Η γερμανική βουλή αυξάνεται και πληθύνεται – Ο «περίπλοκος» εκλογικός νόμος

Μετά τις εκλογές υπάρχει βάσιμος φόβος να αυξηθούν οι έδρες, φτάνοντας τις 1000.  Εκτός από το κόστος για τον φορολογούμενο, πλήττεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Την Κυριακή, αφού κλείσουν οι κάλπες, τα βλέμματα θα πέσουν με αγωνία στις πρώτες προβλέψεις για τα πιθανά ποσοστά που θα λάβουν τα κόμματα. Καλό θα ήταν παρόλα αυτά να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και σε έναν άλλο αριθμό, τον αριθμό των εδρών. Ήδη στη βουλή κάθονται 709 βουλευτές, πρόκειται για το μεγαλύτερο αριθμό από ιδρύσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ ο νόμος προβλέπει 598. Αλλά από από εκλογές σε εκλογές ο αριθμός μεγαλώνει, στις περασμένες αυξήθηκε κατά 78. Και εάν επαληθευτούν τα προγνωστικά για τις βουλευτικές της Κυριακής, δεν αποκλείεται να φτάσουν τους 800 ή ακόμη και τους 1000. Ήδη από τώρα, εάν επιχειρήσουμε σύγκριση με άλλες χώρες, θα διαπιστώσουμε ότι αναλόγως του αριθμού των κατοίκων μόνο το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας έχει περισσότερους βουλευτές με έναν πληθυσμό 178 φορές μεγαλύτερο από τη Γερμανία.

Στο Συνταγματικό Δικαστήριο

Το ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι απολύτως πιθανό, το ξέρουν οι πάντες εδώ και καιρό. Ο τέως πρόεδρος της Βουλής Νόρμπερτ Λάμερτ είχε προειδοποιήσει ήδη πριν από 6 χρόνια τους βουλευτές ότι θα πρέπει να αλλάξει ο περίπλοκος εκλογικός νόμος. Αλλά τι ακριβώς προβλέπει; Ποιος είναι ο λόγος αυτού του “μαγικού” πολλαπλασιασμού εδρών; Η Γερμανία έχει 299 εκλογικές περιφέρειες. Κάθε ψηφοφόρους διαθέτει δύο ψήφους. Όποιος υποψήφιος πάρει τις περισσότερες ψήφους σε μια εκλογική περιφέρεια, τότε κερδίζει μια άμεση έδρα (Direktmandat) στην ομοσπονδιακή βουλή. Με τη δεύτερη ψήφο ο ψηφοφόρος βάζει σταυρό σε έναν υποψήφιο μιας λίστας που έχουν καταρτίσει από κοινού τα κόμματα πριν τις εκλογές. Με την δεύτερη ψήφο μοιράζονται άλλες 299 έδρες.

Ο αριθμός της δεύτερης ψήφου καθορίζει σε ένα βαθμό την κοινοβουλευτική ισχύ ενός κόμματος. Αλλά μπορεί να συμβεί και το εξής περίεργο: ένα κόμμα να χάνει ψήφους, αλλά να κερδίζει έδρες μέσω της πρώτης ψήφου. Κάτι το ανήκουστο. Αυτή η ιδιαιτερότητα του εκλογικού νόμου ευνοεί συνήθως τα μεγάλα κόμματα. Στις βουλευτικές εκλογές του 2017 για παράδειγμα, τα Χριστιανικά κόμματα κέρδισαν τις 43 από τις συνολικά 46 λεγόμενες πλεονασματικές έδρες (Überhangsmandat). Τα μικρότερα κόμματα δεν πήραν καμία και προσέφυγαν στον Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Με επιτυχία. Ο συνταγματικός νομοθέτης κήρυξε τον ισχύοντα εκλογικό νόμο αντισυνταγματικό και υπέδειξε την αναγκαιότητα μεταρρύθμισής του. Το 2013 τέθηκε σε ισχύ και προβλέπει έναν μηχανισμό αντιστάθμισης, σύμφωνα με τον οποίο ο συνολικός αριθμός των εδρών της Βουλής παρά τις πλεονασματικές έδρες θα πρέπει να αντικατοπτρίζει κατ΄ αναλογία την ισχύ ενός κόμματος σύμφωνα με τη δεύτερη ψήφο.

Αυτό όμως είχε ως παρενέργεια την αύξηση των εδρών. Παλαιότερα η αντιπολίτευση είχε παρουσιάσει κάποιες λογικές προτάσεις, αλλά ο μεγάλος συνασπισμός επί 15 χρόνια δεν έκανε τίποτα και στη συνέχεια συμφώνησε σε μια επιφανειακή μεταρρύθμιση. Τα Χριστιανικά κόμματα και το SPD αφήνουν λοιπόν κληρονομιά στην επόμενη κυβέρνηση πολλά ανοιχτά ζητήματα, μεταξύ αυτών και τον εκλογικό νόμο. Και μάλιστα ένα ζήτημα, που βλάπτει το γόητρο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσο κανένα άλλο.

Περισσότεροι βουλευτές, περισσότερος χώρος και χρήματα

Όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι. Η αύξηση του αριθμού των βουλευτών δεν κοστίζει μόνο, αλλά εμποδίζει τη λειτουργία του σώματος της Βουλής. Αρκεί μια ματιά στις Επιτροπές, όπου κανονικά οι εργασίες τους θα πρέπει να γίνονται με μικρό αριθμό βουλευτών. Στην Επιτροπή Οικονομικών συμμετέχουν 50 βουλευτές. Πώς ακριβώς μπορεί να διασφαλιστεί η καλή λειτουργικότητά της, εάν ο αριθμός αυξηθεί κι άλλο; Εκτός, αυτού, οι αίθουσες των Επιτροπών είναι σχετικά μικρές. Το ίδιο ισχύει και στην ολομέλεια. Η αντιπρόεδρος Κλαούντια Ροτ, από το κόμμα των Πρασίνων, αναρωτήθηκε: Πώς θα τακτοποιηθούν περισσότεροι βουλευτές στις υπάρχουσες θέσεις; Πού θα συναντώνται οι κοινοβουλευτικές ομάδες; Ο κοινοβουλευτικός γραμματέας του Κόμματος των Φιλελευθέρων ανησυχεί περισσότερο για το πολιτικό μήνυμα. “Πώς είναι δυνατόν η πολιτική να πείσει για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων όταν η ίδια δεν είναι σε θέση να μεταρρυθμιστεί με ένα καλό εκλογικό νόμο”; Σε πρόσφατη συνέντευξη στην εφημερίδα Tagesspiegel ο πρόεδρος της Βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τόνισε ότι ανήκει στις “μεγαλύτερες πολιτικές απογοητεύσεις του” το ότι σε αυτήν τη νομοθετική περίοδο δεν κατέστη δυνατή η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου.

Πιέσεις ασκεί και η Ένωση Φορολογούμενων, η οποία ζητά φειδωλή διαχείριση χρημάτων των φορολογούμενων. Όπως υπολόγισε, η διαφορά σε επιπλέον κόστος ανάμεσα στη σημερινή βουλή των 709 αντί 598 εδρών, ανέρχεται στα 333 εκ. ευρώ. Εάν ο αριθμός ανέλθει στις 800 έδρες, το επιπλέον κόστος θα φτάσει στα 605 εκ. ευρώ και στις 900 έδρες στα 905 εκ. Ο πρόεδρος της Ένωσης Φορολογουμένων Ράινερ Χολτσνάγκελ ζήτησε η μείωση του αριθμού των βουλευτών να γίνει πρώτο θέμα στην ατζέντα της νέας κυβέρνησης. Αλλά χρειάζεται υπομονή μέχρι το 2024. Τότε προγραμματίζεται μείωση του αριθμού των εκλογικών περιφερειών από 299 σε 280, που θα οδηγήσει και σε συρρίκνωση του αριθμού εδρών.

Αλλά αξίζει και μια ακόμη σύγκριση. Εκτός από την αναλογία εδρών σε σχέση με το Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας καλό θα ήταν να γίνει και μια σύγκριση σε σχέση με τον αριθμό των κατοίκων. Στη Γερμανία με τους 83 εκ. κατοίκους, ένα βουλευτής εκπροσωπεί 117.000 κατοίκους, ενώ στην Κίνα με 1,4 δις κατοίκους εκπροσωπεί 470.000 κατοίκους. Πιο δραστική είναι η σύγκριση με τις ΗΠΑ. Τα 435 μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων εκπροσωπούν 329 εκ., ένας για 756.000 πολίτες. Αντίθετο το παράδειγμα στην Αυστρία, σε κάθε 50.000 κατοίκους αντιστοιχεί ένα βουλευτής. Συζήτηση πάντως για μείωση του αριθμού των βουλευτών του Εθνικού Συμβουλίου στη Βιέννη δεν έχει τεθεί ως θέμα. Ελλείψει μεταρρυθμιστικού ζήλου η χωροταξική κατάσταση θα δυσκολέψει μετά τις εκλογές. Στην ολομέλεια προβλέπεται συνωστισμός. Ναι μεν σχεδιάζεται επέκταση γραφείων, αλλά θα ολοκληρωθεί το 2022. Εν ανάγκη ίσως χρειαστεί να επιστρατευτεί η προσωρινή λύση των κοντέινερ, που προνόησε το 2019 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Κρίστοφ Χάζελμπαχ/SZ/Tagesspiegel – Deutsche Welle

Documento Newsletter