Με όχημα τον ελιτισμό μιας δήθεν «αριστείας» από τη μια και τη σχολική διαρροή, από την άλλη, κινείται ολοταχώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη προς το σχολείο –εξεταστικό κέντρο της ακραίας εντατικοποίησης.
Σε οδοστρωτήρα μετατρέπεται το υπουργείο Παιδείας για τους πιτσιρικάδες και τις πιτσιρίκες, μαθητές και μαθήτριες γυμνασίου, που δεν τα έχουν καταφέρει κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις. Λες και εξαπολύεται μια συντονισμένη επίθεση στους μαθητές με χαμηλή επίδοση στα μαθήματα. Τους “κόβουν” τελείως τα “φτερά, από νωρίς (ηλικιακά), οδηγώντας τους στην έξοδο, μακρυά ακόμα κι από την υποχρεωτική εκπαίδευση που περιλαμβάνει και τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου.
Οχι μόνο γίνεται πιο δύσκολη η προαγωγή από τάξη σε τάξη στο Γυμνάσιο, με τη βάση του 10 (πριν ήταν κάτω του 9,5), και με Γενικό Μέσο Όρο βαθμών ετήσιας επίδοσης τουλάχιστον δεκατρία, αλλά “κόβονται” κιόλας με συνοπτικές διαδικασίες. Οσοι έχουν βαθμολογηθεί κάτω από 10 σε τέσσερα μαθήματα δεν μπορούν να ενταχθούν καν στους μετεξεταστέους, και μένουν στην ίδια τάξη!
Παράλληλα, η κυβέρνηση καταργεί την υποστηρικτική διδασκαλία για τους μετεξεταστέους μαθητές Γυμνασίου. Αντί να δίνουν εξετάσεις τον Ιούνιο, αφού πρώτα έκαναν μαθήματα στήριξης στο σχολείο, όπως γινόταν από το 2017, τώρα οι μαθητές θα δίνουν τον Σεπτέμβριο για επαναληπτικές προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις. Η χαρά των φροντιστηρίων δηλαδή και για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα η χαρά του …δρόμου, αντί για την αγκαλιά μιας σχολικής τάξης, που οργανωμένα θα μπορούσε να στηρίξει αδύναμους μαθητές.
Καταχωνιασμένο το ζήτημα αυτό στη δημόσια σφαίρα. Το επεσήμαναν όμως εκπαιδευτικοί, κατά τη διαβούλευση του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, το οποίο προβλέπει όλα αυτά (άρθρο 4) , για να αναβαθμιστούν (!) οι γυμνασιακές σπουδές, όπως διακηρύσσουν στην αιτιολογική έκθεση οι εμπνευστές του. Άλλωστε, η εκπαιδευτική κοινότητα γνωρίζει ότι οι μετεξεταστέοι μαθητές και η οικογένειά τους, συνήθως ανήκουν σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες… Η λογική των αποδιοπομπαίων για τους μετεξεταστέους (μια παραλλαγή της, θα εφαρμοστεί άμεσα, όπως όρισε πρόσφατη υπουργική απόφαση – ΦΕΚ Β΄Αρ. Φύλ.1765/8.5.2020)) συμβαδίζει με τον ελιτισμό ενός εκπαιδευτικού ανταγωνισμού, που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κατά τα πρότυπα ενός αγοραίου κοινωνικού (και επιχειρηματικού) δαρβινισμού.
Αυτό διαπερνά άμεσα ή έμμεσα όλο το νομοσχέδιο της υπουργού Παιδείας Νίκη Κεραμέως το οποίο προωθείται προς ψήφιση από τη Βουλή.
Το νέο νομοσχέδιο για την εκπαίδευση διασταυρώνει την εντατικοποίηση της μάθησης με τη σχολική αποτυχία .
«Το σχολείο που δημιουργείται, αν ψηφιστεί το νέο νομοσχέδιο, δομείται αποκλειστικά πάνω στη λογική των πολλαπλών εξετάσεων και της εντατικοποιημένης μάθησης, η οποία ειδικά στο γυμνάσιο, όπως διαμορφώνεται, είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ηλικία των παιδιών», επισημαίνει στο Documento, η Μαρία Γεωργαρίου, Γ.Γ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. (Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης) της ΟΛΜΕ και Γ.Γ. Β’ ΕΛΜΕ Πειραιά.
Εξηγεί ότι στο γυμνάσιο αυξάνονται τα εξεταζόμενα μαθήματα (από τέσσερα γίνονται επτά, συν δύο ακόμα σε συνεξέταση) και επιπλέον γίνονται πιο αυστηρές οι προϋποθέσεις προαγωγής –απόλυσης. «Αν δηλαδή ένας/μία μαθητής/-τρια έχει κάτω από 10 σε περισσότερα από τέσσερα μαθήματα, πρέπει να επαναλάβει την τάξη. Μάλιστα, καταργείται η ενισχυτική διδασκαλία που πραγματοποιούνταν τον Ιούνιο για τους μετεξεταστέους, προκειμένου να πάνε προετοιμασμένοι για τις εξετάσεις. Τώρα, αυτοί οι μαθητές/-τριες θα εξετάζονται τον Σεπτέμβρη και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια του καθηγητή/-τριάς τους, θα είναι αναγκασμένοι να καταφύγουν στην παραπαιδεία».
Αντίστοιχα, όπως τονίζει η φιλόλογος και Γ.Γ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ., εντατικοποιείται και το λύκειο, κυρίως με την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, η οποία θα αυξήσει τη σχολική διαρροή. Θυμίζει ότι , όταν αυτή εφαρμόστηκε στη χρονιά 2013-2014, οι μετεξεταστέοι εξαπλασιάστηκαν (από 4% σε 24%).
«Αυτή η εμμονή του υπουργείου με τις εξετάσεις δεν έχει καμία παιδαγωγική βάση. Αντίθετα, μειώνει τον διδακτικό χρόνο, ο οποίος είναι πολύτιμος και αυξάνει το στρες των παιδιών και τη σχολική αποτυχία, και μάλιστα σε μια εποχή που οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν βοηθούν την ψυχολογία των παιδιών», σημειώνει η εκπαιδευτικός. Μάλιστα, αναφέρει ότι «είναι πολλά τα παιδιά που δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν αυτούς τους εντατικούς ρυθμούς, όπως τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες και όχι μόνο αυτά. Επιπλέον, είναι σίγουρο ότι οι οικογένειες θα στραφούν ακόμα περισσότερο στα φροντιστήρια και μάλιστα από την ηλικία του γυμνασίου, με τα φτωχότερα στρώματα να μην μπορούν να μην ανταποκριθούν».
Και η Μαρία Γεωργαρίου καταλήγει λέγοντας: «Η κοινωνία κινδυνεύει λόγω του κορονοϊού να μπει σε μια δεύτερη μεγάλη οικονομική κρίση. Είναι ζωτικής σημασίας να κρατήσουμε όλα τα παιδιά στο σχολείο. Οποιαδήποτε πολιτική βάζει φραγμούς στην εκπαίδευση όλων των παιδιών, βρίσκει αντίθετη τη εκπαιδευτική κοινότητα».