Την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου κι ενώ ο πληθωρισμός έτρεχε με 5,5% πιάνοντας τα υψηλότερα επίπεδα στην ιστορία της ευρωζώνης, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ άλλαξε αιφνιδιαστικά την επίσημη ρητορική της κεντρικής τράπεζας σχετικά με τον πληθωρισμό. Αυτό που έως πριν από κάποιες εβδομάδες ήταν «παροδικό φαινόμενο» και «θα υποχωρούσε σύντομα» άρχισε να αποτελεί «πηγή ανησυχίας», οπότε η Λαγκάρντ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μέσα στο 2022 να προχωρήσει η τράπεζα στην αύξηση των βασικών της επιτοκίων.
Με βάση το χρονοδιάγραμμα που διέγραψαν η Λαγκάρντ και άλλα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ, η ΕΚΤ θα περίμενε άλλους επτά μήνες μέχρι την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της. Να όμως που μέσα σε 24 ώρες, προεξοφλώντας τις εξελίξεις, οι αγορές αύξησαν τα πραγματικά επιτόκια όλων των χωρών του ευρώ και πιο πολύ αυτών του ευρωπαϊκού νότου που έχουν δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ υψηλότερο του 100%.
Η αιφνιδιαστική αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την αντίδραση των αγορών, οδήγησε μέσα σε τρεις μέρες στην άνοδο των αποδόσεων του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου στο 2,5%, 1% πάνω σε σχέση με πριν από ένα μήνα, 1,74% σε σχέση με πριν από ένα χρόνο και σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή σκηνικού στο κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και της ελληνικής οικονομίας ευρύτερα, φέρνοντας… τα δύσκολα πολύ πιο μπροστά.
Αυτά τα… δύσκολα θα έρχονταν έτσι κι αλλιώς, αλλά με βάση την έως πρότινος διακηρυγμένη πολιτική της ΕΚΤ, που τοποθετούσε την πρώτη αύξηση επιτοκίων στο 2023, θα έρχονταν στα τέλη του 2022, γι’ αυτό και η κυβέρνηση της ΝΔ προχωρούσε σε σχεδιασμό για πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο.
Ο εκλογικός σχεδιασμός
Ο εκλογικός σχεδιασμός «φώναζε» από μίλια μακριά και τον πρόδιδαν τόσο οι κυβερνητικές εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού τον Μάιο όσο και οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, που παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό ως ωφέλιμη για όσους έχουν ακίνητη περιουσία αξίας έως 100.000 ευρώ, δηλαδή τους πολλούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι επωφελής πρωτίστως για τις μεγάλες περιουσίες.
Τέλος πάντων, 2 Φεβρουαρίου έγιναν οι εξαγγελίες Μητσοτάκη, 3 Φεβρουαρίου έκανε την ανατροπή η ΕΚΤ, άρχισε η άνοδος των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων που έφτασαν το 2,5% και με ορατό φόβο τα κυβερνητικά στελέχη βγήκαν σε ραδιόφωνα και κανάλια για να μαζέψουν άρον άρον τις προσδοκίες που το προηγούμενο διάστημα είχαν καλλιεργήσει, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μείωση των έμμεσων φόρων στα τρόφιμα.
Για παράδειγμα, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας βγήκε και μίλησε υπέρ «της ανάγκης για συνετή δημοσιονομική πολιτική με στόχο τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού της χώρας», ο Αλέξης Πατέλης έβαλε οριστικό τέλος στη συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ στΑ τρόφιμα, ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας ανήγγειλε ακόμη πιο μειωμένες κρατικές επιδοτήσεις στο ρεύμα για τα νοικοκυριά για τον Φεβρουάριο, ενώ από το υπουργείο Οικονομικών άρχισαν να διαρρέουν πληροφορίες ότι για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στα τρόφιμα θα προκριθεί ως λύση η παροχή ενός voucher 100 ευρώ μόνο στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια.
2022-23: Δύο χρόνια λιτότητας
Απέναντι στο ενδεχόμενο να διακινδυνεύσει η χώρα νέες περιπέτειες στις αγορές ομολόγων, η επιταγή για δημοσιονομικό συμμάζεμα προκρίθηκε ως μονόδρομος. Αλλωστε το 2022 είναι το πρώτο από τα δύο διαδοχικά χρόνια λιτότητας που με βάση το μεσοπρόθεσμο έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση για να μαζέψει τα ελλείμματα μετά τη μεγάλη δημοσιονομική χαλάρωση της πανδημίας. Το 2022 θα πρέπει να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα σε 1% του ΑΕΠ από 7% ή 11 δισ. ευρώ το 2021, ενώ το 2023 θα πρέπει να βγάλει πρωτογενές πλεόνασμα 2%.
Αυτήν τη «στροφή στη λιτότητα» την αισθάνονται –και θα συνεχίσουν να την αισθάνονται τους επόμενους μήνες– τα νοικοκυριά ως έλλειψη στήριξης απέναντι στην ακρίβεια καθώς με τους ίδιους μισθούς θα πρέπει να πληρώνουν ακριβότερα τα τρόφιμα και τα άλλα είδη βασικής κατανάλωσης, τη βενζίνη στα 2 ευρώ και το ρεύμα σε τετραπλάσιες τιμές, γιατί το οικονομικό επιτελείο ούτε θέλει ούτε μπορεί –ούτε οι δανειστές το αποδέχονται– να βάλει τα τρόφιμα στον χαμηλό ΦΠΑ ή να μειώσει τους δυσθεώρητους φόρους στα καύσιμα, που μας
Το οικονομικό επιτελείο ούτε θέλει ούτε μπορεί να βάλει τα τρόφιμα στον χαμηλό ΦΠΑ ή να μειώσει τους δυσθεώρητους φόρους στα καύσιμα όπως κάνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες
έμειναν κληρονομιά από την εποχή των μνημονίων, όπως μπορούν και κάνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και δεν μπορεί επειδή όλοι αυτοί οι έμμεσοι φόροι αποτελούν βέβαια έσοδα που θα λείψουν από τον προϋπολογισμό αλλά και επειδή η κυβέρνηση επέλεξε να εξαντλήσει όσο δημοσιονομικό χώρο διέθετε με ελαφρύνσεις σε φόρους και εισφορές, κυρίως επ’ ωφελεία των ταξικών της συμμάχων με τα μεγαλομεσαία εισοδήματα.
Ενδεχομένως μάλιστα η ανακούφιση που προσδοκούν οι χαμηλόμισθοι και ειδικά οι 600.000 εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, που κατά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είχαν απώλεια αγοραστικής δύναμης 10,4% λόγω του πληθωρισμού, να μην έρθει ούτε από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5-6% που υπόσχονται τα κυβερνητικά στελέχη, αφού στην έκθεση της Κομισιόν με τις χειμερινές προβλέψεις της που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη τονίστηκε με έμφαση ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού, με τρόπο που έδειξε ότι οι Βρυξέλλες θα ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση να κρατήσει την εξαγγελθείσα για τον Μάιο αύξηση του κατώτατου μισθού σε χαμηλά επίπεδα για να μην τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό.
Βεβαίως, αυτό που αποκλείεται επί του παρόντος –ως τις εκλογές του φθινοπώρου– είναι η ανακοίνωση νέων μέτρων λιτότητας. Προς τα τέλη του 2022 όμως –επειδή ο υψηλός πληθωρισμός θα υπονομεύσει την ανάπτυξη (την οποία επί του παρόντος η Κομισιόν την τοποθετεί στο 4,8%) και θα αποδειχτεί δύσκολο αν όχι απίθανο να περιοριστεί το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ ή κατά 7 δισ. ευρώ περίπου μόνο με τη μείωση των δαπανών της πανδημίας (έχουμε και τις υψηλές πληρωμές για τα εξοπλιστικά!) ή με την αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω ανάπτυξης– πιθανόν να έρθουν και τα μέτρα λιτότητας.
Η επενδυτική βαθμίδα νέος «εθνικός στόχος» κατά Πατέλη, με φόντο τις κάλπες
Καθώς το «πρέπει να συμμαζευόμαστε» του Χρ. Σταϊκούρα δεν ακούγεται ωραία στα αυτιά μιας κοινωνίας ταλαιπωρημένης από μια υπερδεκαετή οικονομική κρίση, από την περιπέτεια μιας πανδημίας που δεν συνοδεύτηκε από στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας κι από την περαιτέρω διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων λόγω του πληθωρισμού, τις τελευταίες μέρες είδαμε να μπαίνει μπροστά ένας νέος «εθνικός στόχος» που κουμπώνει με την ανάγκη της συγκυρίας –να μη διακινδυνεύσει η Ελλάδα νέες περιπέτειες στην αγορά ομολόγων–, ο οποίος αποκαλείται «επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023». Οχι ότι δεν είναι απαραίτητο τα ελληνικά ομολόγα να πάψουν να είναι junk ώστε να μπορεί η ΕΚΤ να τα αγοράζει και να στηρίζει έτσι την ομαλή πρόσβαση της χώρας στις αγορές και μετά το 2023. Αλλά η «επενδυτική βαθμίδα» ως «εθνικός στόχος» προς εκπλήρωση, έτσι όπως περιγράφηκε μάλιστα διά στόματος του πρωθυπουργικού συμβούλου Αλ. Πατέλη («Επενδυτική βαθμίδα σημαίνει ότι προφανώς ξεκλειδώνουμε και τρισεκατομμύρια από αποταμιευτές και από επενδύσεις παγκοσμίως, οι οποίες σήμερα δεν μπορούν να κατευθυνθούν προς την Ελλάδα γιατί δεν είμαστε ακόμη επενδυτική βαθμίδα. Επενδυτική βαθμίδα, όμως, είναι μία σφραγίδα ότι η Ελλάδα ανήκει στο club των σοβαρών χωρών και ότι τακτοποιεί τα του οίκου της από μόνη της, χωρίς μνημόνια, χωρίς εξωτερική παρέμβαση»), αποτελεί το ισοδύναμο της «εξόδου από τα μνημόνια», που επέτρεπε στη χώρα να ανακτήσει βαθμούς αυτονομίας στη χάραξη της οικονομικής της πολιτικής, τον τετελεσμένο βεβαίως στόχο με με τον οποίο πορεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019. Η επενδυτική βαθμίδα ως «εθνικός στόχος» κουμπώνει με την κατά Πατέλη «δημοσιονομική προσαρμογή» (άλλη λέξη για τη λιτότητα) και τη συνέχιση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και ακούγεται καλά στον δρόμο προς τις κάλπες στο δεξιό και φιλελεύθερο ακροατήριο της ΝΔ.
Τα προαπαιτούμενα της Λαγκάρντ
Καθώς η ΕΚΤ από τον επόμενο μήνα ως το τέλος του 2023 θα μπορεί να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, έστω και περιορισμένα, αλλά αργότερα όχι αν δεν πάρουν την επενδυτική βαθμίδα, μόλις άρχισαν οι αναταράξεις στις ευρωπαϊκές αγορές το πρακτορείο Bloomberg ρώτησε τον Μάρτιν Μπάιστερμπος, επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να πάρει την επενδυτική βαθμίδα.
Εκείνος, με τρόπο αναμενόμενο, εξήρε το «μεταρρυθμιστικό έργο» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είπε ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν και αναγνώρισε ότι οι τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων τους από το υψηλό των 107 δισ. ευρώ του 2016 σε 21 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο 2021, αλλά τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει πολύ να αντιμετωπίσει μερικές μείζονες εκκρεμότητες και πρέπει να ανοίξει ρυθμό, μεταξύ των οποίων ξεχωρίσαμε ως πιο επώδυνες κοινωνικά και εθνικά τη λεγόμενη «εξυγίανση» των «κόκκινων» δανείων που έχουν καταλήξει στους servicers και την πληρωμή των δημόσιων εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής».
Η επιτάχυνση της «εξυγίανσης» των «κόκκινων» δανείων που συνέστησε ο επικεφαλής της αποστολής της ΕΚΤ στην Ελλάδα αφορά ως ζητούμενο την επιτάχυνση και μαζικοποίηση των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών από τους servicers που έχουν αγοράσει τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Ως εκ της εταιρικής τους λογικής, οι servicers δεν ευνοούν τις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις δανείων ούτε όμως δίνουν μεγάλα «κουρέματα» σε όσους έχουν περιουσιακά στοιχεία που αν βγουν σε πλειστηριασμό μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος του χρέους τους. «Επιταχύνετε την εξυγίανση των “κόκκινων” δανείων» σημαίνει λοιπόν «οδηγήστε περισσότερο κόσμο στην πτώχευση, αυξήστε την επιβολή αναγκαστικών μέτρων και τους πλειστηριασμούς» – που κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχαν παγώσει, αλλά από τον περασμένο Μάρτιο επιτρέπονται. Με δεδομένο ότι τα πρώτα μεγάλα προγράμματα πλειστηριασμών δημοσιεύτηκαν τον Σεπτέμβριο, οι πλειστηριασμοί θα αποκτήσουν μαζικότερο χαρακτήρα από τον Μάιο κι όσο περνά ο καιρός θα πυκνώνουν. Να τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα, κατά ΕΚΤ, για να πάρει την επενδυτική βαθμίδα.
Η επιτάχυνση της πληρωμής των κρατικών εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής», από την άλλη μεριά, συναρτάται επίσης με την επιτάχυνση των πλειστηριασμών, στον βαθμό που το σχέδιο «Ηρακλής» υπήρξε εξαρχής δομικά εξαρτημένο από τους μαζικούς πλειστηριασμούς, αλλά καθώς αυτοί πάγωσαν λόγω της πανδημίας τα business plans των servicers κατέληξαν να παρουσιάσουν υστέρηση και η κυβέρνηση τούς έδωσε περισσότερο χρόνο. Το πρόβλημα είναι ότι κατά τη Eurostat οι δημόσιες εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής» ύψους 24 δισ. ευρώ είτε πρέπει να πληρωθούν άμεσα από τους servicers, που θα βγάλουν έσοδα μέσω της επιτάχυνσης των πλειστηριασμών, είτε να εγγραφούν στο δημόσιο χρέος, που φτάνει ήδη το 200% του ΑΕΠ, αυξάνοντάς το περαιτέρω, ενδεχόμενο που το υπουργείο Οικονομικών θέλει πάση θυσία να αποφύγει.