Την περασμένη εβδομάδα η εικόνα στην ελληνική ενεργειακή αγορά μεταβλήθηκε άρδην συγκριτικά με τα ειωθότα του ελληνικού πρωταθλητισμού στο πιο ακριβό ρεύμα πανευρωπαϊκά και για πρώτη φορά ύστερα από ενάμιση χρόνο η ελληνική χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος έπεσε κατακόρυφα.
Συγκεκριμένα, με διαδοχικές πτώσεις της τάξης του 65% μέσα σε δύο μέρες, την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου η ελληνική χονδρεμπορική τιμή βρέθηκε στα 58,4 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αισθητά χαμηλότερα από τις τιμές άλλων ευρωπαϊκών χωρών – γεγονός που η κυβέρνηση έσπευσε να διαφημίσει. Παράλληλα, σε κατακόρυφη πτώση βρίσκεται από εβδομάδες η τιμή του φυσικού αερίου ως τη ζώνη των 60-70 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Τέλος, παρά τις επίμονες προτροπές του Eurogroup για τερματισμό των οριζόντιων επιδοτήσεων στο ρεύμα και αντικατάστασή τους με ένα μοντέλο στοχευμένων επιδοτήσεων στα ευάλωτα νοικοκυριά, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας απέκλεισε κάθε αλλαγή στο τρέχον μοντέλο επιδοτήσεων, ενώ ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας υποστήριξε ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει τις επιδοτήσεις μέχρι να πέσουν οι τιμές λιανικής στα 15-16 λεπτά η κιλοβατώρα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι η ενεργειακή κρίση τελείωσε; Πως η πτώση των τιμών ήρθε για να μείνει και ότι οι επιδοτήσεις θα παραμείνουν πράγματι σε ισχύ μέχρι να πέσουν οι τιμές τόσο χαμηλά;
Η απάντηση είναι όχι. Η πτώση των τιμών έχει συγκυριακό χαρακτήρα και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη διάρκειά της. Αντίθετα, με βάση τις προβλέψεις του αναθεωρημένου Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού για το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που ανακοινώθηκαν
από τον Κ. Σκρέκα την περασμένη εβδομάδα, είναι βέβαιο και εγγυημένο πως το πρόβλημα των υψηλών τιμών στο ρεύμα θα παραμείνει για την Ελλάδα τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, επειδή το νέο ΕΣΕΚ αυξάνει την εξάρτηση της εθνικής ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο.
Γιατί έπεσαν οι τιμές
Είναι γεγονός ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατρακύλησαν έπειτα από 18 μήνες σε σχετικά ανεκτά επίπεδα επειδή οι χώρες του μπλοκ είχαν γεμίσει κατά 90% τις αποθήκες φυσικού αερίου τους ως τον Οκτώβριο και μέχρι πριν από λίγες μέρες βοηθούσε πολύ ο καιρός. Από την περασμένη Τρίτη όμως που άρχισαν τα κρύα η τάση αυτή αντιστράφηκε και οι τιμές του φυσικού αερίου πήραν ξανά την ανηφόρα. Οι διεθνείς αναλυτές προβλέπουν υψηλές τιμές φυσικού αερίου ως το 2025 –επειδή τότε θα κατορθώσει να αυξήσει το Κατάρ την παραγωγή LNG και θα υποχωρήσει το παγκόσμιο έλλειμμα LNG– και ότι η επόμενη μεγάλη κερδοσκοπική επίθεση στις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου θα έρθει την άνοιξη, επειδή ως τότε θα έχουν αδειάσει οι αποθήκες.
Η πτώση της ελληνικής χονδρεμπορικής τιμής στα 58 και τα 70 ευρώ, για λίγες μέρες πάλι, είχε να κάνει με τον καιρό, τους ισχυρούς ανέμους και την ηλιοφάνεια. Το πρόβλημα όμως με τις ΑΠΕ είναι πως όσες κι αν έχεις, αποδίδουν μόνο αν βοηθάει ο καιρός. Τα αιολικά δεν δουλεύουν χωρίς αέρα και τα Φ/Β δεν αποδίδουν χωρίς ήλιο, σε συνθήκες παγετού ή καύσωνα.
Λάθος σχεδιασμός
Ετσι καταλήγουμε στον ρόλο του μη συγκυριακού νέου Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα (του σχεδίου δηλαδή που αποτελεί τον εθνικό μας προγραμματισμό σχετικά με τις πηγές ενέργειας που θα χρησιμοποιούμε για την ηλεκτροπαραγωγή ως το 2050), το οποίο αναθεωρήθηκε μέσα στο 2022 στην Ελλάδα όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ύστερα από εντολή της Κομισιόν.
Γύρω από αυτή την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ επί ένα χρόνο λάμβανε χώρα μια σοβαρή διαμάχη ανάμεσα στον καθηγητή Ενεργειακού Σχεδιασμού του ΕΜΠ Παντελή Κάπρο –ο οποίος επέμενε στη μείωση της χρήσης του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή προς όφελος του λιγνίτη τουλάχιστον ως το 2030, με την ελπίδα ότι ως τότε θα έχουν αναπτυχθεί επαρκώς οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, βιοκαυσίμων και πράσινου υδρογόνου– και κορυφαία στελέχη του ΥΠΕΝ που ήταν 100% αντίθετα στον λιγνίτη και υποστήριζαν ότι η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει αποκλειστικά στο φυσικό αέριο, με τη λογική ότι μπορεί να καταστεί περιφερειακός κόμβος μεταφοράς και αποθήκευσης φυσικού αερίου.
Το νέο ΕΣΕΚ που παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη ο Κ. Σκρέκας περιλαμβάνει λοιπόν φιλόδοξους στόχους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ ως το 2030, ώστε να συμμετέχουν περισσότερο στην ηλεκτροπαραγωγή και να συμβάλουν στη μείωση των τιμών (όσο το επιτρέπει ο καιρός), προωθεί όμως παράλληλα και την κατά 40% αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο ως το 2030, με μείωση του εγχώριου φτηνότερου λιγνίτη. Τη μάχη μεταξύ Κάπρου και στελεχών του ΥΠΕΝ, λιγνίτη και φυσικού αερίου, κέρδισε λοιπόν το φυσικό αέριο.
Αυτή την ενίσχυση της εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας από το φυσικό αέριο –το οποίο για τα επόμενα δύο χρόνια θα παραμείνει ακριβό– επιβεβαίωσε ξανά η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία εγγυάται ότι το πρόβλημα της ακρίβειας στο ρεύμα θα συνεχίσει να κατατρέχει τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Οσο για τις οριζόντιες επιδοτήσεις στο ρεύμα, ασφαλώς κάποια στιγμή θα καταργηθούν – το Eurogroup επανέρχεται εμφατικά στη συγκεκριμένη οδηγία σε κάθε συνεδρίασή του. Δεν μπορεί να το επιβάλει σε μια κυβέρνηση που τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους της προεκλογικά, άρα οι αλλαγές στο μοντέλο των κρατικών επιδοτήσεων θα γίνουν μετά τις εκλογές.