Τι συνέβη ξαφνικά για µια πετσέτα θαλάσσης και µια ξαπλώστρα; Κάποιος που παρατηρεί την Ελλάδα στην πορεία τουλάχιστον των τελευταίων πέντε χρόνων µπορεί να αποφανθεί µε βεβαιότητα ότι είναι τρελοί αυτοί οι Ελληνες. Θρήνησαν τους περισσότερους νεκρούς στην Ευρώπη από κορονοϊό αδιαµαρτύρητα, ζουν µε τα χαµηλότερα µεροκάµατα, βιώνουν πρωτοφανείς αυξήσεις στα προϊόντα πρώτης ανάγκης, εξέλεξαν µια κυβέρνηση µε αυταρχική πολιτική και έλλειµµα δηµοκρατίας που ευνοεί µια κάστα πλουσίων, αναπνέουν σε ένα τοξικό περιβάλλον διαφθοράς και ανισοτήτων και έκαναν κίνηµα ενάντια στις ξαπλώστρες; Μόλις πριν από µερικές µέρες κάηκαν σε µόλις δύο εικοσιτετράωρα κοντά στα 500.000 στρέµµατα και δεν άνοιξε ρουθούνι. Γιατί ξαφνικά απλώνουν την πετσέτα µαζί µε τη διαµαρτυρία τους για την κατάληψη των παραλιών από µαφιόζους επιχειρηµατίες και τα τσιράκια τους;
Προτού δώσουµε µια (πιθανή) εξήγηση, έχει σηµασία να δούµε τι ακριβώς είναι η εξάπλωση της ξαπλώστρας στην παραλία. Σύµφωνοι, είναι καταπάτηση, είναι η εύνοια προς όσους έχουν χρήµα ή θέλουν έστω να επιδεικνύουν έναν τρόπο ζωής, είναι η αισθητική του Νεοέλληνα και της διαφθοράς που τη συντηρεί, είναι η κατάληψη των ονείρων και του φυσικού περιβάλλοντος από αετονύχηδες. Πολλά είναι. Είναι όµως κυρίως η σιωπηρή επιβεβαίωση της λογικής ότι όλα πωλούνται κι αγοράζονται. Αυτό που συµβαίνει µε τις παραλίες έχει επεκταθεί σε όλους τους τοµείς ζωής. Η αγορά της ξαπλώστρας είναι η συνέχεια της λογικής ότι όλα είναι αγορά. Μαζί µε τα υλικά προϊόντα πωλούνται κι αγοράζονται πράγµατα που αποτελούν ιδιοκτησία της κοινωνίας, ανήκουν σε όλους κι αυτό δεν σχετίζεται µε την οικονοµική δυνατότητα του καθενός. Τα κοινωνικά αγαθά, οι αξίες που συµπυκνώνουν το δικαίωµα κάθε ανθρώπου να ζει µε κοινωνική ευθύνη και κοινωνική πρόνοια παραδόθηκαν σε λογικές και εφευρέσεις του κέρδους.
Η κατάληψη της παραλίας από την αντιαισθητική ξαπλώστρα, η επιβολή του ευρώ επί της άµµου, της θάλασσας και της φύσης είναι αυτό που συµβαίνει σε κάθε τοµέα της ζωής µας. Οι ξαπλώστρες του κέρδους έχουν καταλάβει κάθε τοµέα της ζωής µας για να εισπράττουν κάποιοι. Η υγεία, η παιδεία, το νερό, το ρεύµα, όσα πρέπει να διευκολύνουν τον άνθρωπο και την κοινωνία γίνονται προϊόντα και αντικείµενα κέρδους. Εκεί που παλιά άπλωνες την πετσέτα για να απολαύσεις την οµορφιά της φύσης, δικαίωµα που πρέπει να έχει η κοινωνία, υπάρχουν σήµερα οι ακριβές ξαπλώστρες.
Ζούµε την εποχή της πλήρους παράδοσης στις αγορές. Ολα είναι για πούληµα. Περάσαµε πλέον από την οικονοµία των αγορών στην κοινωνία της αγοράς. ∆εν υπάρχει κοινωνική ανάγκη που πρέπει να εξυπηρετείται στα πλαίσια ενός οργανωµένου και δίκαιου κράτους αλλά µια συνεχής συναλλαγή.
Την κατάσταση αυτή περιγράφει πολύ εύστοχα ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Μάικλ Σαντέλ στο βιβλίο του «Τι δεν µπορεί να αγοράσει το χρήµα» (εκδόσεις Πόλις): «Η εποχή αυτή ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ διακήρυξαν την πεποίθησή τους ότι το κλειδί για την ευηµερία και την ελευθερία το κρατούν οι αγορές και όχι οι κυβερνήσεις… Εδραίωσαν την πεποίθηση ότι οι αγορές αποτελούν πρωταρχικό ρόλο για την επίτευξη του κοινού καλού».
Αυτή η βασική αρχή του νεοφιλελευθερισµού επικράτησε παρότι είναι πλέον φανερό ότι δηµιουργεί κοινωνική ζηµιά, ανισότητες και χρήµα για λίγους. Την περίοδο της κρίσης οι λαοί πλήρωσαν τις τράπεζες οι οποίες δεν αυτορυθµίστηκαν όπως θέλει ο θατσερισµός ούτε εξασφάλισαν το κοινό καλό. Στην Ελλάδα η ιδιωτικοποίηση των εθνικών αερογραµµών δεν έφερε ανταγωνιστικότητα και χαµηλές τιµές όπως έλεγε ο θατσερικός Κωστής Χατζιδάκης που τις ιδιωτικοποίησε, αλλά µονοπώλιο και κέρδη για λίγους µετόχους. Το αεροπορικό εισιτήριο για Μυτιλήνη είναι πιο ακριβό από αυτό για Μαδρίτη. Η αποµάκρυνση του κράτους από τοµείς στους οποίους έπρεπε να έχει ευθύνη και να ασκεί έλεγχο, στο όνοµα ότι αυτό αποτελεί κρατισµό και στέρηση της ελευθερίας των αγορών, παρέδωσε την κοινωνία στην αισχροκέρδεια.
Ο Αδωνης Γεωργιάδης ήταν αυτός που έλεγε ότι όσα νοσοκοµεία δεν έχουν κέρδος πρέπει να κλείνουν, οµολογώντας πως για το κόµµα του το κοινωνικό αγαθό της υγείας είναι θέµα κέρδους. Μα τότε να σκοτώνουµε τους χρόνια πάσχοντες γιατί είναι επιζήµιοι.
Το κέρδος έχει επεκταθεί σε τοµείς πέραν των εµπορικών συναλλαγών. Οι αγορές έχουν αποβάλει την ηθική ως µέτρο και αξία, νοµιµοποιώντας το µη ηθικό. Ας επιστρέψουµε στον Σαντέλ. Σήµερα στις ΗΠΑ υπάρχουν πολιτείες που δίνουν δικαίωµα, αν πληρώσεις, να κυκλοφορείς στη λωρίδα των ασθενοφόρων. Πληρώνοντας κάτι παραπάνω επισήµως περνάς την ουρά στο αεροδρόµιο. Οι κρατούµενοι αναβαθµίζουν το κελί τους µε σχετικό αντίτιµο. Παγκοσµίως, παρά τις απαγορεύσεις που υπάρχουν στην εκποµπή ρύπων, µια εταιρεία µπορεί να αγοράσει το δικαίωµα να ρυπαίνει. Ο έχων µπορεί να κάνει τη ζωή του όπως θέλει και αυτό δεν αφορά πλέον αγορά αυτοκινήτου, γιοτ ή σπιτιού.
Ο Σαντέλ αναφέρεται στην «ηθική της ουράς». Κάθε καλοκαίρι το Public Theater της Νέας Υόρκης οργανώνει δωρεάν υπαίθριες παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ στο Σέντραλ Παρκ. Μπορεί ο καθένας να πάρει εισιτήριο περιµένοντας στην ουρά. Είναι µια πρωτοβουλία που απευθύνεται στον καθένα, αφού είναι δωρεάν. Αρκεί να µπει στην ουρά. Οι πλούσιοι και πολυάσχολοι, ωστόσο, µπορούν να πληρώσουν κάποιον (και το κάνουν) ώστε να περιµένει στην ουρά αντί γι αυτούς για να πάρει το πολυπόθητο εισιτήριο. Ενας πλούσιος λοιπόν µπορεί να αλλάξει τη λειτουργία της ουράς. Γράφει ο Σαντέλ: «Ολες αυτές οι συναλλαγές αντικαθιστούν την ηθική της ουράς (το να περιµένεις στη σειρά σου) µε την ηθική της αγοράς (το να πληρώνεις ένα αντίτιµο για ταχύτερες υπηρεσίες)».
Η ουρά είναι µια διαδικασία που ως σήµερα αγνοεί προνόµια. Το «αν είσαι και παπάς µε την αράδα σου θα πας» συµπυκνώνει µια αρχή δικαίου και ταυτόχρονα ηθική. Το πώς η ηθική ανατρέπεται σε αυτό το παράδειγµα της ουράς δείχνει τη λειτουργία των αγορών διά της παράδοσης στο κέρδος.
Η πετσέτα στην Ελλάδα έχει τη δική της ηθική. Η «ηθική της πετσέτας» συµπυκνώνεται στο δικαίωµα του καθενός να χαρεί τη θάλασσα και τη φύση. Η εµφανής ανατροπή αυτής της ηθικής και της παγιωµένης ισότητας δηµιουργεί την κινηµατική διαδικασία ενάντια στην ξαπλώστρα στη χώρα αυτό το καλοκαίρι.
Το θέµα είναι ότι η χώρα είναι γεµάτη από «ξαπλώστρες». Με την επιβολή του κέρδους και της αγοράς πάνω σε κάθε κοινωνική λειτουργία. Ξαπλώστρες παντού. Οι ξαπλώστρες δεν είναι δείγµα της πλεονεξίας και της αδηφαγίας κάποιου επιχειρηµατία όπως θέλουν να λένε οι νεοφιλελεύθεροι αγανακτούντες για την ξαπλώστρα. Είναι το σύµφυτο της κοινωνίας που παραδίδεται στο κέρδος και εµπορευµατοποιεί και όσα δεν είναι εµπόρευµα. Το µεγάλο πρόβληµα είναι ότι η επιζήµια αυτή λειτουργία γίνεται αποδεκτή από την κοινωνία όχι µόνο γιατί επιβάλλεται επικοινωνιακά, αλλά γιατί το όραµα του κέρδους συντηρεί την αυταπάτη ότι ο κερδισµένος µπορείς εν δυνάµει να είσαι εσύ, ενώ στην πραγµατικότητα είναι πάντα οι λίγοι.