Η αποστασιοποίηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από την Κυπριακή Δημοκρατία και τον ελληνισμό της Κύπρου αποδυναμώνει την Ελλάδα και βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα. Τα εξήντα χρόνια ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας εξηγούν το γιατί.
Παρέλκει η απαρίθμηση των πολλών στοιχείων που συνηγορούν στο ότι, δυστυχώς, για μια ακόμα φορά «η Κύπρος κείται μακράν». Αρκούν τα δύο πιο πρόσφατα: πρώτον, στο τελευταίο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων η Κύπρος έμεινε μόνη, διεκδικώντας τη σύνδεση των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας με εκείνες για την Τουρκία, που είχαν συμφωνηθεί στην αμέσως προηγούμενη άτυπη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών στο τέλος Αυγούστου.
Προφανώς δεν θα έπρεπε να είχαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Διότι η απόφαση για τη Λευκορωσία ελήφθη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Αύγουστο του 2020. Ενώ ο δρόμος για τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας είχε ανοίξει με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιούνιο του 2019. Οταν για την τότε κυβέρνηση Τσίπρα η Κύπρος «δεν εκείτο μακράν».
Δεύτερο στοιχείο είναι το πρωτοφανές: Ελληνας πρωθυπουργός μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να μην αναφέρεται στο κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία. Να μην υπενθυμίζει την ανάγκη για δίκαιη και βιώσιμη λύση του χωρίς ξένα στρατεύματα και εγγυήτριες δυνάμεις, στο πλαίσιο των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του οργανισμού στον οποίον απευθυνόταν.
Η καινοφανής διαφοροποίηση των αναθεωρητικών παρανομιών της Τουρκίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο συνιστά επικίνδυνη διολίσθηση που διευκολύνει τον Ερντογάν. Είναι επιτυχία της πολιτικής του. Γιατί του δίνει τη δυνατότητα να αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις του και προς τις δύο πλευρές και ταυτόχρονα να απομονώνει τον πιο αδύναμο κρίκο, την ημικατεχόμενη Κύπρο.
Του δίνει τη δυνατότητα να αποσύρει προσωρινά το «Ορούτς Ρέις» για να αποφύγει τις άμεσες ευρωπαϊκές κυρώσεις, με τη στήριξη της γερμανικής προεδρίας και τη συνδρομή της ελληνικής κυβέρνησης. Επιμένοντας παράλληλα ότι στοιχείο του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, είτε πλήρης επί του εδάφους είτε εν μέρει αεροναυτική. Και την ίδια στιγμή διατηρεί το γεωτρύπανο «Γιαβούζ» εντός της κυπριακής ΑΟΖ ατιμωρητί. Επισείοντας την απειλή του παράνομου ανοίγματος υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση και εποικισμού της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, ενδεχομένως ως πρόσθετο διαπραγματευτικό όπλο στην επιδίωξη της Τουρκίας για κατανομή των μελλοντικών εσόδων από τους υδρογονάνθρακες ανάμεσα στις δύο κοινότητες
Η ρωγμή με την Κύπρο δεν πρέπει να γίνει ρήγμα πριν από τη λύση του κυπριακού. Κατά τη διατύπωση Ερντογάν: «ως συνιδρυτές της εκλιπούσας Κυπριακής Δημοκρατίας και συνιδιοκτήτες του νησιού».
Εύλογα, συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: μπορεί να είναι η Κύπρος τρίτη χώρα για την Ελλάδα;
Η ρωγμή με την Κύπρο δεν πρέπει να γίνει ρήγμα. Ιδιαίτερα ενόψει της ανακοινωθείσας κρίσιμης πενταμερούς διάσκεψης για το κυπριακό μετά τις «προεδρικές εκλογές» της 11ης Οκτωβρίου στα κατεχόμενα. Γιατί πρέπει να είναι ομόθυμη η απόρριψη του όρου της Τουρκίας να ξαναρίξουμε στη νέα ομόσπονδη οντότητα τον σπόρο της διάλυσης που φύτεψαν στην Κυπριακή Δημοκρατία οι ιδρυτικές συμφωνίες Ζυρίχης –Λονδίνου. Δηλαδή το δικαίωμα του βέτο για τους Τουρκοκύπριους στην κεντρική κυβέρνηση («θετική ψήφος» εφ’ όλης της ύλης, ερμηνεύοντας αυθαίρετα – και στην πράξη ακυρώνοντας– την αρχή της πολιτικής ισότητας). Ενα δικαίωμα που αποσκοπεί στο να καταστεί η νέα αυτή οντότητα μεταβατική και σε μεταγενέστερο στάδιο να επέλθει η οριστική διχοτόμηση του νησιού με δύο ισότιμα κράτη.
Ο Παναγιώτης Παυλόπουλος είναι τέως γενικός γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ΥΠΕΞ