Με αφορμή τη θεατρική μεταφορά του διηγήματος «Ο τάφος» από τη συλλογή «Το τέλος της μικρής μας πόλης» μιλάμε με την Καίτη Αργυροκαστρίτου-Χατζή για τη ζωή και το έργο του επί τεσσεράμισι χρόνια συντρόφου της, Δημήτρη Χατζή.
«Η επαφή του με τον άνθρωπο ήταν το παν για τον Τάκη (Δημήτρη) Χατζή. Ήταν βαθιά ανθρώπινος. Και τέτοια ήταν και η ζωή του. Υπήρξε ένας φύσει ταπεινός άνθρωπος με βαθιά ενσυναίσθηση. Λίγο προτού πεθάνει ένας φίλος του δημοσιογράφος τον ρώτησε: “Ποιο θεωρείς το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου;”. Εκείνος απάντησε: “Το ότι συνάντησα τόσους και τέτοιους ανθρώπους”».
Μαθαίνοντας ότι ο σκηνοθέτης Ορέστης Τάτσης μεταφέρει στο θέατρο το διήγημα «Ο τάφος» από το βιβλίο «Το τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή αναζητήσαμε τη χήρα του πεζογράφου, την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου-Χατζή, προκειμένου να ξεδιπλώσουμε το νήμα της ζωής του συγγραφέα του «Διπλού βιβλίου».
Ένας κομμουνιστής σε βασιλική οικογένεια
«Είχα πάρει υποτροφία στη Γαλλία για να κάνω διδακτορικό και επέστρεφα τα καλοκαίρια προκειμένου να παίρνω μέρος στις ανασκαφές της Δωδώνης με τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Το φθινόπωρο του 1976 ο Δάκαρης μας είπε να πάμε στα Γιάννενα γιατί είχε επιστρέψει ο Χατζής ύστερα από 25 χρόνια εξορίας. Όταν μας σύστησε ο καθηγητής ο Τάκης μου είπε: “Μου θυμίζετε τις ηρωίδες του Τσέχωφ”. Καθώς έχω ελληνορωσική καταγωγή από τη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου αυτό με συγκίνησε βαθύτατα» ξεκινά την αφήγησή της η Καίτη Αργυροκαστρίτου-Χατζή.
Η ουσιαστική τους γνωριμία βέβαια θα έπρεπε να περιμένει ένα χρόνο ακόμη. Τον Μάρτιο του 1977 ο λογοτέχνης καλείται στην Κέρκυρα από την ίδια για να μιλήσει στο Μουσείο Σολωμού αναφορικά με το θρυμματισμένο έργο του ποιητή. Και τότε η ζωή τους δέθηκε σε μια κοινή διαδρομή που σταμάτησε τον Ιούλιο του 1981 με τον θάνατό του. Η συζήτησή μας στρέφεται στις απαρχές του στα Γιάννενα. «Η οικογένεια του Τάκη ήταν βασιλόφρονες. Ο πατέρας του –ο Γεώργιος Χατζής-Πελλερέν, το ψευδώνυμό του που στα γαλλικά σημαίνει «προσκυνητής»– ήταν ο εκδότης της εφημερίδας “Ήπειρος”.
Όταν πέθανε ο πατέρας του το 1930 ο Τάκης εγκατέλειψε τα μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας και ανέλαβε τη διοίκηση της εφημερίδας υπό επιτροπεία καθώς ήταν ανήλικος. Το 1936 όταν τον έπιασαν με προπαγανδιστικό υλικό του ΚΚΕ μες στην εφημερίδα τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν φοβερά σε σημείο που έκοψε τις φλέβες του. Ήταν ένα παιδί μόλις 23 χρόνων. Στη συνέχεια το καθεστώς τον έστειλε εξόριστο στη Φολέγανδρο».
Ο Δημήτρης Χατζής βιώνει για πρώτη φορά τότε την κρατική αγριότητα. Ενταγμένος στο κόμμα, συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα, ενώ αρθρογραφούσε στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στον «Απελευθερωτή» και τον «Ριζοσπάστη». Μετά την Απελευθέρωση και τη μάχη της Αθήνας, το 1947, εξορίστηκε στην Ικαρία. «Εκεί πρωτοσυνάντησε τον συγγραφέα Ανδρέα Φραγκιά, μετέπειτα φίλο του. Ο Τάκης σκέφτηκε έναν έξυπνο –όπως έλεγε ο ίδιος “έναν πονηρό ηπειρώτικο”– τρόπο για φύγει για το βουνό και να γλιτώσει τη Μακρόνησο ζητώντας να καταταγεί στον στρατό. Τον έστειλαν λοιπόν στα Γιάννενα. Και όσο περίμενε να φτάσει το χαρτί από τα κεντρικά που θα διέταζε τη μεταφορά του στη Μακρόνησο το έσκασε.
Πέρασε το ποτάμι Καλαμά και εντάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Οπότε άρχισαν τα αντίποινα. Κυνήγησαν την οικογένειά του. Στην περίφημη δίκη των Ιωαννίνων ή δίκη της Πρίντζου κατηγορούμενος ήταν και ο μικρότερος αδερφός του Άγγελος Χατζής. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε με 42 πυρετό αφού πριν τον είχαν πετάξει μέσα σε ένα βόθρο και είχε εισπνεύσει τις αναθυμιάσεις. Τον εκτέλεσαν στο Σταυράκι μαζί με τους υπόλοιπους καταδικασθέντες. Είναι μια ιστορία που την έφερε ως πολύ βαθύ τραύμα ο Χατζής, γιατί η σχέση με τον αδερφό ήταν πολύ στενή και ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του» αναφέρει η κ. Αργυροκαστρίτου.
Ξένος στην εξορία, ξένος και στον τόπο του
Το 1949 ακολούθησε την τύχη του αριστερού κινήματος. Βρέθηκε στη Ρουμανία όπου καταδιώχτηκε από τους συντρόφους του. «Γιατί ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Ο Νίκος Ζαχαριάδης του είχε πει το 1947 όταν έγραψε τη “Φωτιά”: “Χατζή, γλίτωσες γιατί έγραψες το πρώτο μυθιστόρημα της Αντίστασης”. Στη συνέχεια κατέληξε στην Ουγγαρία που ήταν μια χώρα κάπως πιο ανεκτική για τους πνευματικούς ανθρώπους.
Το 1953 τον διέγραψαν από το ΚΚΕ. Θυμάμαι ότι είχε γραφτεί ένα βιβλίο από κάποιο συναγωνιστή του, ένα κεφάλαιο του οποίου έχει τον τίτλο το “Σπίτι του Δημήτρη Χατζή” – όπου σπίτι ήταν ένα τραμ. Οταν τον χειμώνα του 1953 τον διέγραψαν –στη Βουδαπέστη τον χειμώνα η θερμοκρασία πέφτει στους -20 βαθμούς– βρέθηκε έξω από το σπίτι όπου φιλοξενούνταν οι δημοσιογράφοι, οι τυπογράφοι κ.ά. που ήταν μέλη του κόμματος και χωρίς δουλειά.
Έμπαινε στο τραμ και έκανε όλη τη νύχτα τις διαδρομές για να μην πεθάνει από το κρύο. Και το πρωί πήγαινε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου όπου μελετούσε. Εκεί γνώρισε τον περίφημο βυζαντινολόγο Γκιούλα Μόραβτσικ· αυτός ήταν βασιλόφρονας, όπως και ο πατέρας του Χατζή. Φαίνεται ότι συγκινήθηκε από τον νεαρό εξόριστο και διαγραμμένο από το κόμμα, τον βοήθησε να πάρει το πτυχίο του στις βυζαντινές σπουδές και τον έστειλε με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών Ανατολικού Βερολίνου. Στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου ολοκλήρωσε τη διατριβή του σχετικά με τους θρήνους για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Τώρα μαθαίνω ότι μελετούν τα αρχεία της Στάζι απ’ όπου καταδεικνύεται ότι τον κατέδιδαν συστηματικά τόσο ο καθηγητής του όσο και μια πολύ στενή συνεργάτιδα του Τάκη».
Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη όπου ανέλαβε καθήκοντα βοηθού στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Εκεί έμεινε μέχρι το 1974 –η πρώτη προσπάθειά του για επαναπατρισμό– όταν γύρισε στην Ελλάδα ύστερα από 25 χρόνια εξορίας. Η οριστική του εγκατάσταση γίνεται το 1975. «Είναι χαρακτηριστικό πως τόσο ο Τάκης όσο και ο φίλος του ο γλύπτης Μέμος Μακρής αρνήθηκαν να πάρουν την ουγγρική υπηκοότητα. Βέβαια, ο Μακρής ήταν ο αγαπημένος του κόμματος και ζούσε σε ένα μέγαρο στον Προμαχώνα των Ψαράδων στη Βούδα, ενώ ο Χατζής ζούσε σε ένα δυάρι στις εργατικές πολυκατοικίες στην Πέστη».
Το 1975 ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πάτρας Ανδρέας Δημαρόγκωνας τον κάλεσε ως επισκέπτη καθηγητή για να διδάξει Ιστορία Νεοελληνικού Πολιτισμού και Λογοτεχνίας. «Ήταν το 1975-76» θυμάται η κ. Αργυροκαστρίτου, «αυτό το εξάμηνο έμεινε θρυλικό στην ιστορία του Πανεπιστημίου Πάτρας γιατί γέμιζε το αμφιθέατρο με φοιτητές και από άλλα τμήματα προς ζήλια κάποιων καθηγητών, οι οποίοι άρχισαν να ενοχλούνται από τη συρροή. Και τότε έγινε καταγγελία από ένα δυο καθηγητές στο υπουργείο Παιδείας, επί υπουργίας του “δημοκρατικού” Γεωργίου Ράλλη, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να ρίξουν τον λύκο στα πρόβατα. Διέκοψαν λοιπόν τη σύμβασή του με τον ισχυρισμό ότι δεν είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία».
Και τότε ο συγγραφέας ρίχτηκε με ορμή στο πολιτιστικό κίνημα της μεταπολίτευσης. «Προτού καπελωθεί από το ΠΑΣΟΚ με το ΠΑΠΟΚ (Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση) πηγαίναμε όπου τον καλούσαν: σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε ραχούλα. Έπαιρνα τον “σκαραβαίο” μου και τρέχαμε. Ήταν μια ηρωική εποχή γιατί διαπνεόταν από πρωτόγονη ομορφιά και αρχέγονη ελπίδα η οποία στη συνέχεια διαψεύστηκε».
Ήττες, θάνατοι, διαψεύσεις: μια ζωή γεμάτη εμπόδια. «Η πορεία του ήταν μια διαρκής πορεία συντριβών. Η ψυχή του μοχθούσε για πράγματα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που του επέτρεπαν να κάνει. Είκοσι πέντε χρόνια ήταν ξεριζωμένος από την ουσία της ύπαρξης του ανθρώπου που είναι η μητρική του γλώσσα. Νομίζω ότι για τον ίδιο η γλώσσα ήταν η βαθύτερη πηγή της ύπαρξης. Να ζεις χωρίς τη γλώσσα σου που είναι το υλικό σου με το οποίο δουλεύεις, με το οποίο συναρπάζεσαι, με το οποίο στοχάζεσαι ήταν μια διαρκής αγωνία. Γι’ αυτό πολύ συχνά έλεγε ότι το έργο του βασίζεται στη βασανιστική δουλειά του, σχεδόν δουλειά καταδίκου.
Ξέρετε ότι δακτυλογράφησε το “Διπλό βιβλίο” 17 φορές; Εγραφε αργά και οδυνηρά. Γι’ αυτό και η γλώσσα του είναι λιασμένη όπως τα βότσαλα της θάλασσας. Ενώ φαίνεται απλή, η δουλειά του γλύπτη πάνω της δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι προϊόν μεγάλου μόχθου. Και όπως έλεγε ο ίδιος “σχεδόν ελάχιστου ταλέντου. Με καταβάλλει ο μόχθος”. Και αυτή ήταν η ζωή του, την οποία φωτίζει μια φράση που είχε γράψει στο περιοδικό “Αντί”: “Οι δάσκαλοί μου υπήρξαν η Ιστορία και η λύπη”. Εγώ που τον έζησα αυτά τα λίγα χρόνια νομίζω ότι η Ιστορία και η λύπη καθόρισαν τον καμβά του έργου του. Οπως επίσης το αίσθημα ότι ήταν ξένος μες στον νέο τόπο και κατά συνέπεια ξένος και μες στον εαυτό του».
Ο σκηνοθέτης της παράστασης «Ο τάφος» Ορέστης Τάτσης γράφει για τη σχέση του με τον πεζογράφο της πόλης του
Ο Δημήτρης Χατζής είναι για μένα ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η αμεσότητα των αφηγήσεών του, ο τρόπος που συμπονά τους ήρωές του και παράλληλα η απόσταση που κρατάει από αυτούς με συγκινoύν και με κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Η κριτική που ασκώ στους ανθρώπους γύρω μου περνά μέσα από τη γραφή του. Η προσπάθεια να κατανοήσουμε κάθε πλευρά ίσως είναι ο τρόπος για να αλλάξουμε τον «μικρό μας κόσμο». Το έργο του το μελέτησα στο σύνολό του και δεν μπορώ να ξεχωρίσω πιο αγαπώ περισσότερο. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο «Διπλό βιβλίο» και συγκεκριμένα στο διήγημα «Από το φίφτυ φίφτυ στον έρωτα». Στα δοκίμιά του καθώς και τα έργα του που αναφέρονται στον Εμφύλιο.
Κόντρα στις απόψεις που θεωρούν ηθογραφική τη λογοτεχνία του Χατζή, πιστεύω ότι η γραφή του έχει μια αέναη αποτύπωση των κοινωνιών γιατί το τέλος και η αρχή μοιάζει να επαναλαμβάνονται διαρκώς. Ο Χατζής λοιπόν δεν αποτυπώνει μια άλλη εποχή, αλλά μιλάει και στη δική μας καθοριστικά.
Δεν μπορώ να κρύψω τη σχέση που προκύπτει από την κοινή μας καταγωγή και τις αναφορές στα Γιάννενα. Μια πόλη όπου γεννήθηκα, σπούδασα και αγαπώ πολύ. Αλλωστε αυτή η πόλη και οι αλλαγές που έφεραν η ανάπτυξη, ο τουρισμός, ο νέος δρόμος ήταν η αφορμή ή η έμπνευση για να δημιουργήσουμε την παράσταση.
INF0
“Το τέλος της μικρής μας πόλης”- βασισμένο στο διήγημα “Τάφος” του Δημήτρη Χατζή σε σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση.
Διανομή: Αρης Τρουπάκης, Νίκος Γιαλελής, Στάθης Κόκκορης.
Θέατρο Rabbithole έως 29/5
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 15/5/2022