Στον δρόμο για να συναντήσω τη Γιοβάννα σκέφτομαι την τεράστια καριέρα της, το χάρισμά της να μπορεί να αγγίξει με την τέχνη της τόσα εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο.
Αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το ξεχωριστό χαρακτηριστικό της που την κάνει να μπορεί να επικοινωνήσει με ανθρώπους τόσο διαφορετικής κουλτούρας. Θα το μάθω πολύ σύντομα όταν την αντικρίσω για πρώτη φορά από κοντά – έχει τη σπάνια ικανότητα να σε κάνει να νιώθεις πως οτιδήποτε σου λέει το εννοεί και να σου δημιουργεί την αίσθηση ότι μπορείς να την εμπιστευτείς απόλυτα. Με υποδέχεται στο σαλόνι της στην Κηφισιά και μου δίνει το ελεύθερο να τη ρωτήσω οτιδήποτε θέλω.
Βλέποντας ξανά τα βίντεο από τις συναυλίες σας στη Σοβιετική Ένωση συνειδητοποιώ ότι γεννηθήκατε τραγουδώντας.
Αυτή είναι η αλήθεια. Γεννήθηκα από την κορυφή μέχρι τα νύχια μη γνωρίζοντας παρά μόνο τώρα τελευταία –όσο κι αν φαίνεται περίεργο– ότι είμαι και ποιήτρια. Η ρίζα μου είναι η ποίηση αλλά από το σόι του πατέρα μου – από την οικογένεια του πατέρα μου πήρα και φωνή.
Ο πατέρας σας Κωνσταντίνος Φάσσος ήταν σημαντικός ζωγράφος. Πώς ήταν να μεγαλώνετε σε ένα καλλιτεχνικό σπίτι;
Ήταν πολύ σημαντικός στην εποχή του. Η ζωγραφική του άρεσε πάρα πολύ και στις εκθέσεις του είχε πάρα πολύ καλές κριτικές – έχω άλμπουμ με τα έργα και την πορεία του πατέρα μου. Εκείνο το οποίο μου κληροδότησε είναι ο χαρακτήρας του. Ήταν ήρεμος, γλυκός, καλοσυνάτος· καλλιτέχνης. Από αυτούς που μόλις τους αντικρίζεις το καταλαβαίνεις αμέσως.
Πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την καλλιτεχνική φύση; Μπορώ ενστικτωδώς να το νιώσω αλλά δεν μπορώ να το ορίσω.
Κανείς δεν μπορεί. Ούτε εμείς που είμαστε σε αυτή την πλευρά. Νιώθουμε ότι αυτά τα οποία γεννιούνται μέσα μας ανήκουν σε μια άλλη κατάσταση. Εγώ γεννήθηκα για να έχω αυτήν τη φωνή και να έχω και φιλοσοφική τάση. Μια ξαδέρφη μου δικηγόρος μου είπε ότι έχω ένα ελάττωμα, ότι σκέφτομαι πολύ. Και σκέφτομαι πολύ, αυτή είναι η αλήθεια, αλλά δεν νομίζω ότι όλες τις φορές κάνει καλό.
Γιατί;
Σε βάζει σε πεδία που παιδεύεσαι. Νιώθω ότι ανακάλυψα τον εαυτό μου μέσα από το γράψιμο – την εποχή που ακολουθούσα την τραγουδιστική μου πορεία δεν με ήξερα. Είναι τόσο πολύπλοκο αυτό που πέρασα για να μπορέσω να βγάλω στην επιφάνεια τον εαυτό μου και να δω ποια είμαι και τι κρύβω μέσα μου. Το γνώθι σαυτόν είναι τεράστιο.
Δεν είναι όμως και επώδυνη διαδικασία;
Πάρα πολύ, το τίμημα είναι πολύ μεγάλο. Αλλά λες χαλάλι, γιατί διευρύνεται ο ορίζοντάς μας. Προσωπικά το βρήκα αυτό· πέρασα δύσκολα πάρα πολύ και πλέον έφτασα να αισθάνομαι ελεύθερη. Να αισθάνομαι ότι μου αρέσω και με εγκρίνω.
Τι συνέβη όταν ανακαλύψατε για τον εαυτό σας πράγματα που δεν σας άρεσαν καθόλου;
Αναγνώρισα τις αδυναμίες μου. Αναγνώρισα τα «εκεί που δεν μπορώ, εκεί που είμαι λιγότερη» και αυτό με απελευθέρωσε. Είναι σημαντικό να σε δεις όπως είσαι, να δεις ότι υστερείς σε κάποια σημεία. Αν δεν είχα προσανατολιστεί στην κλασική μουσική και είχα μείνει με τη φωνή μου όπως ήταν, όπως μου τη χάρισε η φύση, ενδεχομένως να είχα αναπτύξει φωνητικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν και στις ανάγκες του σημερινού τραγουδιού. Δεν πειράζει… την άλλη φορά. Δεν είναι πολύ αστείο;
Το βρίσκω πολύ ωραίο. Δεν μπορούμε να είμαστε τα πάντα.
Όσο αναγνωρίζεις τον εαυτό σου και τις δυνατότητές σου ή τις αδυναμίες σου βλέπεις την πορεία σου και λες αυτό θα έκανα αλλιώς. Θα μπορούσα να είχα τον εαυτό μου στα χέρια μου, γιατί δεν τον υπερασπίστηκα ποτέ και είναι αλήθεια ότι αυτό μου φέρνει πίκρα όταν το σκέφτομαι. Τι θα πω στον εαυτό μου την ύστατη στιγμή; Όταν με ρωτήσει γιατί δεν με υπερασπίστηκες; Γιατί δεν με προστάτεψες; Όλοι οι άλλοι ήταν καλύτεροι από μένα, όλοι οι άλλοι είχαν πάντα τον πρώτο λόγο, εγώ δεν τον είχα, δεν μπορούσα να υψώσω τη φωνή μου και να πω κάτι. Έσκυβα το κεφάλι κι αυτό ήταν. Αυτό μου στέρησε πολλά. Αλλά εφόσον αυτή είμαι τέλειωσε το πράγμα.
Ήταν σκληρός ο χώρος σας τότε;
Ήταν πιο αθώος, δεν ήταν όπως σήμερα. Ήταν σκληρός γιατί και τότε –προτού εμφανιστούν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης– για να κάνεις μεγάλη καριέρα έπρεπε να εμφανιστείς σε κέντρα στα οποία για να πας στα καμαρίνια, περνούσες μπροστά από εκτεθειμένες μπριζόλες. Ε, αυτό το πράγμα αμέσως μείωνε την αγάπη σου γι’ αυτό που πας να κάνεις.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή ως τραγουδίστρια σε αυτά τα κέντρα;
Πρώτη φορά τραγούδησα σε ένα κέντρο στο Μουσείο μαζί με τον Χιώτη και τη Λίντα.
Πώς ήταν η συνεργασία;
Με τον Χιώτη δεν μιλήσαμε καν. Είχα λίγη δυσκολία με τη Μαίρη Λίντα, η οποία δεν με έβλεπε σαν νέα τραγουδίστρια αλλά λίγο σαν αντίπαλο. Κι αυτό μου κόστισε, γιατί δεν είχα ιδέα από αυτά. Η φωνή μου αυτή καθαυτή δεν έχει λαϊκό χρώμα – ούτε της Μαίρης Λίντα έχει, άλλο αν πολιτογραφήθηκε σαν λαϊκή τραγουδίστρια. Τραγουδούσα γαλλικά και γερμανικά, συνολικά τέσσερα τραγούδια. Τέλος πάντων περάσανε τα χρόνια, να είναι καλά εκεί που είναι.
Είσαστε η πρώτη που έχει τραγουδήσει τη «Μυρτιά».
Ναι, ήμουν στην εταιρία του Πατσιφά τότε. Μου έδωσαν το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» και τη «Μυρτιά» την ώρα που η Νάνα Μούσχουρη έκανε τον «Επιτάφιο».
Σας λείπει εκείνη η εποχή;
Τότε τη ζούσα όπως ζούσα όλα μου τα πράγματα, τώρα καταλαβαίνω. Και βλέπω όλους αυτούς, τα θηρία του κινηματογράφου που είχαμε – το τεράστιο το πιο μεγάλο ταλέντο για μένα ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ήταν τόσα πολλά αυτά που μας δώσανε και μας άφησαν το ελληνικό στοιχείο. Μεταξύ αυτών κι εγώ. Τραγουδούσα γαλλικά και γερμανικά τραγούδια γιατί έκανα καριέρα και στη Γερμανία, είχα και φαν κλαμπ εκεί τότε. Η μεγάλη μου στιγμή βέβαια υπήρξαν η Σοβιετική Ένωση και η Ελβετία που μου έδωσε την ευκαιρία να την εκπροσωπήσω στη Eurovision. Τότε με το γκρουπ Musique aux Champs Elysées πηγαίναμε κάθε μήνα σε άλλη χώρα και σε άλλη πόλη της Ευρώπης κι εγώ εκπροσωπούσα τον ραδιοφωνικό σταθμό Γενεύης. Ο μόνος άνθρωπος που με βοήθησε –αν εξαιρέσω τον Γιάννη Ρίτσο ο οποίος ήταν ο δάσκαλός μου και τον Σπήλιο Μεντή– ήταν ο Λουί Ρε, διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Γενεύης ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να διαγωνιστώ και να κάνω όλες αυτές τις τουρνέ στην Ευρώπη και τη Eurovision.
Στη Μόσχα πώς βρεθήκατε;
Σπούδαζα στο ωδείο από 14 χρόνων και ήρθε εποχή που γινόταν ένα φεστιβάλ νεολαίας στη Μόσχα και θα πήγαιναν σε αυτό το φεστιβάλ από όλο τον κόσμο. Ετοιμαζόμουν να πάω στη Σοβιετική Ένωση που τότε ήταν παραμύθι ολόκληρο για εμάς. Επρόκειτο να ταξιδέψω στη Ρωσία και δυο μέρες πριν αφού είχα ετοιμάσει βαλίτσες ο Μαρκεζίνης είπε ότι δεν θα πάμε. Έριξα πολύ κλάμα που δεν πήγα. Στο τέλος ποιος να μου έλεγε ότι «ξέρεις; Θα πας κάποτε και θα γίνεις είδωλο».
Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου με είχε μάθει και άκουγα ρωσικές χορωδίες – παρότι ήταν πάντα δεξιός του άρεσε η παραδοσιακή τους μουσική. Κάποια φορά στα 15 μου ντύθηκα με ένα άνορακ που είχα –ήταν κόκκινο και μαύρο και το έβαλα από την κόκκινη πλευρά του– και πήγα στη σοβιετική πρεσβεία. Μου άνοιξαν την πόρτα και τους είπα ότι ήθελα τα τραγούδια τους. Βέβαια με περάσανε από ερωτήσεις. Κατάλαβαν ότι ήμουν απλώς ένα παιδί που ενδιαφερόταν μόνο για τη μουσική τους. Δεν είχαν μουσική να μου δώσουν και μου έδωσαν ένα βιβλίο το οποίο δεν ξέρω τι έγινε, πάνε και τόσα χρόνια, που λεγόταν «Όταν δέναμε το ατσάλι».
Στη Σοβιετική Ένωση γίνατε ίνδαλμα.
Έκανα 150 κοντσέρτα σε διάφορες πόλεις – στο Λένινγκραντ και στη Μόσχα, στην Κριμαία, τη Γεωργία και θυμάμαι ότι είχαν στείλει άνθρωπο για να μου ζητήσει να πάω και στην Τασκένδη, αλλά εκείνη την εποχή ήμουν 50 μέρες μακριά από την Ελλάδα και ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου. Έπρεπε να έχω πάει. Στη Γεωργία αναγορεύτηκα επίτιμη πολίτισσα και έχω το κλειδί της Τυφλίδας. Μπορώ να πω ότι σημείο αναφοράς στην Ελλάδα δεν έχω γίνει, αλλά στην Ευρώπη, όπως και στη Γεωργία ξέρω πώς είναι το να είσαι είδωλο. Κάποιες βραδιές υπήρχαν δώδεκα χιλιάδες κόσμου στα κονσέρτα μου, ενώ έφιππη αστυνομία απομάκρυνε τον κόσμο που δεν είχε εισιτήρια. Βάφτιζαν τα παιδιά τους με το όνομά μου. Όλα αυτά τα έζησα και ευχαριστώ τον θεό. Για τα άλλα που ήθελα εγώ δεν πειράζει… την άλλη φορά.
Όταν ζούσατε όλα αυτά νιώθατε σταρ; Ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός σας;
Όχι, ποτέ δεν ένιωσα σταρ. Και ποτέ δεν χάρηκα τις μεγάλες μου επιτυχίες. Άλλοι καλλιτέχνες κατεβαίνουν από τη σκηνή ενθουσιασμένοι με τις εκδηλώσεις του κοινού· εμένα αυτό δεν μου συνέβη. Κατέβαινα μάλλον φοβισμένη.
Μήπως αυτή σας η αντίδραση είναι απολύτως φυσιολογική απέναντι στις μαζικές εκδηλώσεις θαυμασμού;
Θυμάμαι ότι την τελευταία φορά που πήγα στην Τυφλίδα και άνοιξα το ριντό κρυφά να δω τι γίνεται στην αίθουσα, έκανα ένα βήμα πίσω γιατί τρόμαξα από τον κόσμο. Μου έδειχναν με κάθε τρόπο τον θαυμασμό τους, μου έκαναν δώρα. Ακόμη κι όταν έπειτα από χρόνια πήγα προσκεκλημένη του πρέσβη στη Γεωργία σχεδόν δεν χρειάστηκε διαβατήριο για να περάσω. Περπατούσα στον δρόμο και φώναζαν το όνομά μου. Και στη Μόσχα και στις άλλες πόλεις η ουρά για τα κοντσέρτα μου έστριβε στη γωνία του τετραγώνου. Πάντα έτρεμα ότι στην Ελλάδα δεν ήμουν πάρα πολύ επίκαιρη γιατί εξαφανίστηκα τόσα χρόνια γράφοντας και παλεύοντας με τον λόγο. Εδώ δεν έγινα σημείο αναφοράς. Δεν έχει γράψει κάποιος κάτι για τα ποιήματά μου, εκτός από τα πρώτα μου που είχε ασχοληθεί και είχε γράψει καλή κριτική ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στη «Νέα Εστία» και ο Τάσος Λειβαδίτης· μετά εξαφανίστηκα. Ακόμη και για τα δώδεκα μυθιστορήματά μου δεν ενδιαφέρθηκαν να διαβάσουν τι λένε, ποια ήταν η διαδρομή μου, ποια τα βήματά μου. Ακόμη και τα πρώτα μου, όπως το «Άντε γεια» που ανέβηκε στο θέατρο και έγινε κινηματογραφική ταινία, ή ο «Βαμμένος ήλιος» που μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Λένε ότι γράφω για την τηλεόραση, άρα γράφω ελαφρά, ότι δεν είναι λογοτεχνία αυτό που κάνω. Ίσως αυτό να συνέβαινε στην αρχή, αλλά πάντα ήταν αληθινά αυτά που έγραφα. Δεν με πειράζει όμως… την άλλη φορά.
Μιλήσατε για το «Άντε γεια» και ήθελα να σας πω ότι κάθε φορά που σας ακούω να μιλάτε για την ηρωίδα του βιβλίου με συγκινείτε.
Ψάχνω πίσω από τα μάτια των ανθρώπων. Η γυναίκα για την οποία γράφω στο «Άντε γεια» ήταν ένοικος της πολυκατοικίας όπου μένω. Μια πολύ απλή γυναίκα που είχε ένα λουκουματζίδικο στη γωνία και είχε ένα αγόρι υπάλληλο το οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Αυτήν τη γυναίκα την πόνεσα, έβλεπα την ανάγκη της να μην παραιτηθεί και να ζήσει την εκτόξευση του έρωτα. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ξαναμπεί στη ζωή, γιατί η ζωή ταυτίζεται με την εκτόξευση του έρωτα. Η φιλοσοφία κ.λπ. είναι ζωή και μάλιστα βαθύτατη ζωή. Όμως δεν μπορείς να στερήσεις από τον εαυτό σου τη χαρά της συμμετοχής, το να μπορείς να ονειρευτείς, να διεκδικείς το δικαίωμα στο χάδι. Όταν όλα αυτά τα ζεις εκτός καιρού, έρχεται η τιμωρία.
Εσείς είστε ευχαριστημένη για το πώς ζήσατε τον έρωτα;
Ο έρωτας είναι μεγάλο κεφάλαιο, μπορώ να πω ότι δεν ξέρω αν ερωτεύτηκα ή, για να το πω πάρα πολύ κοινά και λαϊκά, ψωνίστηκα. Δεν το ξέρω αυτό το πράγμα. Μια φίλη μου αγάπησε πολύ κι έπαθε ζάχαρο επειδή υπήρξε μια πρώην του που τον πλησίασε πάλι. Εγώ τέτοια πράγματα δεν έπαθα. Έκλαψα, ναι, αλλά να πω ότι δεν δίνω σημασία σε τίποτε και πάω εκεί ντουγρού, όχι, δεν το έκανα. Το περνούσα από κόσκινο και όταν περνάς από κόσκινο αυτό το πράγμα, σημαίνει ότι δεν έχεις ερωτευτεί. Γι’ αυτό λέω δεν ξέρω. Ερωτεύτηκα;
Μήπως αυτό δεν είναι αρνητικό, αντιθέτως δείχνει επάρκεια;
Πάντα έλεγα τι θα πούνε, είμαι η Γιοβάννα και τι θα πούνε. Και σταματούσα. Ο έρωτας όμως είναι άλλο πράγμα, είναι μεγάλο πράγμα. Είναι η παγίδα του θεού, η πονηριά του θεού για την αναπαραγωγή. Αν δεν υπάρξει αυτή η έλξη η φοβερή, αν δεν υπήρχε ο οργασμός ακριβώς εκείνη τη στιγμή που τον αποζητάμε, δεν θα γινόταν η αναπαραγωγή.
Με τον Γιάννη Ρίτσο πώς συναντηθήκατε;
Μέσω του Σπήλιου Μεντή. Ήταν η εποχή που οι συνθέτες έκαναν μελοποιήσεις ποιημάτων και ο Σπήλιος μελοποίησε τους «Καημούς της γειτονιάς» του Ρίτσου. Στο σπίτι του Ρίτσου κάθε Σάββατο βρίσκονταν ποιητές, λογοτέχνες επιστήμονες, διανοούμενοι. Πήγαινε κι ο Σπήλιος ο οποίος έφερνε το τραγούδι που είχε συνθέσει, το μάθαινα εγώ και το τραγουδούσα τη βραδιά εκείνη που μαζεύονταν όλοι. Ήταν εκπληκτικές βραδιές αλλά εγώ δεν ήμουν έτοιμη να τις ζήσω. Γνώρισα λοιπόν τον Ρίτσο και έτσι με πήγε ο «κλειδούχος» προς άλλη κατεύθυνση και κλείστηκα και είπα θα γράψω. Κάτι με έτρωγε μέσα μου να γράψω· είπα θα γράψω ένα ποίημα να δω αν είναι ποίημα. Το πάω στον Ρίτσο και μου λέει ότι αυτό δεν είναι ποίημα, αλλά εδώ υπάρχει κάτι. Έτσι άρχισε να με διδάσκει. Εκείνος μου βρήκε τους τίτλους των δύο πρώτων μου ποιητικών συλλογών. Από την τρίτη και μετά έμεινα μόνη με τον λόγο. Γινόμουν παπί από τον ιδρώτα μες στο καταχείμωνο γιατί με παίδευε μια φράση που δεν μου έβγαινε. Το δεύτερό μου μυθιστόρημα το έγραψα 13 φορές και από κει και πέρα άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι ο λόγος. Σταδιακά έφτασα να γράφω όπως γράφω τώρα.
Νιώθετε καμιά φορά να σας πονάνε οι λέξεις;
Εκείνο το οποίο με ωθεί κάθε φορά για να αρχίσω να γράφω είναι ένα είδος πόνου που με σπρώχνει να καθίσω εδώ. Ή μια λέξη ή μια φράση που άκουσα και μου γεννάει συναισθήματα.
Αφού γράψετε νιώθετε ανακουφισμένη;
Όταν το τέλος του έρθει έτσι όπως το θέλω εγώ, νιώθω καλά. Είδα ένα ντοκιμαντέρ για το Αλτσχάιμερ και με πόνεσε και έγραψα ένα ποίημα. Όμως είναι πολύ δύσκολο να βάλεις σε λέξεις μια τέτοια κατάσταση, έναν τόσο ζωντανό θάνατο – γιατί οι λέξεις είναι θήκες, χωράνε αυτά που χωράνε, τα παραπάνω που αισθανόμαστε δεν χωράνε. Ξεχειλίζουν. Και πώς θα τα πεις αυτά;
Όση ώρα μιλάω μαζί σας νιώθω ότι είσαστε πολύ παραπάνω από τραγουδίστρια, από συγγραφέας, από ποιήτρια. Σας αισθάνομαι σαν έναν πομπό που εκπέμπει σε όλες τις συχνότητες.
Αν με ρωτήσεις τι εκπέμπω, θα σου πω ότι δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι μιλάω από μέσα μου και όλα εκείνα που έχω συνάξει έχουν χτίσει ένα αόρατο αλλά ουσιαστικό οικοδόμημα. Εύχομαι πολύς κόσμος, υποψιασμένος ή και όχι, να ζήσει κάτι αντίστοιχο με αυτό που μου δίνει τη χάρη ο Κύριος να ζω.
INFO
Η ποιητική συλλογή «Φως… φως… φως» της Γιοβάννας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Πέμπτη 6 Οκτωβρίου στις 20:30 στο ανανεωμένο Μπαράκι της Διδότου – Πολυχώρος Πολιτισμού. Για το βιβλίο θα μιλήσει ο συγγραφέας Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Ποιήματα θα διαβάσει η ηθοποιός Ουρανία Μπασλή.
Η Γιοβάννα θα ερμηνεύσει κομμάτια από το πλούσιο ρεπερτόριό της.
Στο πιάνο θα συνοδεύσει ο Χρήστος Κουμούσης
Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 3642990