Με τον Πετρολούκα Χαλκιά και τον Βασίλη Κώστα συναντηθήκαμε το απόγευμα της επόμενης μέρας μετά τη συναυλία τους στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», με την οποία ολοκληρώθηκε η περιοδεία τους στην Ελλάδα για την παρουσίαση του άλμπουμ τους «The soul of Epirus». Ο σαν υφαντό ήχος της συνομιλίας του κλαρίνου με το λαούτο στη «Μαριόλα», στον «Σκάρο», τον «Γκέκα» ήταν ακόμη στα αυτιά μου κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, η οποία έχει θέμα τη δημιουργική προσέγγιση της ηπειρώτικης μουσικής από τους δύο μουσικούς στα χνάρια του κλαρινίστα Κίτσου Χαρισιάδη. Τους παρακολουθώ όσο μιλάμε. Η επικοινωνία τους σε μεγάλο βαθμό γίνεται με τα μάτια, όπως πάνω στη σκηνή. Ο ένας αφηγείται και ο άλλος ακούει περιμένοντας να σχολιάσει την καίρια στιγμή.
Ξεκινάμε τη συζήτηση με το «The soul of Epirus» και τον Πετρολούκα Χαλκιά να λέει: «Εγώ τα έχω ακούσει από τους παλιότερους αλλά έδωσα ένα χρώμα δικό μου. Την Ακρόπολη δηλαδή δεν την πείραξα, δεν πείραξα τις κολόνες, πρέπει να είναι εκεί οι κολόνες. Στο στόλισμα όμως μπορούμε να βάλουμε ό,τι θέλουμε». Με τον Βασίλη Κώστα συναντήθηκαν στη Βοστόνη πριν από πέντε χρόνια: «Επαιξα τον “Σκάρο” και μου ζήτησε να παίξει κι εκείνος. Του λέω “εντάξει, για προχώρα εδώ”. Είναι ο μόνος άνθρωπος που κατόρθωσε να πάρει αυτά τα δύσκολα που δεν μπορεί κανένας άλλος. Εκτός από τον εγγονό μου που παίζει κλαρίνο. Αυτός μπορεί και τα παίζει όλα, γιατί τον άρχισα από έξι χρονών».
Ωστόσο η σχέση του Π. Χαλκιά με την οικογένεια Κώστα ξεκινάει πριν από πολλά χρόνια, όταν είχε κληθεί να παίξει κλαρίνο στον γάμο των γονιών του Βασίλη. «Επαιξα όλη τη νύχτα μέχρι το άλλο μεσημέρι. Να το πω τώρα;» λέει γελώντας. «Ο πατέρας του είχε τη μελωδία μου στ’ αυτιά του όταν τον έσπειρε κι έτσι πήρε τη μελωδία ο Βασίλης».
Η κληρονομιά του Κίτσου Χαρισιάδη
Σχετικά με τη συνεργασία τους ο Β. Κώστας λέει: «Ηταν μεγάλο όνειρο από πολύ παλιά. Ο Πέτρος αποτελούσε μουσικό ήρωα της οικογένειάς μου. Από πέντε χρονών θυμάμαι να βρίσκομαι στο σπίτι με τους παππούδες, να ακούμε τους δίσκους του και να τραγουδάμε παλιά κομμάτια όπως το “Για πες μας Χάρε, να χαρείς”. Οταν πήγα στην Αμερική και άλλαξα από κιθάρα σε λαούτο, τον πρώτο χρόνο στο Μπέρκλι της Βοστόνης έβλεπα βίντεο με τον Πέτρο να παίζει στο Μέγαρο Μουσικής και αναρωτιόμουν αν θα κατάφερνα να παίξω μαζί του. Δεν ήθελα όμως απλώς να τον συνοδεύω, ήθελα να παίξουμε κάτι που να έχει ενδιαφέρον». Εξηγεί ότι πάντα το λαούτο συνόδευε το κλαρίνο. Αυτό που οι ίδιοι προσπάθησαν στο κοινό τους άλμπουμ αλλά και στις μέχρι τώρα περιοδείες τους ήταν να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα για έναν ισάξιο διάλογο, διατηρώντας τα ηπειρώτικα χρώματα «βασισμένοι στο λεξιλόγιο του Πέτρου που έρχεται από τον Κίτσο Χαρισιάδη».
Η κουβέντα στρέφεται στον Χαρισιάδη και στο ιδιαίτερο ύφος που εισήγαγε στις δεκαετίες 1920-30. «Η μεγάλη του διαφορά από τους υπόλοιπους ήταν τα στολίδια που έκανε» λέει ο Π. Χαλκιάς και αφηγείται τη βραδιά που τον γνώρισε. «Οταν ήμουν 15-16 χρονών πήγα να γράψω με τον Καβακόπουλο. Μέσα στα τραγούδια που είχαμε ήταν και ο “Σκάρος”. Μου λέει τότε ο Φίλιππας ο Ρούντας που τον είχα δάσκαλο κι αυτός είχε δάσκαλο τον Χαρισιάδη: “Μην το παίξεις σαν εμένα. Να κάνεις μια αλλαγή, γιατί θα πουν ο Πέτρος παίζει σαν ο Φίλιππας”. Του λέω “εντάξει” και χωρίς να το καταλάβω παίζω πέφτοντας πάνω στον Κίτσο. Είχε μια κόρη παντρεμένη στα Γιάννενα τότε ο Κίτσος. Και μια μέρα πάει να τη δει και εκείνη άκουγε τον “Σκάρο”. Της λέει τότε: “Τι ακούς, κοπέλα μου; Ημουνα νέος όταν τα ’παιζα αυτά”. “Ούι, πατέρα, δεν είσαι συ” του λέει εκείνη, “ένα παιδί από το Δελβινάκι είναι”. Της ζήτησε τότε να τον φέρει εκεί που έπαιζα. Πραγματικά, τον έφερε στο Βασιλικό που παίζαμε εγώ και ο Φίλιππας. Καθόταν απέξω, ακουμπισμένος στον φράχτη και με άκουγε. Μαζεύτηκαν οι μουσικοί γύρω του. “Ε, Κίτσο, τι λες γι’ αυτόνε;”. Αυτός ήταν αφοσιωμένος εκεί που έπαιζα και δεν τους απαντούσε. Μου λέει κάποια στιγμή ο Φίλιππας: “Είναι εδώ ο δάσκαλός μου ο Κίτσος Χαρισιάδης”. Με το που μου το ’πε με έπιασε τρεμούλα, δεν μπορούσα να παίξω. Ερχεται στο τέλος ο Κίτσος και λέει στο Φίλιππα: “Εσένα έδειξα εγώ, Φίλιππα, κλαρίνο και ο μαθητής σου έμοιασε εμένα”».
Συζητάμε για τα βιώματα που καθορίζουν τον τρόπο έκφρασης. «Κάθε γενιά έχει τα δικά της παράπονα και μυστήρια» λέει ο Π. Χαλκιάς, «δεν είναι το ίδιο η μια γενιά με την άλλη. Τα συναισθήματα είναι διαφορετικά. Τα χρόνια τα δικά μας δεν είχε αυτοκίνητο, πήγαιναν με τα άλογα. Θυμάμαι μια μέρα με πήρε ο πατέρας μου μικρό με το κλαρίνο κοντά και πήγαμε σε ένα γάμο. Από το ένα χωριό στο άλλο είναι δυο ώρες περπάτημα. Οι άλλοι ήταν στα άλογα, εμείς πηγαίναμε σιγά σιγά παίζοντας σε κάθε χωριό που περνούσαμε. Μας έπιασε βροχή στον δρόμο. Ολες αυτές οι εικόνες, οι καταστάσεις είναι συναισθήματα που βγαίνουν στη μελωδία. Αυτά είναι παράδοση. Τα βιώματα».
Της μοίρας τα λόγια και το χείλος του γκρεμού
Μιλάμε με τον Β. Κώστα για την άρρηκτη σχέση της Ηπείρου με τα μοιρολόγια. «Το μοιρολόι είναι βασική μορφή έκφρασης της λύπης. Είναι φόρος τιμής στους ανθρώπους που ζουν στην ξενιτιά και σε αυτούς που δεν ζουν πλέον. Είναι όμως και το μέσο για να υμνηθεί η φύση και η ίδια η ζωή. Γι’ αυτό τα πανηγύρια αρχίζουν και τελειώνουν με μοιρολόι». Ο Π. Χαλκιάς χαμογελά και παίρνει τον λόγο. «Η λέξη μιλάει από μόνη της, ακόμη κι αν δεν μπορούμε πάντα να την καταλάβουμε. Μοιρολόι είναι της μοίρας τα λόγια».
Ρωτάω τον Β. Κώστα πώς οραματίζεται το μέλλον του σε σχέση με την ηπειρώτικη μουσική. «Το μέλλον για μένα αρχίζει με αυτό το πρότζεκτ. Αυτό που θέλω είναι να κάνω ό,τι είναι εφικτό για να διατηρώ το επίπεδο της ηπειρώτικης μουσικής όσο το δυνατόν ψηλότερα. Γιατί μόνο τότε μπορεί κανείς να εμπνεύσει ανθρώπους». Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στη συνεργασία του με τον δεξιοτέχνη του κλαρίνου; «Οταν με τον Πέτρο παίζουμε ένα ζαγορίσιο προσπαθούμε να μην ακουγόμαστε σαν να κινούμαστε σε ασφαλείς περιοχές. Δεν θέλουμε την ασφάλεια, μας γοητεύει το ρίσκο. Να νιώθουμε ότι είμαστε στο χείλος του γκρεμού και την τελευταία στιγμή κάποιος μας επαναφέρει».
Ο Π. Χαλκιάς λέει από την πλευρά του: «Οταν παίζουμε μαζί προσπαθούμε να κάνουμε διάλογο σωστό. Εμείς δεν παίζουμε όπως στο πανηγύρι ή στον γάμο, για να ευχαριστήσουμε τον πελάτη. Θέλουμε να γίνεται σωστά η δουλειά. Στους εκατό ανθρώπους οι δέκα είναι γλεντζέδες και καταλαβαίνουν το καλό ποιο είναι. Λοιπόν εμείς παίζουμε γι’ αυτούς τους δέκα».
Ο Β. Κώστας αναφέρεται σε μια συνομιλία που είχαν την προηγούμενη βραδιά, λίγο πριν από τη συναυλία τους, με αφορμή την «Ποταμιά» και δίνει τον λόγο στον δάσκαλο, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία από την εποχή που ζούσε στο χωριό: «Θυμάμαι μια φορά που περπατούσαμε για ώρες με τα όργανα. Σε κάθε χωριό που σταματούσαμε μας έλεγαν “παίξετε λίγο την ‘Ποταμιά’”. Αντε κινούσαμε για το άλλο χωριό, πάλι την “Ποταμιά” μας ζητούσανε. Είναι τα βιώματα αυτά. Πολλές φορές με βλέπεις να παίζω και να αλλάζω. Είναι γιατί θυμάμαι όλα αυτά. Είναι σαν να βρίσκομαι και πάλι εκεί. Θυμάμαι τα μέρη, τους ανθρώπους. Εγώ όταν παίζω το κλαρίνο παίζω αυτά τα συναισθήματα για τους φίλους μου τους παλιούς. Αυτά με κρατάνε στη ζωή».
INFΟ
Το CD «The soul of Epirus» κυκλοφορεί από την Artway – Technotropon