Η Ηλιάνα Τσακιράκη των Enemy of Reality στο Documento: «Ο πραγματικός εχθρός είναι ο εαυτός μας»

«Ο βασικός λόγος που όλο και περισσότεροι, ειδικά παιδιά, ασχολούνται με τη μουσική δεν είναι ένα πτυχίο ή μια καριέρα αλλά η ψυχική ανάταση», τονίζει η Ηλιάνα Τσακιράκη

Η τραγουδίστρια Ηλιάνα Τσακιράκη, μιλάει με αφορμή την επετειακή συναυλία των Enemy of Reality για τα έντεκα χρόνια του αθηναϊκού συμφωνικού μέταλ συγκροτήματος.

Ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική σε ηλικία πέντε ετών ακολουθώντας το παράδειγμα της μεγαλύτερης αδερφής της που έπαιζε πιάνο και στράφηκε στον δύσκολο δρόμο των κλασικών σπουδών. Σήμερα είναι η ίδια καθηγήτρια φωνητικής και τραγουδίστρια στους Enemy of Reality, το συγκρότημα που εκπροσωπεί επάξια την ελληνική σκηνή στον χώρο του συμφωνικού μέταλ και που σε λίγες μέρες θα γιορτάσει τα έντεκα χρόνια του με μια μεγάλη συναυλία στην Αθήνα.

Θα περίμενε κανείς μια επετειακή συναυλία στα δέκα χρόνια…

Το λέγαμε κι εμείς μεταξύ μας και γελούσαμε, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά αφού τα δέκα χρόνια συνέπεσαν με το διάστημα που βρισκόμουν στην ανάρρωση από μια επέμβαση και η μπάντα είχε μπει αναγκαστικά για λίγο καιρό στον πάγο.

Ποια είναι η πραγματικότητα που εχθρεύονται οι Enemy of Reality; Πώς καταλήξατε σε αυτό το όνομα;

Πέρα από το προφανές, που είναι η αγάπη μας για τους Nevermore και το «Enemies of reality», αυτό που θέλαμε να πούμε είναι ότι ο πραγματικός εχθρός που σε αποτρέπει, σε εμποδίζει να κάνεις κάτι, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Πλέον όμως ο κόσμος δεν μένει τόσο πολύ στο όνομα όσο στους στίχους αλλά και στην εικόνα, στον τρόπο δηλαδή που παρουσιάζεται μια μπάντα και το κατά πόσο υποστηρίζει με τη σκηνική παρουσία της το υλικό της. Εμάς βέβαια όλο αυτό το θεατρικό στήσιμο μάς έχει περιορίσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Είμαστε όλοι μας όμως άνθρωποι της τέχνης και του θεάτρου και από τη στιγμή που μας αρέσει η ιδέα να βγαίνουμε στη σκηνή με κοστούμια και αξεσουάρ αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο και να το κάνουμε. Γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο ο εχθρός μιας πραγματικότητας που πολεμάμε να αλλάξει.

Τι έχει αλλάξει στη φιλοσοφία των Enemy of Reality έπειτα από έντεκα χρόνια και τρεις δίσκους;

Οταν ξεκινήσαμε, νομίζαμε ότι θα κατακτούσαμε τον κόσμο. Θέλαμε να βγάζουμε δίσκο κάθε ενάμισι με δύο χρόνια, να κάνουμε βιντεοκλίπ, περιοδείες. Στην πορεία βέβαια συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει, γιατί τελικά ο μεγαλύτερος σύμμαχος για κάποιον που επενδύει στη μουσική είναι ο χρόνος. Η ποιοτική δουλειά δεν θέλει βιασύνες, θέλει αργά βήματα, υπομονή και επιμονή. Επίσης πολύ γρήγορα –ευτυχώς– πέρασε σε δεύτερη μοίρα η επιδειξιομανία. Εγώ, ας πούμε, ήθελα να τραγουδώ όσο πιο ψηλά μπορούσα, έτσι το έβλεπα, έτσι έκανα. Τώρα το βασικό ζητούμενο είναι κάθε κομμάτι να βγει όπως πρέπει, κάτι που πολλές φορές σημαίνει να αφαιρείς και όχι να προσθέτεις.

Πόσο σημαντικό είναι για σας το στοιχείο της έκπληξης στη σύγχρονη τραγουδοποιία;

Ζούμε στην εποχή που τα περισσότερα πράγματα έχουν παιχτεί και ακουστεί, οπότε η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα είναι όταν ένας καλλιτέχνης βάζει στη μουσική του στοιχεία που δεν θα περίμενα από αυτόν να τα χρησιμοποιήσει.

Στη δική σας μουσική υπάρχει το παραδοσιακό στοιχείο, χωρίς όμως να καπελώνει τον συμφωνικό χαρακτήρα σας.

Δεν σου κρύβω ότι εγώ ήθελα να είναι ακόμη πιο έντονο, αλλά, όταν είδα ότι αλλάζει το γενικότερο ύφος μας και κάποια βασικά στοιχεία περνούν σε δεύτερη μοίρα, κατάλαβα ότι υπήρχε ο κίνδυνος να βγάλουμε κάτι που δεν θα είναι τόσο Enemy of Reality. Κάπως έτσι το πάντρεμα κατέληξε να είναι πιο ομαλό.

Μήπως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίσατε τη διασκευή στο «Την πατρίδα μ’ έχασα» λειτούργησε ως μπούσουλας για το «Where truth may lie»;

Οταν κάναμε τη διασκευή, το «Where truth may lie» είχε ήδη ηχογραφηθεί. Ο λόγος όμως που το κυκλοφορήσαμε νωρίτερα ως σινγκλ, ανήμερα της επετείου της Γενοκτονίας των Ποντίων, ήταν επειδή το άλμπουμ καθυστέρησε να βγει εξαιτίας του κορονοϊού. Είναι ένα κομμάτι που υφολογικά σήκωνε πολλά παραδοσιακά όργανα και έδινε μια ιδέα για το πώς οι Enemy of Reality θα έπαιζαν ένα παραδοσιακό κομμάτι και όχι πώς θα ήταν η μουσική μας με ακόμη πιο έντονο το παραδοσιακό στοιχείο. Είναι εντυπωσιακό πάντως το πόσο σεβασμό τού αποδίδει ο κόσμος στις συναυλίες μας, ακόμη και στο εξωτερικό, όπου μπορεί να μην καταλαβαίνουν τους στίχους, αντιλαμβάνονται όμως ότι μιλάμε για κάτι πολύ σημαντικό.

Εχω την αίσθηση ότι το κοινό στο εξωτερικό σάς έχει αγκαλιάσει περισσότερο σε σχέση με το ελληνικό.

Ισχύει. Το συμφωνικό μέταλ είναι έτσι κι αλλιώς πιο διαδεδομένο έξω, αλλά αυτό που μου κάνει περισσότερη εντύπωση είναι η εξοικείωσή τους με την ελληνική μυθολογία που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της θεματολογίας μας.

Το «Δε σε θέλω πια» είναι το δεύτερο τραγούδι που διασκευάζετε και ξυπνά μνήμες ξεριζωμού, μετά το «Την πατρίδα μ’ έχασα». Πώς αποφασίσατε να το κάνετε;

Είναι μια διασκευή που προέκυψε από την πρόσμειξη των πολιτισμών, ιταλικού και ελληνικού. Προηγείται της καταστροφής της Σμύρνης, οπότε δεν υπάρχει άμεσος συσχετισμός με τον ξεριζωμό. Το κομμάτι το αγαπάμε, είναι διαχρονικό κι αυτό έχει αποδειχτεί από τα 120 χρόνια ιστορίας του. Προέκυψε μέσα από τζαμάρισμα, ανταλλαγή ιδεών μεταξύ μας και προσφερόταν γι’ αυτή τη μελωδική παράφραση που του κάναμε. Δεν θέλαμε να είναι απλώς μια επανεκτέλεση, αλλά μια πρόταση με αισθητική και είμαστε πολύ χαρούμενοι που το κάναμε.

Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σε σχέση με την περίοδο που ξεκίνησες να ασχολείσαι ενεργά με τη μουσική;

Το βασικότερο είναι ότι έχει αλλάξει η προσέγγιση του δασκάλου. Θυμάμαι στη δική μου εποχή πολλά παιδιά να σταματούν γιατί δεν άντεχαν την πίεση, ειδικά στις κλασικές σπουδές. Σήμερα ο βασικός λόγος που όλο και περισσότεροι, ειδικά παιδιά, ασχολούνται με τη μουσική δεν είναι ένα πτυχίο ή μια καριέρα αλλά η ψυχική ανάταση. Ολος ο κόσμος είναι μες στα προβλήματα και στο άγχος, γίνονται γύρω μας πράγματα που σου ρίχνουν τη διάθεση, οπότε το να δημιουργήσεις επιπλέον πίεση σε έναν μαθητή που έρχεται αδιάβαστος δεν βοηθάει, θα τον χάσεις. Μπορεί ενός παιδιού να χωρίζουν οι γονείς του, μπορεί ένας πιο μεγάλος σε ηλικία μαθητής να είναι απλήρωτος, μπορεί κάποιος δικός του να είναι άρρωστος. Ενας σωστός δάσκαλος θα προσπαθήσει να αναθερμάνει το ενδιαφέρον και να δώσει επιπλέον κίνητρα στους μαθητές του.


INF0
Οι Enemy of Reality θα εμφανιστούν το Σάββατο 29 Μαρτίου στο Fuzz Live Music Club. Τη συναυλία θα ανοίξουν οι Lazy Man’s Load και οι Deus Culpa