Σ’ αυτούς τους 20 μήνες διακυβέρνησης Μητσοτάκη, και ιδίως κατά τον τελευταίο χρόνο της πανδημίας, ξεδιπλώθηκαν στην πολιτική ζωή της χώρας παθογένειες μιας άλλης, σκοτεινής εποχής. Οπως φαίνεται, όμως, η ελληνική κοινωνία αρνείται να επιστρέψει σε εποχές όπου οι άνθρωποι έτρωγαν ξύλο από την αστυνομία και συλλαμβάνονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Επίσης, η ελληνική κοινωνία αρνείται να ξαναγυρίσει σε εποχές που οι άνθρωποι αρρώσταιναν και πέθαιναν επειδή δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν για ιδιωτικά νοσοκομεία. Δυστυχώς, σ’ αυτές τις εποχές μάς γυρίζει το καθεστώς Μητσοτάκη.
Η διαχείριση της πανδημίας ήταν εξαρχής δύσκολο έργο. Γι’ αυτό και με το ξέσπασμα της πανδημίας η αντιπολίτευση, οι πολιτικές δυνάμεις όπως και η κοινωνία επέδειξαν συναίνεση στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Εμπιστεύτηκαν τα πρόσωπα που ανέλαβαν να διαχειριστούν την κρίση. Το κλίμα συναίνεσης επικράτησε για μήνες, παρόλο που τα μηνύματα δεν ήταν αισιόδοξα, αφού το «επιτελικό κράτος» Μητσοτάκη έδειξε από νωρίς πώς αντιλαμβανόταν την έννοια της κυβερνητικής ευθύνης. Πολύ σύντομα η κυβέρνηση έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο. Το χειροκρότημα έγινε υψωμένο δάχτυλο και πολύ γρήγορα υψωμένο κλομπ.
Η κυβέρνηση υπέπεσε σε μια μεγάλη ύβρη. Εκμεταλλεύτηκε την υπεύθυνη στάση της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου για να προωθήσει αντιλαϊκά και αντικοινωνικά νομοθετήματα. Σπατάλησε πολύτιμο χρόνο για να διαχειριστεί σενάρια εκλογών και να εξαπολύσει μια εκστρατεία υπερπροβολής του πρωθυπουργού. Το κρίσιμο καλοκαίρι του 2020, όταν όλοι καλούσαν τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του να προετοιμαστούν για τον χειμώνα ενόψει ενός δεύτερου πανδημικού κύματος που όλοι περίμεναν, η κυβέρνηση μαζί με τη στρατιά των συμβούλων της ασχολιόταν μονάχα με τα του οίκου της, δηλαδή τα καλά και συμφέροντα του πελατειακού της δικτύου. Ο πρωθυπουργός έδωσε τη μάχη της πανδημίας μέσα από προσωπικές φωτογραφίες. Φωτογράφησε και φωτογραφήθηκε όσο κανείς.
Τα έγκλημα της Θεσσαλονίκης θα μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη των ανθρώπων της. Νομίζαμε τότε ότι οι συνέπειες του δεύτερου κύματος της πανδημίας θα νουθετούσαν τα κυβερνητικά στελέχη, ώστε να μην επαναλάβουν ξανά τα εγκληματικά λάθη ενός ολόκληρου εξαμήνου· ώστε να μη χάσουν άλλον χρόνο κι έστω την ύστατη ώρα να αλλάξουν τακτική: να προσλάβουν μόνιμο υγειονομικό προσωπικό, να επιτάξουν ιδιωτικές κλινικές για ασθενείς με κορονοϊό, να ενισχύσουν την πρωτοβάθμια υγεία, να προφυλάξουν ευπαθείς ομάδες, να υλοποιήσουν ένα συνολικό σχέδιο μαζικών τεστ και ιχνηλάτησης κρουσμάτων, να επικοινωνήσουν με ουσιαστικό και σοβαρό τρόπο την ανάγκη συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων, να αποσυμφορήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να προωθήσουν τις δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους.
Αντ’ αυτών, η κυβέρνηση επέλεξε να κρύβεται πίσω από μια επιτροπή ειδικών, την οποία απαξίωσε μετατρέποντάς τη σε επικυρωτικό μηχανισμό. Και επέλεξε να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο εξαπολύοντας μια συντεταγμένη επιχείρηση καταστολής κατά εργαζομένων, νέων και όλων όσοι αντιδρούσαν πλέον σθεναρά στην αδιέξοδη κυβερνητική πολιτική.
Οσο αποτυγχάνει η κυβέρνηση σε όλα τα μέτωπα τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε μηχανισμό παραγωγής διαφθοράς και καταστολής. Κάθε βδομάδα πλέον ξεσπά κι ένα σκάνδαλο. Κάθε βδομάδα οι πολίτες γίνονται μάρτυρες του δραματικού τρίτου κύματος, ενώ μένουν έκπληκτοι από το μέγεθος της κυβερνητικής αβελτηρίας. Χτες ήταν οι υπερμεγέθεις μάσκες, σήμερα τα self tests, οι απολύσεις γιατρών του ΕΣΥ την ώρα που επιτάσσονται ιδιώτες γιατροί, η μεταφορά ασθενών και κλινών από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, τα έξυπνα μέτρα και οι βαλβίδες αποσυμπίεσης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει χάσει κάθε σοβαρότητα και αξιοπιστία. Εχει τεσταριστεί. Και αυτό το τεστ είναι πολύ αξιόπιστο, γιατί δεν το έχει κάνει η ίδια μόνη της, αλλά η κοινωνία.
Η Δώρα Αυγέρη είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Β΄ Θεσσαλονίκης και αν. τομεάρχης υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ