Hδη μετράμε σχεδόν δύο χρόνια πανδημίας αλλά «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν»!
Δυστυχώς…
Ενώ κρούσματα, νοσηλευόμενοι, διασωληνωμένοι και κυρίως οι νεκροί από Covid-19 συνεχώς αυξάνονται, αυτά τα δύο χρόνια δεν αξιοποιήθηκαν από την κυβέρνηση για να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να προστατευτεί ο λαός από την πανδημία, να υπερασπιστεί την υγεία και τη ζωή του. Τα δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας παραμένουν παροπλισμένα και υποστελεχωμένα με προσωπικό εξουθενωμένο. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για νέες κλινικές Covid μετατρέπουν τα δημόσια νοσοκομεία σε «νοσοκομεία μίας νόσου», σπρώχνοντας τους ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος –εν καιρώ κρίσης και πανδημίας– θησαυρίζει. Η δε κυβέρνηση αρνείται σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες να επιτάξει τα μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια και διαγνωστικά εργαστήρια, τα οποία διαθέτουν υποδομές, προσωπικό και εξοπλισμό που θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην περίθαλψη των ασθενών Covid αλλά και αυτών με άλλες νόσους.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση, προσπαθώντας να κρύψει τις ευθύνες της για την παταγώδη αποτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος με την παντελή έλλειψη συστηματικής και προσωποποιημένης ενημέρωσης προκειμένου να αντιμετωπίζονταν δικαιολογημένες απορίες και φοβίες σχετικά με τα εμβόλια, στρέφεται εκδικητικά έναντι των ανεμβολίαστων και τους στοχοποιεί ως την κύρια αιτία των προβλημάτων τόσο για τα χάλια των δημόσιων μονάδων υγείας όσο και για τη διασπορά της νόσου. Κι ενώ πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι ο εμβολιασμός δεν προστατεύει 100% από τη μόλυνση και άρα δεν αρκεί από μόνος του για να σταματήσει την πανδημία αλλά κυρίως παίζει ρόλο στο να αποτρέψει τη βαριά νόσηση, η κυβέρνηση συνεχίζει να τον παρουσιάζει ως μονόδρομο και πανάκεια, ώστε να μην αναγκαστεί να πάρει συνδυαστικά όλα τα υπόλοιπα μέτρα που είναι αναγκαία. Η αιτία είναι ότι αυτά κοστίζουν στο κράτος και στους επιχειρηματικούς ομίλους, γιατί αφαιρούνται κρατικό «ζεστό χρήμα» και άλλα κίνητρα προς όφελος της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας τους.
Ακόμη κι αν αυξηθεί το ποσοστό των εμβολιασμών, το πρόσφατο εκβιαστικό μέτρο της κυβέρνησης για ποινή 100 ευρώ κάθε μήνα για τους μη εμβολιασμένους δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τις επιπτώσεις της πανδημίας. Διότι ήδη υπάρχει μείωση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων είτε και πιθανή ακύρωσή τους στην περίπτωση σοβαρών μεταλλάξεων και φυσικά στο έδαφος απουσίας όλων των άλλων μέτρων για τη δημόσια υγεία.
Η κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι του κοινωνικού αυτοματισμού, ισχυριζόμενη ότι οι ανεμβολίαστοι με ευθύνη τους χρησιμοποιούν υποδομές των νοσοκομείων και τις στερούν από τις ανάγκες των εμβολιασμένων. Επιδιώκει να κρύψει το γεγονός ότι εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι ακόμη και πριν από την πανδημία εξαναγκάζονταν είτε να χρυσοπληρώνουν στον ιδιωτικό τομέα της υγείας είτε να εντάσσονται στις μακροχρόνιες λίστες αναμονής για ένα χειρουργείο, κάποια θεραπεία κ.λπ.
Με το μέτρο αυτό ανοίγει παραπέρα ο δρόμος της ανταποδοτικότητας στην παροχή υπηρεσιών υγείας ανάλογα με την ηλικία, την πάθηση κ.λπ., δηλαδή βαθύτερη προσαρμογή της υγείας στους κανόνες της αγοράς. Ευθύνη φέρουν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες εφαρμόζοντας την ίδια πολιτική μέσω της συνειδητής υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του ΕΣΥ το οδήγησαν στα όριά του ήδη πριν από την πανδημία.
Στις συνθήκες της ανάπτυξης με όχημα τους επιχειρηματικούς ομίλους τα φάρμακα και τα εμβόλια, ενώ είναι προϊόν κοινωνικής εργασίας, αποτελούν εμπορεύματα με σκοπό το κέρδος των φαρμακευτικών εταιρειών και η ατομική ιδιοκτησία επ’ αυτών διασφαλίζεται μέσω των πατεντών. Γι’ αυτό τον λόγο οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη παραμένουν σε τεράστιο βαθμό ανεμβολίαστες ενώ και τα τεράστια αποθέματα εμβολίων στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες καταστρέφονται, πετιούνται, αλλά και χρησιμοποιούνται ως όπλο στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.
Η ανάπτυξη της πάλης και η διεκδίκηση λύσεων στα σοβαρά λαϊκά προβλήματα της υγείας πρέπει να έχουν προοπτική την ανατροπή αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος. Για μια ανάπτυξη με λαϊκή εξουσία, που μπορεί να διασφαλίσει για όλους την αντιστοίχιση ενός δωρεάν συστήματος υγείας με τις σύγχρονες ανάγκες του λαού.
Ο Γιώργος Λαμπρούλης είναι πνευμονολόγος – εντατικολόγος, βουλευτής του ΚΚΕ και ΣΤ΄ αντιπρόεδρος της Βουλής