Υπάρχουν δυο κατηγορίες δημοσιογράφων. Όσοι ασκούν δημοσιογραφία, αναζητώντας πληροφορίες που οδηγούν στην αλήθεια και όσοι απλώς αναπαράγουν την «πληροφόρηση» που διακινούν τα συστήματα εξουσίας στην πολιτική και την οικονομία.
Ο Γιάννης Κανελλάκης, από τους τελευταίους Μοϊκανούς του επαγγέλματος, πρόσθεσε και τρίτη: «τους δικούς μας».
«Αναγνώστες, τηλεθεατές, ακροατές εκπαιδευμένοι να πιστεύουν στην μια και μοναδική αλήθεια, διαμαρτύρονται έντονα, συχνά χυδαία, όταν δημοσιογράφοι τους οποίους θεωρούν δικούς τους και δεδομένους κάποιες φορές εκφράζουν μια διαφορετική αλήθεια».
Αυτό που συμβαίνει με τους δημοσιογράφους συμβαίνει και με τα ΜΜΕ. Και στον διαχωρισμό «οι δικοί μας» και οι «εχθροί μας», η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι απόλυτη- και ασκεί την αντίστοιχη πολιτική. Οι ημέτεροι επιβραβεύονται -με δημόσιο χρήμα- και οι απέναντι καταδιώκονται- δια του κράτους.
Αν μιλάμε για εφημερίδες στη δεύτερη κατηγορία δεν είναι πολλοί: η “Δημοκρατία”, του Γιάννη Φιλιππάκη, η αυτοδιαχεριζόμενη «Εφημερίδα των Συντακτών> και το “Documento” του Κώστα Βαξεβάνη. Δεν είναι απλώς αντιπολιτευόμενες, αλλά και οι καλύτερες εφημερίδες στη χώρα, αν μιλάμε για ρεπορτάζ και κριτική στην εξουσία.
Στην εφημερίδα του Βαξεβάνη και τον ίδιο προσωπικά έχει ξεσπάσει πολλές φορές η κυβερνητική οργή για όσα αποκαλύπτει για τον Νεομητσοτακισμό- που δεν μπορεί να τα αντικρούσει. Ούτε καν στα δικαστήρια δεν στέκονται. Οπότε επιστρατεύεται, ως εντολοδόχος, ο κρατικός μηχανισμός εναντίον του.
Αυτή τη φορά η επιχείρηση εξόντωσης είναι φορολογική, με ένα υπερπρόστιμο, για οποίο δεν υπάρχει καμία βάση και καμία νομιμοποίηση. Ο εκδότης δεν καταγγέλλει μόνο την Εφορία που το επέβαλε διαταγμένα, αλλά και σκοτεινά κυκλώματα με αναφορά στο μέγαρο Μαξίμου.
Είναι μια πρακτική όχι και τόσο ξένη στη σημερινή κυβέρνηση, αν λάβουμε υπόψη το όργιο των υποκλοπών.
Εν προκειμένω με αφορμή μια ανώνυμη επιστολή- παλιό το κόλπο-στήθηκε μια επιχείρηση εξόντωσης του Βαξεβάνη και της εφημερίδας του, με χονδροειδείς μεθόδους
Καταφεύγοντας στα περιορισμένα διαφημιστικά έσοδα της εφημερίδας -μετά τον κυβερνητικό αποκλεισμό της από τη κανονική χρηματοδότηση- χρησιμοποιούν τις υψηλές εκπτώσεις που πρόσφερε, για προσέλκυση διαφήμισης, και ισχυρίζονται ότι αυτό είναι τεκμήριο ενίσχυσή της με μαύρο χρήμα!
Στην πραγματικότητα βγάζουν τα μάτια τους μόνοι τους- όπως συμβαίνει συχνά με αυτούς τους μηχανισμούς. Γιατί αυτοί που το…διακινούν – κατά τον ισχυρισμό της φορολογικά αρχής – είναι οργανισμοί που δεν θα μπορούσαν να δώσουν χρήματα κάτω από το τραπέζι, ειδικά στο Documento: Τράπεζα της Ελλάδος, ΟΤΕ, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, ΕΣΠΑ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ και μεγάλες εταιρίες που διαφημίζονται σε ολόκληρο τον Τύπο.
Η κατηγορία -αφορμή για το εξοντωτικό πρόστιμο τον 435. 000- ευρώ είναι φαιδρή. Σα να λέει ότι όσες φορές η Aegean δίνει μισοτιμής τα εισιτήρια, υπάρχει διακίνηση μαύρου χρήματος ανάμεσα στην ίδια και τους επιβάτες της και πρέπει να τους επιβληθούν πρόστιμα.
Προκειμένου να πληγεί, με το κατασκευασμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόστιμο το Documento- ήτοι ο εκδότης και οι εργαζόμενοι-, συνδέουν αυτούς τους διαφημιζόμενους με ποινικά αδικήματα, αφού τους καταλογίζουν ότι διακινούν μαύρο χρήμα.
Αν ισχύει για τον Βαξεβάνη ισχύει και για τις διοικήσεις τους, και τα διαφημιστικά τους τμήματα, ή τους ενδιάμεσους που διαχειρίζονται τα διαφημιστικά τους προγράμματα. Και βεβαίως ισχύει και για όλα τα ΜΜΕ που προσφέρουν εκπτώσεις στους διαφημιζόμενους. Γιατί μόνο στο Documento η επιδρομή για έλεγχο;
Είναι προφανές ότι πρόκειται για στοχοποίηση -ή καλύτερα: φαιά αναβάθμιση της στοχοποίησης– από τον κυβερνητικό μηχανισμό, για να φιμωθεί η εφημερίδα.
Με τη μέθοδο των φορολογικών ελέγχων έχουν αντιμετωπισθεί επίσης η «Δημοκρατία» και η «Εφ. Συν». Αλλά στην περίπτωση του Documento- μαζί και του documentonews. gr και του «Κουτιού της Πανδώρας» – η μεθόδευση είναι εξόφθαλμη, καταχρηστική, αλλά και επικίνδυνη για τη δημοσιογραφία και την έννομη τάξη σε μια δημοκρατική χώρα.
Η προσφυγή από το κράτος – με κυβερνητική υπόδειξη- σε μεθόδους παρακράτους- παραπέμπει σε εποχές που έχουν ξεπεραστεί, υποτίθεται. Η κατασκευή εξοντωτικών προστίμων, είναι μέθοδος αντίστοιχη με τις πρακτικές SLAPP, κατά των οποίων έχει νομοθετήσει η Ευρωπαϊκη Ένωση και οφείλει να μεταφέρει στη νομοθεσία της και η Ελλάδα.
Πρόκειται για νομικό «μπούλινγκ» από ισχυρούς του χρήματος και της εξουσίας για την εξόντωση της ενοχλητικής δημοσιογραφίας. Αβάσιμες αγωγές και μηνύσεις από κρατικούς φορείς, και ισχυρούς παράγοντες κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ – αλλά και ακτιβιστών, ή όσων ασκούν κριτική- έχουν πλέον ποινικοποιηθεί από το ευρωπαϊκό νομικό σύστημα, ως υπερασπιστή της ερευνητικής δημοσιογραφικής και της προστασίας των δημοσιογράφων.
Κατά την υπερψήφιση της Οδηγίας της Κομισιόν από το Ευρωκοινοβούλιο, υπογραμμίσθηκε ότι η αντί-SLAPP ευρωπαϊκη νομοθεσία θεσπίζεται για προστασία όσων αντιμετωπίζουν εξοντωτικές ποινές από «ανεξέλεγκτες κυβερνήσεις, ή αδίστακτα οικονομικά συμφέροντα». Μεταξύ των άλλων, προβλέπονται αποζημιώσεις των θυμάτων-ακόμη και για υποθέσεις σε εκκρεμότητα κατά το χρόνο εφαρμογής της Οδηγίας.
Ο Κώστας Βαξεβάνης κατήγγειλε «κυκλώματα που τα πλοκάμια τους φτάνουν ως τα υπόγεια του μεγάρου Μαξίμου» και κατονομάζει συγκεκριμένα πρόσωπα στην ΑΑΔΕ που εμπλέκονται στην άνομη και εκδικητική δίωξή του.
Αν συνδυαστεί η καταγγελία και με προηγούμενες αποκαλύψεις της εφημερίδας του -με ονόματα και διευθύνσεις- για τη λειτουργία «εγκληματικής οργάνωσης» μέσα στην ανώτατη φορολογική αρχή, που αναλαμβάνει πλην της καταδίωξης των μη αρεστών ΜΜΕ και την εκκαθάριση μεγάλων φορολογικών υποθέσεων, η εισαγγελική παρέμβαση είναι αυτονόητη, για την προστασία της κοινωνίας.
Εννοείται ότι δεν θα ξαναδούμε το φαινόμενο των εισαγγελέων που στρέφονται κατά του καταγγέλλοντος, -ή ακόμη κατά των εισαγγελέων που ερευνούν καταγγελίες. Η νέα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν έχει λόγο να ταυτιστεί με τις πρακτικές του προκάτοχου της.
Πηγή: ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ