στα ανατολικά κράτη. Οι θέσεις του κέντρου έβρισκαν έκφραση στον «τρίτο δρόµο» του Παπανδρέου ή στο σουηδικό µοντέλο του Ούλοφ Πάλµε. Οι κεντρώοι συνεπώς δεν κρατούσαν οµπρέλα για να µην έχουν την ευθύνη της ιδεολογίας ή της πολιτικής, αλλά είχαν το δικό τους όραµα που εκφραζόταν από ιστορικούς και χαρισµατικούς ηγέτες.

Η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης έφερε ανακατατάξεις σε όλο τον κόσµο. Η Αριστερά, ετεροπροσδιοριζόµενη επί δεκαετίες από την ύπαρξη του υπαρκτού σοσιαλισµού, σχεδόν θάφτηκε κάτω από τα ερείπια του Τείχους. Ο καπιταλισµός, ως µοναδικό πλέον κοινωνικοπολιτικό σύστηµα, κάλπασε προς τη φύση του, το κέρδος, χωρίς αντιστάσεις και πειστική κριτική. Οι αγορές κυριάρχησαν επί της πολιτικής, η οικονοµία επί των κοινωνικών αναγκών και η τεχνοκρατία εµφανίστηκε δήθεν ως πρόοδος, κρύβοντας κάτω από τους αριθµούς το καίριο ερώτηµα «ποιον εξυπηρετεί;». Η προοδευτική σοσιαλδηµοκρατία, σαστισµένη από τις αλλαγές, δεν επεξεργάστηκε καµία δική της πρόταση για το µέλλον και προσκολλήθηκε στη χριστιανοδηµοκρατία για να καταλήξει ουραγός δεξιών πολιτικών και άλλοθι για την κοινωνία των ελίτ και των ανισοτήτων.

Οσο για την Αριστερά, αφού πέρασε από το στάδιο της πολιτικής αµνησίας και απώθησης, υιοθέτησε τον στείρο δικαιωµατισµό και τη διαµαρτυρία του αυτοπροσδιορισµού για να καταγράψει την πολιτική της αυθυπαρξία.

Το 2015 το φαινόµενο ΣΥΡΙΖΑ ήταν µια ελπιδοφόρα κατάσταση για την Ευρώπη. Πολίτες από κάθε κόµµα βρήκαν στέγη σε ένα κόµµα που αυτοπροσδιοριζόταν ξεκάθαρα ως αριστερό, χωρίς να δίνουν σηµασία στην ταυτότητά του. Αυτό που δηµιούργησε την έλξη ήταν οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα για κοινωνική δικαιοσύνη, τιµωρία όσων έφταιξαν, αποκατάσταση του εισοδήµατος και της δηµοκρατίας. Οσοι πολίτες έλεγαν ότι είχαν συγγένεια µε το πολιτικό κέντρο του παρελθόντος έβρισκαν στο πρόσωπο του Αλ. Τσίπρα την ικανότητα και τη διάθεση να πραγµατώσει όσα έλεγε. Πολιτικό κέντρο όµως πλέον δεν υπήρχε. Τη νεκρολογία του είχε ήδη γράψει η τραγική σύµπραξη Ν∆ και ΠΑΣΟΚ την εποχή των µνηµονίων.

Οταν το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές είχε ένα ισχυρό ποσοστό που επιβεβαίωνε ότι ο ίδιος ήταν η δύναµη και η πολιτική αξία στη χώρα. Στο 32% της ήττας την εποχή εκείνη συµπυκνώνονταν η αποφασιστικότητα και η ανάγκη του κόσµου να υπάρχει, παρά τις σκληρές επιθέσεις του συστήµατος, ένας προοδευτικός πόλος εξουσίας. Στις εκλογές του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε απλώς, αλλά έχασε τη µισή εκλογική του δύναµη παρότι στην αντιπολίτευση. Πρακτικά δηλαδή τιµωρήθηκε για τον τρόπο που έκανε ή µάλλον δεν έκανε αντιπολίτευση.

Η αδυναµία του αυτή να πολιτευτεί µεγιστοποίησε την κακή δράση της εσωτερικής παθογένειας, η οποία µοιραία εκφράστηκε και µε µία διάσπαση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα σοβαρό λάθος. Αντί να χαράξει πολιτική και λόγο, προσηλώθηκε στις θεωρίες των «ειδικών αναλυτών» ότι πρέπει να κερδίσει το κέντρο. Μόνο που δεν υπήρχε κανένα πολιτικό κέντρο για να κερδίσει.

Τον πλαστό τίτλο του κέντρου και του κεντρώου διατηρούσαν διάφοροι τυχοδιώκτες και αριβίστες της πολιτικής που δεν είχαν καµιά κοινωνική αποδοχή και νοµιµοποίηση. Αντιλαµβανόµενοι το άγχος του ΣΥΡΙΖΑ για συµµαχίες (τις οποίες δεν εξασφάλιζε µε την πολιτική, αφού δεν διαµόρφωνε), πρόσφεραν το κουφάρι τους για να προστεθεί σε µια αριθµητική µνηµόσυνου. Τόσοι από τη συνιστώσα «Γιοφύρι», τόσοι από τη συνιστώσα «Λούνα Παρκ», τόσοι από τη συνιστώσα που δεν υπάρχει αλλά έγινε για να διαπραγµατευτεί ο επικεφαλής του εαυτού του. Μπιστ-ολιές στον αέρα µε θύµατα όσους πίστευαν ότι η νίκη θα έλθει όταν τα πράγµατα γίνουν ξεκάθαρα. Οχι Αριστερά ή ∆εξιά, αλλά ξεκάθαρα και τίµια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησε τέσσερα χρόνια σε πολιτική ανασφάλεια και ψυχανάλυση µόνο και µόνο για να βεβαιωθεί ότι πάσχει. Αντί να αναζητήσει το κέντρο της πολιτικής του και να γίνει το κέντρο των εξελίξεων, αναζητούσε το ανύπαρκτο κέντρο. Και επειδή δεν το έβρισκε (όπως ήταν απολύτως φυσικό), αναθεωρούσε κάθε µέρα τον εαυτό του. Ετσι, για µεγάλο τµήµα των ψηφοφόρων δεν χρειαζόταν να υπάρχει.

Η αναζήτηση σήµερα του κέντρου από τον Μητσοτάκη έχει σηµασία, γιατί εννοεί τον ευµετάβλητο και εύπιστο ψηφοφόρο που πρέπει να ξεγελάσει. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καµία. Σηµασία έχουν οι θέσεις που διατυπώνει απέναντι στο καθεστώς και η αυτοπεποίθηση που επιδεικνύει. Γιατί ένα χαρακτηριστικό των «κεντρώων» που αναζητά ο Μητσοτάκης είναι ότι υποτάσσονται σε όποιον δηλώνει ικανός να (τους) εξουσιάσει.

Documento Newsletter