Εικόνες και αποσπάσματα από εφημερίδες του 1916 που ανασκαλεύουν την ιστορική μνήμη της πρωτεύουσας με αφορμή την έκθεση με υλικό από τη Φωτογραφική Υπηρεσία της Στρατιάς της Ανατολής αναδεικνύει το πρόσωπο μιας Αθήνας που πλέον είναι απλώς ιστορία.
Η Γαλλική Σχολή Αθηνών σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) διοργανώνει έκθεση αφιερωμένη στην Αθήνα του 1917 με σπάνιο οπτικό υλικό που προέρχεται από τη Φωτογραφική Υπηρεσία του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος το οποίο έδρασε στα Βαλκάνια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι γνωστό ως Στρατιά της Ανατολής. Η έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος της Γαλλικής Σχολής σχετικά με την κοινωνική ιστορία της Στρατιάς της Ανατολής. Το σημαντικό φωτογραφικό υλικό, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, φυλάσσεται στο Παρίσι, στο Établissement de Communication et de Production Audiovisuelle de la Défense και στη Médiathèque de l’Architecture et du Patrimoine. Με αφορμή την έκθεση το Documento ξεφυλλίζει τις αθηναϊκές εφημερίδες του Νοεμβρίου του 1916, το διάστημα που ξέσπασαν τα περιβόητα Νοεμβριανά.
Στα θέατρα η Αθήνα αναστενάζει
Η χθεσινή όψις της πόλεως είχε πλήρη την εικόνα παραμονής πολέμου. Αλλ’ είχε συγχρόνως την ατμόσφαιραν του αορίστου κινδύνου των ταραχών εντός των οδών. Σαλπίσματα και παρελάσεις και ζητωκραυγαί επιστράτων, οίτινες ανά εκατοντάδες μετέβαινον εις τα παραπήγματα επί τη βάσει του εν ισχύι τεθέντος νόμου της εθελουσίας κατατάξεως κατά χρονικήν περίοδον της βουλήσεως του κατατασσόμενου. […]
Ζητωκραυγαί ανά πάσαν γωνίαν υπέρ του Εθνους, του Βασιλέως και του στρατού, ενώ ταυτοχρόνως ημίκλειστα τα σιδηρά παραπετάσματα των πλείστων καταστημάτων ενεδείκνυον τον αόριστον φόβον ταραχών και συρράξεων. Αλλ’ ουδέν τοιούτον συνέβη ευτυχώς μέχρι της εσπέρας. […] Η ταυτόχρονος ειδοποίησις της ενάρξεως αποβάσεως αγημάτων ολίγον μεταμεσημβρίαν ενέτεινε την φήμην της συρράξεως. […] Και η νυξ εν γαλήνη παρήρχετο και ο κόσμος μετέβη εις τα θέατρα και τους κινηματογράφους, ενώ περίπολοι και σκοποί ενεφανίζοντο ανά παν βήμα. […]
Περί την μεσημβρίαν κατέπλευσε εις τον λιμένα Πειραιώς το Γαλλικόν μεταγωγικόν «Τενκάν» το οποίον και ηγκυροβόλησε πλευρίσαν εις την προς το υγειονομείον πλευράν της προβλήτος Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το Γαλλικόν ήτο πλήρες στρατού, ενερχομένου εις 1600 περίπου άνδρας, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι προς απόβασιν. […]
Ο εληνικός στρατός, ο κατελθών εις τον Πειραιά προς ενίσχυσιν της στρατιωτικής δυνάμεως, κατέλαβεν τα δύο Γυμνάσια ένθα και εστρατωνίσθησαν. Το φρουραρχείον Πειραιώς διτέλει εν επιφυλακή, ισχυραί δε φρουραί απηγόρευον την προ αυτού διέλευσιν του κόσμου. […] («Αθήναι», Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 1916)
Οι Αγγλογάλλοι είναι φίλοι μας
Εγινε τέλος και το θέλημα των Γερμανοφίλων. Από της χθες ουσιαστικώς το κράτος των Αθηνών ευρίσκεται εν εμπολέμω καταστάσει μετά των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Και αν δεν εδημοσιεύθη ακόμη το Διάταγμα της γενικής επιστρατεύσεως, εδημοσιεύθη όμως έτερον Διάταγμα επιτρέπον την εθελουσίαν κατάταξιν. […] Παραλλήλως η ΙΙη Μεραρχία ανεχώρησε των Αθηνών συγκεντρωθείσα επί της γραμμής Αμαρουσίου-Μενιδίου-Χασιάς, πυροβόλα ετοποθετήθησαν επί των λόφων των δεσποζόντων της Αττικής, διαταγαί διεσταυρούντο, αυτοκίνητα ανεβοκατέβαινον τας οδούς τας φερούσας εις τους στρατώνας. […]
Είνε γνωστοί οι λόγοι οι αναγκάσαντες το κράτος των Αθηνών […] να σύρη εις τα φανερά πλέον το ξίφος κατά των Δυνάμεων εκείνων, τας οποίας οσάκις το Ελληνικόν Εθνος ήθελε να τας ονομάση, ησθάνετο την ανάγκην να προτάξη των ονομάτων αυτών την λέξιν «προστάτιδες». Αι σύμμαχοι Δυνάμεις μετά την παράδοσιν της Ανατολικής Μακεδονίας εις τους Βουλγάρους και την κατάληψιν υπ’ αυτών δεκάδων χιλιάδων όπλων και λοιπών πολεμοφοδίων, ενόμισαν, ότι εδικαούντο ουχί ανθ’ ων υπέρ της Ελλάδος έπραξαν, αλλ’ εις αντιστάθισμα της προς τους Βουλγάρους δωρεάς, να ζητήσωσι το πλεονάζον υλικόν πολέμου, όπως δι’ αυτού επιδιωχθή η εκδίωξις των Βουλγάρων εκ των ελληνικών εδαφών. […] Από της χθες μεταξύ των πολεμίων προς την Αντάτ κρατών συγκαταλέγεται και το Κράτος των Αθηνών. Οπου διά μίαν ακόμη φοράν επαληθεύει ο Αισώπειος μύθος του φειδιού, το οποίον θερμανθέν εις τον κόλπον του ευργέτου του γεωργού, εδάγκασεν αυτόν. Ευχόμεθα όμως με όλην μας την ψυχήν να μην επαληθεύση διά το Αθηναϊκόν Κράτος και η λαϊκή ρήσις «μαύρο φείδι και κολοβό που το έφαγε». («Νέα Ελλάς», Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 1916)
Και ξανά προς τη δόξα τραβά
Οι απαισιόδοξοι κυκλοφορούν παντού. Ανθρώπους φοβισμένους βλέπει κανείς αδιάκοπα γύρω του από χθες. Μερικοί έχουν κλεισθή εις τα σπίτια των. Αλλοι ετοιμάζονται να φύγουν από τα Αθήνας. Θα πήτε· πού θα υπάγουν αφού και αλλού δεν θα είνε ασφαλέστεροι; Αδιάφορον! Οταν δεν βλέπη κανείς το μαχαίρι που πρόκειται να τον σφάξη, ειμπορεί να σχηματίση την απατηλήν εντύπωσιν ότι το μαχαίρι αυτό δεν τον απειλεί.
Αλλά είνε τάχα δικαιολογημένη η απαισιοδοξία; είνε δικαιολογημένος ο φόβος, όσον και αν παρατηρούνται και τα δύο αυτά εις σχετικώς ελαχίστους. Εχει δημιουργηθή μια τέτοια κατάστασις ώστε ο καθένας να ειμπορή να εύρη την διέξοδον που θέλει. Εχει εμπιστοσύνη εις ξένους φίλους και δυσπιστεί προς τους ιδίους του αδελφούς; Η ισχυρά προστασία των φίλων του θα του παρασχεθή προθύμως. Θέλει να ρίξη τουφεκιές εις το Βαλκανικόν μέτωπον; Και αυτό ειμπορεί να το ζητήση και να το αποκτήση. Θέλει να ταφή κάτω από τα ερείπια των Αθηνών, αν πρόκειται να βομβαρδισθούν αι Αθήναι; Δεν έχει παρά να καθίση ήσυχος και να περιμένη την στιγμήν του βομβαρδισμού. Βλέπετε ότι εις τας στιγμάς αυτάς της αγωνίας υπάρχει διέξοδος δι’ όλους. Οι φοβούμενοι θα προστατευθούν, οι θέλοντες να φύγουν θα εύρουν κάθε ευκολίαν, οι θέλοντες να ταφούν – αν πρόκειται να ταφούν – κάτω από τον αγαπημένον Λυκαβηττόν θα εύρουν αρκετόν χώμα διά να τους σκεπάση.
Και αν υπάρχουν – όπως είμαι βέβαιος ότι αν παραστή ανάγκη θ’ αποδειχθή ότι υπάρχουν μάμπολλοι – νέοι που ονειροπολούν αληθινά ωαρίον θάνατον, θα εύρουν και αυτοί το μέσον να πραγματοποιήσουν το όνειρόν των. Περιττός ο φόβος λοιπόν. Και ακόμη περισσότερον περιττή η απαισιοδοξία. Διότι θα επαναληφθή ακόμη μίαν φοράν το ελληνικόν θαύμα που σημειώνεται κατά περιόδους και από την σημερινήν τραγικήν κατάστασιν και από την σημερινήν αγωνίαν θα ξεπεταχθή αύριον μία Ελλάς δυνατή όπως πρώτα, δοξασμένη όπως χθες και όσον ποτέ άλλοτε ανεξάρτητος και ενωμένη. («Νέα Ημέρα Τεργέστης», 18 Νοεμβρίου 1916)
Μια κουφή γριούλα στο σκοτάδι
Μια ζοφερά εικών. Οταν την νύκτα η πόλις εβυθίσθη εις το σκοτάδι, το πλέον πυκνόν, το πλέον στυγνόν σκοτάδι, και τα παράθυρα των σπιτιών ήσαν όλα σβυσμένα και εις τους ερήμους δρόμους δεν υπήρχε ουδέ σκιά διαβάτου, και η νεκρική ησυχία διεκόπτετο από καιρού εις καιρόν από τους μακρυνούς κρότους των τηλεβόλων, μέσα εις τον ζόφον αυτόν της κολάσεως αι σκληραί ανταύγειαι του στιλπνού χάλυβος των λογχών που με τόσον ασφαλές χέρι εκράτουν οι ακροβολιστί παρατεταγμένοι πεζοναύται, ήσαν τα μόνα φωτεινά σημεία καθ’ όλον το μήκος του δρόμου και πέραν ακόμη, έως την άκραν του ορίζοντος, μέως εκεί που ημπορεί να φθάση το μάτι.
Εις ένα παράθυρο της οδού Σταδίου, πίσω από την Βουλήν, φαίνεται εξαφνικά κάποιο φως. Είνε μία λάμπα με κόκκινον αμπαζούρ. Ο επί κεφαλής των πεζοναυτών υποπλοίαρχος παρατηρεί το φλογερόν εκείνο στίγμα και διατάσσει έναν πεζοναύτη. Να κλείση το παράθυρον εκείνο. Δεν πρέπει να υπάρχη κανένα φως.
Από καιρού εις καιρόν ένα κατασκότεινον αυτοκίνητον περνά ιλιγγιωδώς, με παράφρονα ταχύτητα. Οι πεζοναύται προτείνουν τας λόγχας και το αυτοκίνητον σταματά αποτόμως. Το σύνθημα. Εις το σκοτάδι τα χρυσά γαλόνια των αξιωματικών που επιβαίνουν του αυτοκινήτου και τα στιλπνά ξίφη σκορπίζουν μίαν παράδοξον λάμψιν. Ενα πηλικιοφορούν κεφάλι προβάλλει, λόγια χαμηλόφωνα ανταλλάσσονται, μία χειρονομία απειλητική και το αυτοκίνητον εξακολουθεί τον δρόμον.
Σιωπή. Ησυχία. Νέκρα. Και από καιρού εις καιρόν μία βροντή, πολύ μακρυνή, ένας προάγγελος σφοδράς καταιγίδος η οποία κυριαρχεί κάπου μακράν, ίσως όμως όχι και πολύ μακράν ώστε να μην ημπορή να πλησιάσει, μία βροντή παρατεταμένη ακούεται από καιρού εις καιρόν. Και κατόπιν, κάπου πλησιέστερα, ο ξηρός, ρυθμικός κρότος μιας περιστρεφομένης μηχανής και κατόπιν άλλοι μεμονωμένοι πυροβολισμοί, πολύ πλησίον αυτοί, αντηχούντες σχεδόν δίπλα εις τα αυτιά μας και κατόπιν πάλι ησυχία και νέκρα και σκοτάδι.
Διά τους δημοσιογράφους η θέσις των εις το γραφείον των είνε θέσις τιμής. Την ωρισμένην ώραν είμεθα εν απαρτία. Εντυπώσεις ανταλλάσσονται, μικραί λεπτομέρειαι τας οποίας μόνον τον ασκημένον μάτι ενός δημοσιογράφου ημπορεί να συλλάβη, σκηναί ζωνταναί που χαρακτηρίζουν την αγανάκτησιν της πασχούσης ψυχής του λαού. Οταν ενύκτωσεν εις παλαιός συνάδελφος και εις νεαρός ρεπόρτερ αναλαμβάνουν να εκδράμουν μέχρι του Λυκαβητού διά να απολαύσουν το θέαμα της ζοφεράς πόλεως και τας φωτεινάς καμπύλας των οβίδων που διαγράφονται μακράν εις τον ορίζοντα. Η εκδρομή αποφασίζεται και οι δύο δημοσιογράφοι με γοργόν βήμα χάνονται εις το σκοτάδι.
Ουδέ σκιά διαβάτου. Οι πεζοναύται στριφογυρίζουν τα όπλα των και από καιρού εις καιρόν εναλλάσσονται, εις τας γωνίας των δρόμων, νέαι μορφαί προβάλλουν με τας αστραπτούσας λόγχας εις το χέρι. Αίφνης μία βραδυπορούσα σκιά προχωρεί εις το σκοτάδι. Τις ει! Μία γρηούλα, μαυροντυμένη, συρομένη με κόπον, επιχειρεί να περάση ανάμεσα από τους πεζοναύτας. Πού πας γρηούλα; Δεν φοβάσαι, ευλογημένη; Αλλ’ η γρηούλα δεν ακούει ούτε τας βροντάς των τηλεβόλων, ούτε τους πυροβολισμούς, αλλ’ ούτε και τα λόγια των πεζοναυτών. Φαίνεται ότι είνε θεόκουφη. […] («Νέα Ημέρα Τεργέστης», Σάββατο 19 Νοεμβρίου 1916)
Το υλικό της έκθεσης
Με την εξαίρεση των Νοεμβριανών το επίκεντρο των στρατιωτικών εξελίξεων ήταν στη βόρεια Ελλάδα. Ωστόσο, στη διάρκεια του 1917 η Φωτογραφική Υπηρεσία της Στρατιάς της Ανατολής πραγματοποίησε τις περισσότερες φωτογραφικές λήψεις της στην Αθήνα. Είναι ενδεικτικό ότι για το 1917 υπάρχουν 505 φωτογραφίες από την Αθήνα και μόλις 149 από τη Θεσσαλονίκη.
Πρόκειται για σπάνιες πτυχές και εικόνες της πόλης οι οποίες με την πάροδο του χρόνου έχουν λησμονηθεί ή χαθεί. Ανακαλύπτει κανείς συνοικίες που εξαφανίστηκαν λόγω πολεοδομικών αλλαγών ή και αρχαιολογικών ανασκαφών, το τοπίο πριν από την εντατική αστικοποίηση και πολεοδόμηση που θα ακολουθήσει λόγω της άφιξης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ένα αρχιτεκτονικό σύνολο στο οποίο δεσπόζει ακόμη ο νεοκλασικισμός. Η φωτογραφική ματιά των Γάλλων στρατιωτών επικεντρώθηκε ευνόητα και στον ανθρώπινο παράγοντα. Σκηνές του δρόμου προβάλλουν την –ενίοτε δραματική– ζώσα πραγματικότητα έχοντας ως «σκηνικό βάθους» τυχαίες απόψεις του αστικού τοπίου, τόσο στο κέντρο της πόλης όσο και σε όμορες προς αυτό γειτονιές.
Οι μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα του 1916
16 Νοεμβρίου
Ενώ η Ελλάδα είναι χωρισμένη στο κράτος της Θεσσαλονίκης –με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο– και το κράτος των Αθηνών –υπό την καθοδήγηση του βασιλιά Κωνσταντίνου–, ο διοικητής της ναυτικής μοίρας των Συμμάχων που είχε αποκλείσει τον Πειραιά, ο αντιναύαρχος Λουί Νταρτίζ ντι Φουρνέ, απαίτησε από την κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Λάμπρου την παράδοση πολεμικών σκαφών και πολεμικού υλικού. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να συναινέσει.
18 Νοεμβρίου
Ο Φουρνέ αποβίβασε 3.000 άντρες στο Φάληρο και στον Πειραιά, ενώ μέρος αυτών ανέβηκε στην Αθήνα από τις λεωφόρους Συγγρού, Πειραιώς και την οδό του Ελαιώνος (Π. Ράλλη) για να καταλάβει θέσεις στην ελληνική πρωτεύουσα. Δυνάμεις από φιλοβασιλικούς συνδέσμους επιστράτων, τις οποίες συγκρότησε ο Ιωάννης Μεταξάς, συγκρούστηκαν με τους εισβολείς. Σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 194 ξένοι και 82 Ελληνες. Ο Φουρνέ απέσυρε την αγγλογαλλική δύναμη.
19-21 Νοεμβρίου
Η Αθήνα γίνεται έρμαιο των εκδικητικών διαθέσεων των αντιβενιζελικών – οι επίστρατοι σκότωσαν 35 γνωστούς βενιζελικούς και απροσδιόριστο αριθμό προσφύγων, ενώ εκατοντάδες φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν.
INFO
H έκθεση με τίτλο «Αθήνα 1917 – Με το βλέμμα της Στρατιάς της Ανατολής» παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) από τις 15 Σεπτεμβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου