Με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση φέτος ίσως συχνότερα από πριν επανέρχεται στο προσκήνιο το έργο του Διονύσιου Σολωμού. Προφανώς όταν μιλάμε για Σολωμό το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου είναι ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», ωστόσο αξίζει να σταθεί κανείς στη «Γυναίκα της Ζάκυθος», το ένα από τα δύο πεζά έργα του (το άλλο είναι ο «Διάλογος»), για τον αξιοθαύμαστο τρόπο που ο ποιητής καταφέρνει να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να αλιεύσει υλικό από τα πιο σκοτεινά βάθη.
Το αινιγματικό κείμενο –σε ό,τι αφορά τη μορφή και το ύφος– το οποίο είναι σε ανοιχτή συνομιλία με την Παλαιά Διαθήκη, την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, την «Υπερκάλυψη» του Ούγκο Φόσκολο και τον «Ανώνυμο» του 1789, γράφτηκε με στόχο να σατιρίσει την ανήθικη και αντεθνική στάση μιας Ζακυνθινής την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αφηγητής είναι ο ιερομόναχος Διονύσιος (alter ego του Σολωμού), δηλαδή ένας διαπιστευμένος εκπρόσωπος του Καλού, ο οποίος μελετά τη συμπεριφορά της γυναίκας αυτής κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Όσο αγνός είναι ο ιερομόναχος τόσο πονηρή η γυναίκα που περιγράφει («πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους»), σαν να αποτελούν τους δύο αντίθετους πόλους του Καλού και του Κακού που κρατούν τον κόσμο σε ενότητα. Ο ιερομόναχος προτού καν το καταλάβει έχει γοητευτεί από το σκοτάδι της σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής της. Την περιγράφει ως κάποια που μισεί όλο τον κόσμο: τις άλλες γυναίκες, εκείνους που έχουν ξεσηκωθεί για Επανάσταση, τις Μεσολογγίτισσες που έφυγαν από τον τόπο τους για να γλιτώσουν από σίγουρο θάνατο. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» μισεί ακόμη και το ίδιο της το παιδί, ενώ ταυτόχρονα εύχεται να δει σύντομα την αδερφή της ρακένδυτη να ζητιανεύει στον δρόμο.
Είναι τόσο ερεβώδης και τρομακτική προσωπικότητα που είναι αδύνατο να τη συμπαθήσει ο αναγνώστης αλλά και αδύνατο να την αγνοήσει. Σύμφωνα με τις περιγραφές του ιερομόναχου το κορμί της είναι μικρό και παρμένο, το στήθος πάντα σημαδεμένο από τις βδέλλες που βάζει για να ρουφήξουν το τηχτικό (τη φυματίωση), ενώ τα στήθη της κρέμονται σαν καπνοσακούλες. Όπως συχνά συμβαίνει στον ρομαντισμό η εξωτερική εμφάνιση να αποτυπώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, έτσι κι εδώ το μισερό παρουσιαστικό αντανακλά τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας. Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι:
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκύτταζες από την άκρη του πηγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μια πλεξίδα στρογγυλοδεμένη και από πάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ’ εύρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το οποίο ήταν πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν’ αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια, που εσμίγανε με τα απάνου πούτανε λευκότατα και μακριά.
9. Και μόλον πούτανε νια, οι μήλιγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασιά της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξή μελετώντας την πονηριά.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο,
12. και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ’ έκανε να στοχασθείς ότι, η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη όπου κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
Η γυναίκα σίγουρη για τη δική της θέση στον κόσμο όχι μόνο δεν σέβεται την προσφυγιά των γυναικών του Μεσολογγίου αλλά τις ειρωνεύεται για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση και τις κατηγορεί για τη φτώχεια τους που προκύπτει από την ανάγκη τους να ζήσουν μια ελεύθερη ζωή. Ωστόσο, η ώρα της πληρωμής δεν θα αργήσει να έρθει και μάλιστα από τον τιμωρητικό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που έχει ήδη προφητέψει μέσα από τα οράματά του ο ιερομόναχος.
Το έργο που μαζί με τον «Παπατρέχα» του Κοραή σηματοδοτεί την απαρχή της ελληνικής διηγηματογραφίας είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα με πολλά ζακυνθινά ιδιωματικά στοιχεία. Ο Σολωμός ξεκίνησε να το γράφει στη Ζάκυνθο το 1826. Το 1829 το επεξεργάστηκε ξανά με διαγραφές, προσθήκες και παραλλαγές. Τέσσερα χρόνια μετά και επηρεασμένος από την περιβόητη οικογενειακή δίκη θέλησε να αλλάξει αρκετά σημεία εντάσσοντας στο κείμενο με τη μορφή του διαβόλου κάποιες από τις τραυματικές εμπειρίες που αποκόμισε. Η συγκεκριμένη προσπάθεια δεν ήταν επιτυχής με αποτέλεσμα το κείμενο να μείνει ημιτελές. Το 1834, κι ενώ ήδη το είχε εγκαταλείψει κράτησε από αυτό το θέμα της πτώσης του Μεσολογγίου, το επεξεργάστηκε σε δεκαπεντασύλλαβα ιαμβικά δίστιχα και δημιούργησε τους «Ελεύθερους πολιορκημένους».
Το 1859, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Σολωμού, ο Ιάκωβος Πολυλάς κυκλοφόρησε την έκδοση «Τα ευρισκόμενα» με έργα του ποιητή στην οποία συμπεριλήφθηκε μόνο το τρίτο κεφάλαιο του έργου. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά ολόκληρη το 1927 από τον Κώστα Καιροφύλα στα «Ανέκδοτα έργα» του ποιητή. Εκεί καθιερώθηκε και ο τίτλος που ξέρουμε σήμερα (για πρώτη φορά καταγράφηκε ως «Γυναίκα της Ζάκυθος» από τον Ν. Ροντάκη στο περιοδικό Ζωή το 1902) παρότι ο αρχικός που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Σολωμός είναι: «Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου, εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου» («Visione di Dionisio Ι di Dionisio Ιερομόναχο εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου»). Στην έκδοση των «Αυτογράφων», καθώς και στις παρατηρήσεις του Λουί Κουτέλ (Formation poétique de Solomos (1815-1833), Ερμής, Αθήνα 1977) σχετικά με τα στάδια επεξεργασίας του έργου, στηρίζονται σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις.
Τι συμβολίζει όμως η γυναίκα αυτή; Στο πρόσωπό της ο Καιροφύλας είδε την αγγλική προστασία υπό την οποία τελούσαν τότε τα Επτάνησα, ο Μαρίνος Σιγούρος θεώρησε ότι επρόκειτο για πιο προσωπική αναφορά και αφορούσε τη σύζυγο του Ροβέρτου Σολωμού που προέτρεψε την εκκίνηση της οικογενειακής δικαστικής διαμάχης στην οποία ενεπλάκη για χρόνια ο ποιητής. Ο Γάλλος νεοελληνιστής Οκτάβ Μερλιέ έπειτα από πολυετή μελέτη συμπέρανε ότι η γυναίκα δεν ταυτίζεται με κάποιο συγγενικό πρόσωπο του ποιητή αλλά ότι συγκεντρώνει στοιχεία από αρκετές γυναίκες της εποχής τις οποίες αντιπαθούσε ο Σολωμός. Ο Γιώργος Βαλέτας είδε σε εκείνη την άρχουσα τάξη της Ζακύνθου η οποία επιθυμούσε την κατασίγαση κάθε επαναστατικής πράξης από φόβο μην χάσει τα προνόμιά της. Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες που αποδίδονται στο έργο σε σχέση με την εποχή του, αξίζει να διαβαστεί ως σπάνια σπουδή πάνω στη φύση του Κακού.
Το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος (σε επιμέλεια Λίνου Πολίτη), Μεταίχμιο (σε επιμέλεια Δημήτρη Δημηρούλη), ΜΙΕΤ (με πρόλογο της Ελένης Τσαντσάνογλου) και Στιγμή (σε επιμέλεια Στυλιανού Αλεξίου). Μπορείτε επίσης να το διαβάσετε ηλεκτρονικά, στη σελίδα του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=381&author_id=47