Μια μελέτη του Σπύρου Γ. Παπαϊωάννου και του Κώστα Βλησίδη
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Πειραιάς άρχισε να εξελίσσεται σε μεγάλο λιμάνι κι εκεί βρήκαν απάγκιο άνθρωποι κατατρεγμένοι που είχαν αφήσει τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή. Στο πλαίσιο αυτό άνθησε και η πορνεία. Σύμφωνα με καταγγελίες που καταγράφονται στον Τύπο της εποχής, οι πόρνες άρχισαν να κυκλοφορούν σταδιακά σε όλη την πόλη δημιουργώντας προβλήματα στους κατοίκους
της περιοχής καθώς εκτοξεύτηκε η εγκληματικότητα. Οι πιέσεις για χωροταξικό περιορισμό της πορνείας εντάθηκαν και έτσι το 1875 ολοκληρώθηκε η δημιουργία του πρώτου δημόσιου πορνείου της χώρας στα Βούρλα της Δραπετσώνας, μια ελώδη περιοχή. Στο κτίριο, που θύμιζε στρατώνα, στεγάστηκαν μέχρι το 1941-42 οι πόρνες τρίτης βαθμίδας του Πειραιά, εκείνες δηλαδή που δεν ανήκαν ούτε στις «προνομιούχες» της πρώτης βαθμίδας – στις οποίες επιτρεπόταν να δέχονται τους πελάτες στο σπίτι– ούτε της δεύτερης, που είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται στους «οίκους της απωλείας».
Για την ιστορία του πορνείου των Βούρλων έχουν γραφτεί δεκάδες άρθρα, ενώ καταγραφή σε βιβλίο έχουν κάνει ο βαθύς γνώστης της πειραϊκής ιστορίας Βασίλης Πισιμίσης –με μια διεξοδική μελέτη– και η Τέτη Σώλου η οποία βασίστηκε κυρίως στον Τύπο της εποχής. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η δίτομη μελέτη του Σπύρου Γ. Παπαϊωάννου και του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας – Το πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας μέσα από γραπτές πηγές» από το Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων, στην οποία αποτυπώνεται λεπτομερώς το χρονικό του πορνείου.
Στη μελέτη επιχειρείται να φωτιστεί κάθε πλευρά του: οι συνθήκες της δημιουργίας του, οι φορείς και οι ιδιώτες που πήραν μέρος στην κατασκευή και τη διαχείρισή του (ήταν κερδοσκοπική επιχείρηση), η αλλαγή που συντελέστηκε στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής (στα πέριξ του πορνείου δημιουργήθηκε μια παραγκούπολη όπου έβρισκαν διαφυγή οι απόκληροι και αργότερα οι πρόσφυγες τους οποίους εκτόπισαν στη Δραπετσώνα), οι συνθήκες διαβίωσης των γυναικών, οι σχέσεις μεταξύ τους, με τους αγαπητικούς, τους αστυνομικούς και τους πελάτες, οι προσπάθειες για το κλείσιμό του. Η μελέτη περιλαμβάνει επίσης πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τη Δραπετσώνα, το κτίριο των Βούρλων, τους ανθρώπους που αποτελούσαν τη μικροκοινωνία του.
Ο Σπύρος Γ. Παπαϊωάννου παρότι ολοκλήρωσε τη μελέτη δεν πρόλαβε να τη δει τυπωμένη. Σε εκείνον οφείλουμε μεγάλο μέρος της σημερινής μας γνώσης σχετικά με το ρεμπέτικο, καθώς υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνας και Μελέτης Ρεμπέτικων Τραγουδιών, μαζί με τον Παναγιώτη Κουνάδη και τον Παναγιώτη Σωτηρόπουλο. Πλέον του οφείλουμε, όπως και στον μελετητή Κώστα Βλησίδη, και ένα μέρος της γνώσης μας σχετικά με το σημείο όπου έζησαν η Λόλα, η Μανταλένα, η Λεμονίτσα, η Μαίρη το Φρουφρού, η Αλέκα η Γκαβή – γυναίκες τις οποίες η ιστοριογραφία εξακολουθεί να αγνοεί. Γιατί το «περιθώριο» είναι κομμάτι της ιστορίας.
INFO: Το δίτομο βιβλίο κυκλοφορεί από το Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων