H συγκεκριμένη ιστορία δείχνει ανάγλυφα πώς η δύναμη του λόγου μπορεί να παραποιήσει την πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο, από την ανάποδη φυσικά, ισχύει και για τις πρόσφατες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αφότου ξέσπασε η κρίση, τόσο οι επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις όσο και τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ διατυμπάνιζαν την προσδοκία σκληρών κυρώσεων στην Τουρκία εκ μέρους της ΕΕ. Στην πρώτη σύνοδο οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες. Στην επόμενη εστάλη προειδοποιητικό μήνυμα. Στην τρίτη το θέμα δεν περιλαμβανόταν καν στην ημερήσια διάταξη, αλλά ο κ. Μητσοτάκης πανηγύριζε ότι το έθεσε κατά τη διάρκεια του δείπνου. Με μια ακόμη αναβολή για τη σύνοδο του Δεκεμβρίου λογικά ο πρωθυπουργός θα θριαμβολογήσει ξανά ότι κατάφερε να μην επιβληθούν κυρώσεις στην Ελλάδα.
Παρατηρούμε ένα παρατεταμένο φιάσκο και την ελληνική στάση να διολισθαίνει όλο και περισσότερο σε μια υποχωρητικότητα τόσο προς τους εταίρους μας όσο και προς τη γειτονική χώρα. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι οι άριστοι συνήθως είναι και υπάκουοι και προβλέψιμοι σύμμαχοι. Η κυβέρνηση υπέγραψε πρόθυμα τις κυρώσεις στη Λευκορωσία, τις οποίες η τάχα βραδυκίνητη ΕΕ επέβαλε τάχιστα, αλλά δεν τόλμησε να ασκήσει ούτε ένα βέτο για να πιέσει. Το αποκορύφωμα ήρθε τις τελευταίες μέρες με τη δήλωση Γεραπετρίτη περί των χωρικών υδάτων στα έξι μίλια, που λειτουργεί βέβαια ως απόδειξη ηττοπάθειας εφόσον ο κ. Μητσοτάκης δεν διαθέτει το θάρρος να τα επεκτείνει στα δώδεκα, όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο.
Υπουργοί και διάφοροι διεθνολόγοι και γεωπολιτικοί αναλυτές που παρελαύνουν στα κανάλια έχουν τον ρόλο του ψευτο-Θόδωρου στο έργο του Ψαθά «Ζητείται ψεύτης». Ακροβατώντας μεταξύ της επιστημοσύνης και της προπαγάνδας που υπηρετούν, επιστρατεύουν επιχειρήματα που διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. «Ο Ερντογάν εξάγει τα εσωτερικά του προβλήματα» λες και είναι μπακλαβάδες. «Ο Ερντογάν φαντασιώνεται οθωμανικά μεγαλεία» χωρίς να μας λένε ότι δεν αρκείται στη φαντασίωση αλλά προχωρά στην πραγματοποίησή της. «Η τουρκική οικονομία καταρρέει» αποκρύπτοντας ότι το ακούμε εδώ και τέσσερα χρόνια. Μιλώντας τη γλώσσα των προβάτων, με τις ωραιοποιημένες λέξεις της ψυχραιμίας και της αποφασιστικότητας ώστε να κατευνάζονται η κοινή γνώμη και η σαμαρική αντιπολίτευση, υποτιμούν τη γλώσσα των «λύκων» της απέναντι πλευράς.
Συμπερασματικά, κυβέρνηση και παρατρεχάμενοι υιοθετώντας τη θεωρία του Χάμπτι Ντάμπτι από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» «όταν χρησιμοποιώ μια λέξη σημαίνει αυτό που θέλω εγώ να σημαίνει» καλλιεργούν έναν μιθριδατισμό που εκτρέπει την εγρήγορση.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης