Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη στο Docville: «Zούμε το #MeToo της πολιτικής κακοποίησης»

Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη στο Docville: «Zούμε το #MeToo της πολιτικής κακοποίησης»

«Και το μόνο που θα μπορούμε να ευχηθούμε είναι ο κακοποιητής μας να μην είναι ένας πλούσιος, “επιφανής”, με κυβερνητικές πλάτες», αναφέρει η σκηνοθέτρια και δραματουργός Ηλέκτρα Ελληνικιώτη στο Docville. Μιλήσαμε με αφορμή την παράσταση «Ελευθερία εις Θάνατον» που παρουσιάζεται στην Κάμιρο για 14 παραστάσεις από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 22 Νοεμβρίου.

Στις 31 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε «η δίκη των έξι»: πέντε Έλληνες πολιτικοί και ένας στρατιωτικός παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ως οι κύριοι υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες την ίδια μέρα στο Γουδί. Εκείνο το πρωί, ο Πρόεδρος του Έκτακτου Στρατοδικείου, διαβάζει την ετυμηγορία και, όντας τρομερά ταραγμένος, ξεχνάει να τηρήσει το πρωτόκολλο και αποχωρεί από την αίθουσα χωρίς να πει «λύεται η συνεδρίασις». Η δίκη των έξι τυπικά δεν λύθηκε ποτέ. Εξακολούθησε σιωπηλά να συντελείται σε όλο τον 20ο αιώνα. Και τα ερωτήματα του τότε παρέμειναν αναλλοίωτα.

«Ελευθερία εις Θάνατον». Η παράσταση πραγματεύεται τη «δίκη των έξι». Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο θέμα και μάλιστα στη σημερινή χρονική συγκυρία;

Η ιδέα της παράστασης προέκυψε από το κάλεσμα για κατάθεση προτάσεων στο πλαίσιο του φετινού Όλη η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός, το οποίο είχε θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολύ κοντά στην περίοδο καταθέσεων της πρότασης, είχα διαβάσει, έπειτα από προτροπή του συνεργάτη και φίλου Μάνου Λαμπράκη, το βιβλίο “Είς Θάνατον” του Βασίλη Τζανακάρη, το οποίο αποτελεί μια μεγάλη και ευρεία έρευνα γύρω από τη δίκη των έξι. Όσα γνώριζα εώς εκείνη τη στιγμή για τη δίκη, ήταν επιδερμικές πληροφορίες. Διαβάζοντας το βιβλίο, αντιλήφθηκα τις διαστάσεις αυτής της υπόθεσης, όχι μόνο για την εποχή στην οποία πραγματοποιήθηκε, αλλά και για την ελληνική ιστορία του τελευταίου αιώνα. Το αρχικό κίνητρο θα έλεγα ότι ήταν περισσότερο ιστορικό, πολύ σύντομα όμως μετατράπηκε σε πολιτικό και θεατρικό κίνητρο.

Ακριβώς 100 χρόνια μετά, η «Θέρος» με την παράσταση «Ελευθερία εις Θάνατον» επιχειρεί να δώσει ένα «τέλος» σε αυτή τη δίκη. Τι πιστεύετε ότι έχει μείνει ατελές ή ανοιχτό σε διαφορετικές σκέψεις και ερμηνείες; Ποια είναι η πολιτική/ κοινωνική διάσταση του έργου και με ποια ερωτήματα φέρνει αντιμέτωπους τους θεατές;

Η παράσταση ξεκινά με την ετυμηγορία της δίκης των έξι και περνάει στην ανακοίνωση της αθώωσης των έξι 88 χρόνια μετά, έπειτα από αίτημα που κατέθεσε στον Άρειο Πάγο ένας απόγονος του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Επιχειρούμε, δηλαδή, να δώσουμε ένα τέλος όχι στην ίδια τη δίκη (η οποία έστω και 88 χρόνια μετά έληξε) αλλά σε όλα αυτά που άφησε ανοιχτά ή η δίκη το 1922. Ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου, Αλέξανδρος Οθωναίος, ήταν τόσο ταραγμένος, που ξέχασε να πει “λύεται η συνεδρίασις”. Κι από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ακολουθούν η εκτέλεση των έξι, η δικτατορία του Παγκάλου, (επιτυχημένα και αποτυχημένα) κινήματα για την ανάληψη της εξουσίας, η δικτατορία Μεταξά, ο Εμφύλιος, οι εκτελέσεις Κομμουνιστών, η χούντα των Συνταγματαρχών. Ποια πόρτα άνοιξε άραγε η νομότυπη αλλά όχι νόμιμη δίκη πολιτικών προσώπων από στρατιωτικούς; Μπορεί η κατά το δοκούν εκτέλεση της δικαστικής εξουσίας να δημιουργήσει πολιτικές εκτροπές; Η απάντηση στο τελευταίο είναι σίγουρα ναι, και το βλέπουμε μέχρι σήμερα. Αν σε μια δημοκρατία, είναι απαραίτητη η διάκριση μεταξύ των εξουσιών, τότε προφανώς η παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης, θέτει ζήτημα δημοκρατίας. Και για μένα, αυτό είναι το σημαντικότερο ερώτημα: μπορούμε να αποκαλούμε “δημοκρατία” ένα πολίτευμα που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι ικανό να κάνει ακόμα και φόνο, για να επιβιώσει; Η απάντηση που δίνει ο καθένας και η καθεμιά μας σε αυτή την απάντηση, δείχνει και σε τι βαθμό αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας ως θεατές/θεάτριες του έργου που παίζεται στην κοινωνική και πολιτική σκηνή.

Πιστεύετε ότι η συγκεκριμένη δίκη υπήρξε ένας τρόπος να ενεργοποιηθεί μία βαλβίδα ασφαλείας που ενσωμάτωσε και αφομοίωσε την κοινωνική δυσαρέσκεια; Υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα σήμερα;

Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη δίκη ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα ένας τρόπος να ενεργοποιηθεί η βαλβίδα ασφαλείας που θα διέσωζε στο βαθμό του επιτρεπτού την πολιτική σκηνή της εποχής, με τρόπο τέτοιο που η κοινή γνώμη θα πειθόταν ότι εισακούστηκε, ότι λήφθηκε υπόψιν. Με έναν τρόπο ναι, πιστεύω ότι οι χιλιάδες πρόσφυγες που κοιμόνταν σε χαρτόκουτα και παραπήγματα, που δεν προλάβαιναν το ψωμί με το δελτίο, οι χιλιάδες εξοντωμένοι στρατιώτες που είχαν επιστρέψει κατακρεουργημένοι και υποσιτισμένοι, οι χιλιάδες εξοργισμένοι και σοκαρισμένοι Αθηναίοι, έπρεπε να νιώσουν μια κάποια δικαίωση και εξιλέωση. Έπρεπε να πεισθούν ότι οι ευθύνες δόθηκαν και οι υπαίτιοι τιμωρήθηκαν. Έπρεπε να πληρωθεί το αίμα των 600.000 και νεκρών με αίμα. Και το πιο εύκολο αίμα ήταν αυτών των έξι. Όχι ασφαλώς του βασιλιά Κωνσταντίνου, ούτε του πρίγκιπα Ανδρέα. Βλέποντας η κοινωνία ότι ακόμα και τρεις πρώην πρωθυπουργοί μπορούν να εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες, παραδειγματίστηκε· κάλμαρε την οργή της και έπαψε να αναζητά ευθύνες. Τα σημερινά παραδείγματα δεν έχουν τόσο αίμα, ίσως γιατί δεν έχουμε και δυσαρέσκειες αντίστοιχης διάρκειας. Ίσως ακόμα γιατί, όσο εφιαλτικά και αντιδημοκρατικά κι αν είναι αυτά που βιώνουμε, δεν μετράνε τόσους νεκρούς- τα μεγέθη των σημερινών τραγωδιών μοιάζουν τουλάχιστον (κι ας μην είναι πραγματικά) μικρότερα. Βέβαια, δίκες εξακολουθούνται να γίνονται για τα μάτια του κόσμου, αλλά έχουμε περάσει στην αντιπέρα όχθη της εκτέλεσης των έξι: οι ένοχοι επιστρέφουν σπίτια τους, δεν θανατώνονται. Ευτυχώς για το τελευταίο, δυστυχώς για το πρώτο. Δυστυχώς κρατάω μικρό καλάθι για τις μέρες που έρχονται, καθώς ήδη βλέπουμε την κυβέρνηση να εισάγει μια ρητορική πρακτόρων και κατασκόπων. Κι από τον κατάσκοπο στον προδότη, είναι μια χαμένη εκλογική κάλπη δρόμος.

Το κοινό θα μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εκδοχές της παράστασης: την ζωντανή και την ψηφιακή. Τι εργαλεία προσφέρει η κάθε εκδοχή;

Η ζωντανή εκδοχή προσφέρει την δυνατότητα της ενεργούς παρουσίας στην ιστορία. Αφορμή για την παράστασή μας είναι μια στημένη δίκη που πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια κοινοβουλευτική αίθουσα· με αυτό τον τρόπο, η συγκεκριμένη δίκη συγκέρασε τρεις “σκηνές”: την δικαστική, την πολιτική και τη θεατρική. Αυτό, ως στοιχείο, τριπλασιάζει και την αξία του ρόλου του κοινού. Η ψηφιακή εκδοχή, από την άλλη, προσφέρει τη δυνατότητα, να δει κανείς από απόσταση μια τόσο δύσκολη και φορτισμένη υπόθεση. Με τον κίνδυνο βέβαια, να μην έχει τη συνολική εικόνα της, αλλά μόνο ό,τι η οθόνη του δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζει. Είναι όμως και αυτός ο τρόπος, ο ψηφιακός, ένας απόλυτα παρών τρόπος στη σύγχρονη ζωή. Γι’ αυτό, ακόμα και το πώς βιώνουμε και αντιμετωπίζουμε την πρόσληψη τόσο σοβαρών γεγονότων ψηφιακά, έχει μια σημασία ως προς το τι πολίτες μας κάνει. Αυτό θέλουμε να ενεργοποιήσουμε με την ψηφιακή εκδοχή.

Με ποιον τρόπο ολοκληρώσατε την έρευνα σε σχέση με το κοινωνικό κλίμα της εποχής, τα δημοσιεύματα στον Τύπο, τον αντίκτυπο της δίκης στην κοινωνία;

Το πραγματικό κοινωνικό κλίμα της εποχής και τον κοινωνικό αντίκτυπο της δίκης δυστυχώς δεν μπορούμε να ξέρουμε αν όντως τα γνωρίσαμε, καθώς ό,τι μάθαμε στην έρευνά μας το μάθαμε από το αρχείο των εφημερίδων της εποχής, από την αλληλογραφία, τα ημερολόγια και τα απομνημονεύματα των πολιτικών και μη προσώπων που εμπλέκονταν στην υπόθεση των έξι και σε μικρότερο βαθμό από τις ιστορικές μελέτες που ακολούθησαν της δίκης. Ένα πράγμα που μου έκανε προσωπικά εντύπωση, είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δίκης, με την Αθήνα πλημμυρισμένη πρόσφυγες, ένα σημαντικό κομμάτι της νυχτερινής της ζωής εξακολουθούσε κανονικά. Τα νυχτερινά κέντρα γέμιζαν, παίζονταν θεατρικές παραστάσεις για τις οποίες γράφονταν και κριτικές, και ούτω καθεξής. Ένα κομμάτι δηλαδή της κοινωνίας και της πόλης, συνέχισε τη ζωή του κανονικά. Φαντάζομαι συντετριμμένο από την τραγωδία που είχε βρει μια μερίδα των συνανθρώπων τους, αλλά παρ’ όλ’ αυτά υπό τους ήχους μιας τζαζ μπάντας ή ντυμένο τα φίνα υφάσματα της μπελ επόκ. Κατά τα άλλα, μέχρι σήμερα υπάρχουν οικογένειες μικρασιατών προσφύγων που δεν έχουν λάβει τις αποζημιώσεις τους, ο πρίγκιπας Ανδρέας εξορίστηκε τότε αποχαιρετόμενος από τον ίδιο τον στρατηγό Πάγκαλο και το 1951 πρωθυπουργός ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας -αν όλα αυτά δείχνουν κάτι για τον κοινωνικό αντίκτυπο…

Ήταν μια δίκαιη ή μια άδικη δίκη; Ήταν αθώοι ή ένοχοι; Σας απασχόλησαν αυτά τα ερωτήματα με αφορμή και σύγχρονα παραδείγματα όπως η δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη ή της ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή;

Ήταν μια άδικη και αυθαίρετη δίκη. Η οποία δημιούργησε ένα τετελεσμένο για το πόσο και πώς παρέμβαιναν οι στρατιωτικοί κύκλοι έκτοτε στα πολιτικά ζητήματα της χώρας. Άνοιξε τον δρόμο για την νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη των καθεστωτικών, των χουντικών και των φασιστών αργότερα. Ήταν αθώοι για την κατηγορία με την οποία τους δίκασαν και τους εκτέλεσαν, αυτή της εσχάτης προδοσίας, αλλά ήταν ένοχοι για την καταστροφική πολιτική τους και την παντελή άγνοια της πολιτικής πραγματικότητας. Αν είχαν δικαστεί με την κατηγορία της ασύγγνωστης αμέλειας φερ’ ειπείν, και είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στη φυλακή, δεν θα κάναμε αυτή τη συζήτηση σήμερα. Αλλά αν είχαν δικαστεί δίκαια θα είμασταν μια άλλη χώρα σήμερα, και ένα άλλο έθνος τότε. Και ασφαλώς η καταδίκη τους δεν επέφερε καμία ουσιαστική δικαίωση στα πραγματικά θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως και σήμερα τα πραγματικά θύματα του παιδοβιαστή Λιγνάδη και του παιδοβιαστη Γεωργίαδη δεν νιώθουν καμία δικαίωση. Όπως τα θύματα του βιαστή Φιλιππίδη, το 12χρόνο θύμα του προαγωγού και παιδοβιαστή Μίχου, και πόσα άλλα θύματα κινδυνεύουν να μη νιώσουν καμία δικαίωση. Όπως η Μάγδα Φύσσα πρέπει να ανέχεται το ναζιστικό χαιρετισμό του Πλεύρη μαζί με τη συναίνεση της έδρας. Δεν είναι μόνο το #MeToo των σεξουαλικών κακοποιήσεων στον αθλητισμό και στο θέατρο. Είναι το μεγάλο #MeToo της ταξικής και πολιτικής κακοποίησης.

Η Μεταπολίτευση έχει τελειώσει, η Δημοκρατία είναι ένα καθεστωτικό παραπέτασμα και όλες και όλοι μας αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε στη θέση των θυμάτων. Και το μόνο που θα μπορούμε να ευχηθούμε τότε, είναι ο κακοποιητής μας να μην είναι ένας πλούσιος, “επιφανής”, με κυβερνητικές πλάτες. Ή, για να μη συμβεί αυτό, να διεκδικήσουμε το ρόλο που μας αρμόζει στη “σκηνη”: τον πρωταγωνιστικό.

INFO:

Από 31 Οκτωβρίου

Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, 21:00

Κάμιρος, Ιθάκης 32, Κυψέλη | Online

Documento Newsletter