Με τα περιβαλλοντικά «σχέδια» των χωρών όπως έχουν, η υφήλιος αναμένεται να θερμανθεί σε μη βιώσιμο σημείο, διαπιστώνει έκθεση του ΟΗΕ
Είναι πλέον επίσημο: ο πλανήτης έχει μπει σε τροχιά υπερθέρμανσης δίχως επιστροφή σε βιώσιμα επίπεδα θερμοκρασίας. Η υπηρεσία του ΟΗΕ για το περιβάλλον σε έκθεσή της αναφέρει τελεσίδικα ότι «δεν υπάρχει πιθανό μονοπάτι» για την εφαρμογή του στόχου για άνοδο της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό. Παράλληλα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις χώρες και τα σχέδιά τους σχετικά με την αποτροπή της υπερθέρμανσης ενώ καλεί σε μια ευρεία προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των πολιτικών για το περιβάλλον πρoτού να είναι αργά.
«Οδυνηρά ανεπαρκής πρόοδος»
Η έκθεση του ΟΗΕ για τις αυξημένες εκπομπές ρύπων όσον αφορά το φετινό έτος είχε τον εύγλωττο τίτλο «Το παράθυρο που κλείνει», για να εκφράσει την επείγουσα ανάγκη που υπάρχει για αλλαγή πλεύσης των κυβερνήσεων σε σχέση με τις υποσχέσεις τους για περικοπές στους ρύπους άνθρακα. Η ανάλυση των επιστημόνων βρήκε τα βήματα προόδου των χωρών προς τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου που είχε τεθεί το 2015 στη συμφωνία των Παρισίων «οδυνηρά ανεπαρκή».
Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ακόμη κι αν εκπληρωθούν μέχρι κεραίας τα προγράμματα των χωρών με χρονικό ορίζοντα το 2030, η παγκόσμια θερμοκρασία αναμένεται να ανέβει κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αν και δεν ακούγεται τόσο τραγικό, αρκεί κανείς να υπολογίσει ότι στα τωρινά επίπεδα θερμοκρασίας, περίπου 1,1 βαθμός Κελσίου παραπάνω σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ο πλανήτης βιώνει πρωτοφανείς καύσωνες σε μέρη που δεν φημίζονται για το θερμό τους κλίμα, όπως η Βόρεια Αμερική και η Σιβηρία, ενώ στα τροπικά κλίματα της Ασίας και της Αφρικής σημειώνονται καταστροφικές πλημμύρες και θανατηφόρες ξηρασίες.
Αύξηση αντί για μείωση ρύπων
Σύμφωνα με την έκθεση οι εκπομπές ρύπων την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10%, ενώ αν οι χώρες αφήσουν τα σχέδιά τους όπως έχουν, θα πρέπει να μειωθούν κατά 45% μέχρι το 2030 για να πετύχουν τον ενδιάμεσο στόχο της συμφωνίας των Παρισίων… Η έκθεση διαπίστωσε ότι οι υπάρχουσες πολιτικές μείωσης των ρύπων άνθρακα θα προκαλέσουν αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,8 βαθμούς Κελσίου, ενώ στην καλύτερη περίπτωση η θερμοκρασία θα ανέβει κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου έως το 2050.
Οι λύσεις που προτείνουν οι επιστήμονες κινούνται περισσότερο στη σφαίρα των ευσεβών πόθων, αφού αναφέρουν ότι θα πρέπει να έρθουν σαρωτικές αλλαγές των κανονισμών και των περιβαλλοντικών φόρων, να επαναπροσανατολιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε πιο φιλικές περιβαλλοντικά επενδύσεις και, επιπλέον, να αλλάξουν οι καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών.
Βέβαια, καταλαβαίνει κανείς το άτοπο των στόχων της συμφωνίας των Παρισίων, κατά την οποία οι χώρες καλούνται να περικόψουν τους ρύπους που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέχρι το 2050 τόσο ώστε η θερμοκρασία του πλανήτη να μην ανέβει παραπάνω από 2 βαθμούς σε σχέση με
τα προβιομηχανικά επίπεδα, ενώ ο ιδανικός στόχος είναι να μην ανέβει παραπάνω από 1,1 βαθμό. Ο πλανήτης ήδη φλέγεται με αύξηση 1,1 βαθμούς Κελσίου…
Αλλη μια άκαρπη συνάντηση;
Η έκθεση αυτή έρχεται λίγες μέρες από την επόμενη σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα στην Αίγυπτο. Στο τέλος της COP26 στη Γλασκώβη το 2021 όλες οι χώρες συμφώνησαν να έρθουν στη φετινή διάσκεψη με πιο επιθετικά σχέδια για το κλίμα. Από τότε όμως μόνο είκοσι τέσσερις χώρες υπέβαλαν ή επικαιροποίησαν πρόσφατα τους στόχους τους.
Οι χώρες καλούνται να αποτρέψουν τις σημαντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως η απώλεια ανθρώπινων ζωών λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων ή η εξαφάνιση των παράκτιων κοινοτήτων λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να πληρώνουν δυσανάλογα μεγάλο τίμημα σε σχέση με τη «συνεισφορά» τους στους ρύπους παγκοσμίως. Μια από τις προτεραιότητες είναι η αύξηση της χρηματοδότησης για τις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες έχουν συμβάλει λιγότερο στις παγκόσμιες εκπομπές αλλά υφίστανται τις σοβαρότερες συνέπειες.
Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
Πάνω από μια δεκαετία πριν τα πλούσια κράτη υποσχέθηκαν να διαθέσουν 100 δισ. δολάρια ετησίως ξεκινώντας από το 2020 για να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές και να προσαρμοστούν στις επιδεινούμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αλλά μέχρι στιγμής έχουν συγκεντρώσει μόνο περί τα 90 δισ. δολ. συνολικά. Χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος –πολλές από τις οποίες είναι επιβαρυμένες με μεγάλο χρέος– θα πιέσουν για περισσότερη χρηματοδότηση από κυβερνήσεις, εταιρείες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Μια από τις προτεραιότητες της προηγούμενης COP είχε στόχο την υλοποίηση της χρηματοδότησης των φτωχότερων κρατών από τα πλουσιότερα εν είδει αποζημίωσης. Οι υποστηρικτές των αποζημιώσεων έχουν ζητήσει ένα επίσημο σύστημα χρηματοδότησης για τη συλλογή και τη διανομή κεφαλαίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι παραδοσιακά αντίθετες σε ένα τέτοιο σύστημα.
Προσαρμογή στις συνθήκες
Καθώς οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται οι αναπτυσσόμενες χώρες ζητούν περισσότερα κονδύλια για να προσαρμοστούν στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Παραδείγματα προσαρμογής περιλαμβάνουν την εγκατάσταση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης για ακραία καιρικά φαινόμενα, την κατασκευή θερμικών καταφυγίων και τη χρήση ανθεκτικών στην ξηρασία σπόρων. Μέχρι στιγμής η περισσότερη χρηματοδότηση έχει διατεθεί για τον μετριασμό ή τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών.