Με σκοπό τα κέρδη και όχι τη δημόσια υγεία, το λόμπι του φαρμάκου έβαλε τη σφραγίδα του αποτρέποντας ακόμη και την προσωρινή άρση της πατέντας τους.
Η ανθρωπότητα δοκιμάζεται εδώ και έναν χρόνο από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση. Εντούτοις η παρασκευή εμβολίων από σειρά φαρμακευτικών εταιρειών φάνηκε ότι θα οδηγούσε σε σύντομο τερματισμό της. Εις μάτην! Ο ρυθμός εμβολιασμών παγκοσμίως κινείται μέχρι στιγμής με απελπιστικά αργούς ρυθμούς. Σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών –δόθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο Documento πριν από τη δημοσίευσή της– αυτό οφείλεται στην πεισματική άρνηση της ΕΕ να αναιρέσει έστω προσωρινά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στα εμβόλια.
Εάν για άλλη μία φορά η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν υπέκυπτε στις απαιτήσεις των πολυεθνικών του φαρμάκου, τα εμβόλια θα μπορούσαν να παρασκευαστούν από γενικούς παρασκευαστές και όχι μόνο από τις εταιρείες που τα δημιούργησαν. Γεγονός που θα είχε αποτέλεσμα τη μαζικά ταχύτερη παραγωγή τους. Η ΕΕ όμως, πιστή στη διαχρονική της θέση, συντάσσεται ξανά με τα συμφέροντα των λιγοστών φαρμακευτικών πολυεθνικών, μην επιτρέποντας την άρση των πατεντών –έστω προσωρινά–, προκειμένου να προστατεύσει τα κέρδη τους. Ένα αρρωστημένο παιχνίδι κέρδους και θανάτου που αφήνει τον πλανήτη έρμαιο ακραίων μεθοδεύσεων του λόμπι των φαρμακευτικών πολυεθνικών και της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ.
«Η ΕΕ έχει κηρύξει πόλεμο στα φτηνά φάρμακα»
Μολονότι ο νότος ζητάει όλο και πιο έντονα την άρση των πατεντών έστω για τα εμβόλια και τις θεραπείες για την Covid-19, η ΕΕ, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, επιμένει ότι «αυτό δεν είναι απαραίτητο καθώς οι παγκόσμιοι κανόνες εμπορίου έχουν ήδη ενσωματωμένες “ευελιξίες”». Γεγονός όμως που δεν είναι «απλώς ψευδές, αλλά και βαθιά υποκριτικό. Η ΕΕ έχει κηρύξει “πόλεμο στα φτηνά φάρμακα” για περισσότερο από δύο δεκαετίες και έχει κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να ενδυναμώσει αυτούς τους κανονισμούς για τις πατέντες». Αυτή η προστασία των κερδών των φαρμακευτικών κολοσσών από την ΕΕ όμως «μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες», όπως ήδη διαφαίνεται ότι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αφού ο εμβολιασμός των χωρών της ΕΕ συνεχίζεται με πολύ αργούς ρυθμούς εξαιτίας της ευνοϊκής στάσης της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στις πολυεθνικές.
Αυτού του είδους οι πατέντες – για εμβόλια, φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό– διαχρονικά «αφορούν την προστασία των μονοπωλίων εκ μέρους των ιδιωτικών συμφερόντων». Κάτι τέτοιο όμως, ειδικά σε έκτακτες συνθήκες για τη δημόσια υγεία όπως η τωρινή, όχι απλώς αντιβαίνει σε κάθε έννοια αλληλεγγύης και διαμοιρασμού αλλά «αποτρέπει τη μαζική επέκταση της παραγωγής και δεν επιτρέπει σε άλλους να παράγουν εμβόλια και θεραπείες, είτε είναι εταιρείες είτε δημόσια ιδρύματα. Κι όμως μια μαζική, έκτακτη επέκταση της παραγωγής διεθνώς είναι ακριβώς αυτό που απαιτείται προκειμένου να τελειώσει η πανδημία».
«Χέρι χέρι με τις μεγάλες φαρμακευτικές»
Πλέον η μάχη έχει στραφεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), όπου η Ινδία και η Νότια Αφρική υποστηριζόμενες από περισσότερες από 100 χώρες έχουν προτείνει να παγώσουν προσωρινά τα διεθνή δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε «να ανοίξει ο δρόμος για μαζική παγκόσμια παραγωγή σχετικά με συσχετιζόμενα με την πανδημία εμβόλια και θεραπείες. Αλλά η “παραίτηση” αναμένεται να μπλοκαριστεί την άνοιξη από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και λίγες ακόμη χώρες».
Μπορεί να φαντάζει εξοργιστικό εκ μέρους της ΕΕ να επιλέγει την προάσπιση του κέρδους των πολυεθνικών αντί να αλλάξει παγκοσμίως τη ρότα της πανδημίας, εντούτοις δεν προκαλεί έκπληξη. Άλλωστε «για δύο δεκαετίες η ΕΕ μάχεται χέρι χέρι με τις μεγάλες φαρμακευτικές για εκτεταμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας». Μάχη που συνεχίζεται ακόμη και σε αυτή την πρωτοφανή υγειονομική κρίση.
Η Ινδία και η Νότια Αφρική παλεύουν για την προσωρινή αναστολή των πατεντών, γεγονός που θα καταστήσει τα εμβόλια και τις θεραπείες για την Covid-19 πιο εύκολα διαθέσιμα παγκοσμίως. Έχει «ηθικό, επιδημιολογικό και οικονομικό νόημα». Άλλωστε «αν ο ιός συνεχίσει να αναπαράγεται ανεξέλεγκτα οπουδήποτε στον κόσμο, αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος ανάπτυξης νέων μεταλλάξεων, ενδεχομένως ακόμη και ανθεκτικών στα εμβόλια». Πρόκειται για κάτι αυτονόητο, που θα έπρεπε να προτάσσεται αντί του κέρδους των φαρμακευτικών.
Παρ’ όλα αυτά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «με την υποστήριξη κάποιων κρατών-μελών δεν δίστασε να αποφασίσει ότι “οι παραγωγοί εμβολίων διατηρούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας”», όπως δήλωσε ένας εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισημαίνοντας μάλιστα ότι «αναμένουμε από αυτούς να δεσμευτούν στον στόχο της παγκόσμιας και προσιτής πρόσβασης σε διαγνωστικά, θεραπείες και εμβόλια». Με άλλα λόγια, «η ΕΕ προτείνει στον κόσμο να βασιστεί στην καλή θέληση των φαρμακευτικών στελεχών για να τελειώσει η πανδημία». Παρότι «όλα τα εμβόλια είναι κυρίως χρηματοδοτούμενα από δημόσια κονδύλια από την αρχή της δημιουργίας τους, λίγες εταιρείες ακόμη αφήνονται να αποφασίσουν αν θα επιτρέψουν σε άλλες να τα παραγάγουν κι αυτές».
85 φτωχές χώρες θα περιμένουν το 2023
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δραματική αν συνυπολογιστεί ότι το πρόγραμμα κοινής χρήσης εμβολίων COVAX του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας «δεν θα μπορέσει να παραδώσει πολλά φέτος και περίπου 85 φτωχές χώρες δεν θα έχουν εκτενή πρόσβαση σε εμβόλια μέχρι το 2023, βάσει των υφιστάμενων δεδομένων». Παράλληλα, «βάσει των κανόνων ευρεσιτεχνίας που υφίστανται αποτρέπονται οι γενικοί παρασκευαστές από την παραγωγή εμβολίων, εξαιτίας διεθνών κανόνων κάτω από τη συμφωνία TRIPS του ΠΟΕ και εξαιτίας εθνικών νόμων πολλών χωρών».
Τέτοιου είδους συμφωνίες καταστρατηγούνται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Μαζί με τη βιομηχανία ισχυρίζονται ότι τα φιλανθρωπικά προγράμματα είναι ο δρόμος. Παρ’ όλα αυτά όταν πιέζονται ισχυρίζονται ότι οι υφιστάμενοι κανόνες ήδη επιτρέπουν την παραίτηση από τις πατέντες, στοχεύοντας στην ευκαμψία που ισχύει μέσω της συμφωνίας TRIPS». Οπως άλλωστε δήλωσε και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις: «Αν οι εθελοντικές λύσεις αποτύχουν και η πνευματική ιδιοκτησία γίνει εμπόδιο για την πρόσβαση σε θεραπείες ή εμβόλια, η συμφωνία TRIPS προσφέρει τη δυνατότητα για μαζικές υποχρεωτικές άδειες». Επομένως, «αν μια φαρμακευτική εταιρεία δεν συνεργαστεί, τότε η άδεια μπορεί να εκδοθεί βάσει νόμου και ως εκ τούτου να ανοίξει ο δρόμος για κάποιον άλλον παραγωγό».
Η υποχρεωτική αδειοδότηση είναι το μέσο προκειμένου να παραμερίζονται οι πατέντες, όπως έχει γίνει από το 2001 έως το 2003 για αντιρετροϊκά φάρμακα για τον HIV, όταν ο παγκόσμιος βορράς υποχρεώθηκε να κάνει παραχωρήσεις ώστε να επιτραπεί η γενική παραγωγή προσβάσιμων θεραπειών. Οι τωρινές απαγορεύσεις όμως «είναι περιορισμένες με πολλούς τρόπους. Ενώ αφήνουν χώρο για υποχρεωτική αδειοδότηση σε έκτακτες περιόδους, στην πράξη στέκονται εμπόδιο στο είδος και το εύρος της απαραίτητης τεχνολογικής μεταφοράς». Κι αυτό γιατί «οι παραγωγοί εμβολίων θα χρειαστούν πρόσβαση στην τεχνολογία και την τεχνογνωσία, θα χρειαστούν πληροφόρηση σχετικά με τις διαδικασίες παραγωγής. Αυτό δεν καλύπτεται από τις υφιστάμενες εξαιρέσεις».
Από όταν οι εξαιρέσεις υποχρεωτικών αδειοδοτήσεων ολοκληρώθηκαν από το 2001 έως το 2003, η ΕΕ και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «διεξάγουν μια πολύπλευρη εκστρατεία μείωσης του πεδίου εφαρμογής, χέρι χέρι με τη φαρμακευτική βιομηχανία». Ενας από τους τρόπους μη εφαρμογής των επίμαχων εξαιρέσεων είναι «η πίεση για την εισαγωγή κανόνων στην “αποκλειστικότητα δεδομένων” οι οποίοι θα εμποδίζουν τους περισσότερους αν όχι όλους τους γενικούς παραγωγούς να κάνουν χρήση αυτών των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τη συμφωνία TRIPS».
Πανίσχυρη συνεργασία Κομισιόν – φαρμακευτικών
Η αποκλειστικότητα δεδομένων είναι «σύνολο κανόνων που επιτρέπουν στους κατόχους πατεντών να κρατήσουν κρίσιμα δεδομένα που σχετίζονται με μυστικά για το φάρμακο, για παράδειγμα τα αποτελέσματα μιας κλινικής μελέτης. Αυτό σημαίνει πληροφορίες που δίνονται στις αρχές για τον σκοπό της εμπορικής έγκρισης στην εταιρεία που δημιούργησε το προϊόν σε πρώτη φάση, οι οποίες δεν μπορούν να δοθούν ακολούθως σε έναν γενικό παρασκευαστή». Καθότι όμως «οι γενικοί παρασκευαστές σπανίως έχουν την ικανότητα ακόμη και να διεξαγάγουν αυτά τα τεστ, η αποκλειστικότητα δεδομένων καθιστά μια άδεια αρκούντως άχρηστη. Βάσει της τωρινής κατάστασης, οι νέες δοκιμές απαιτούν μαζικές συσκευές και τεράστιους πόρους» κι ενώ «ο χρόνος είναι ο πιο σπάνιος πόρος όταν είμαστε αντιμέτωποι με μια πανδημία που μαίνεται. Σύμφωνα με μια έρευνα, ο χρόνος που απαιτείται προκειμένου να διενεργηθούν τέτοιες δοκιμές είναι κατά μέσο όρο 61 μήνες».
Επομένως, «ενώ είναι αληθές ότι αυτοί οι κανόνες της συμφωνίας TRIPS μπορούν να επιτρέψουν την υποχρεωτική αδειοδότηση, στην πράξη μπορούν να ακυρωθούν βάσει κανόνων σχετικά με την αποκλειστικότητα δεδομένων για τη διάρκεια του χρόνου που καλύπτουν… Αυτά τα χρονικά όρια επίσης αποδεικνύουν πόσο αποτελεσματικά η αποκλειστικότητα δεδομένων στις πατέντες αποτρέπει την υποχρεωτική αδειοδότηση ώστε να παραχθούν κατεπειγόντως εμβόλια και θεραπείες σε μια αιφνίδια κατάσταση όπως είναι μια εξελισσόμενη πανδημία». Αυτά τα εμπόδια «είναι το αποτέλεσμα της πανίσχυρης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του κύριου συνεταιρισμού λόμπινγκ για τη φαρμακευτική βιομηχανία στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA)».
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αποσύρει τα σκυλιά»
Ως αποτέλεσμα, το Παρατηρητήριο αναρωτιέται εάν «η καταπληκτική επιτυχία της ΕΕ στην προώθηση μιας “νέας κανονικότητας” με περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε έναν τομέα υψηλού ρίσκου όπως οι φαρμακοβιομηχανίες κάνει κάποιον να αναρωτιέται μέχρι πού θα φτάσουν». Αλλωστε οι Βρυξέλλες έφτασαν «στα άκρα κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για μια συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Ινδίας, κατά τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ενωση πίεζε για χρόνια σε μια προσπάθεια να αναγκάσει την Ινδία να δεχτεί διατάξεις περί αποκλειστικότητας δεδομένων.
Η Ινδία φιλοξενεί τους περισσότερους γενικούς παραγωγούς παγκοσμίως – φαρμακευτικές εταιρείες που παρέχουν προσβάσιμα φάρμακα σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες και παράγουν περίπου το 60% των εμβολίων παγκοσμίως. Αυτή η κίνηση της ΕΕ βάζει σε κίνδυνο τα προσβάσιμα φάρμακα για δισεκατομμύρια ανθρώπους». Άλλωστε «όσο λιγότερο αναπτυγμένη είναι μια χώρα τόσο λιγότερο πιθανό είναι να αντισταθεί στις απαιτήσεις της ΕΕ, όπως ήδη έχει συμβεί σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής που αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν κανόνες αποκλειστικότητας δεδομένων».
Σύμφωνα με έρευνα του Ιανουαρίου του 2020, «στο χείλος της παγκόσμιας πανδημίας διαφάνηκε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν σε καθεστώς εκστρατείας εναντίον των γενικών φαρμάκων διά μέσου της έμφασης στην αποκλειστικότητα δεδομένων». Η Κομισιόν επισήμανε μεταξύ άλλων «την απουσία αποτελεσματικού συστήματος προστασίας των μυστικών δοκιμών και άλλων δεδομένων που δημιουργούνται για να αποκτήσουν εμπορικές εγκρίσεις για φαρμακευτικά προϊόντα».
Σε καιρούς πανδημίας όμως «ο ρόλος της ΕΕ στο να παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση όλων σε φτηνά φάρμακα αξίζει κάθε κριτική. Μαζί με τις ΗΠΑ η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι συνεχώς σε επιφυλακή προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, ακόμη και σε μια συνθήκη που προφανώς απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση». Σύμφωνα με όσα δήλωσε η ακτιβίστρια ιατρικής Ελεν ’τ Ουιν (Ellen ’t Hoen), «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αποσύρει τώρα τα σκυλιά. Πρέπει να αντιληφθούν ότι βρισκόμαστε σε ιδιαίτερη κατάσταση και ότι οι πατέντες και άλλες μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να διαμοιραστούν». Όπως άλλωστε σημειώνει το Παρατηρητήριο, «η ΕΕ με το πέρασμα των χρόνων έχει δεσμευτεί σε μια δομημένη προσπάθεια να αναιρέσει εντελώς τη γενική παραγωγή, λειτουργώντας ως το κύριο εμπόδιο στη διεθνή πρόσβαση σε προσβάσιμα φάρμακα».