Η Γέρμα σήμερα είναι μπλόγκερ

Η Γέρμα σήμερα είναι μπλόγκερ
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί τη διασκευή της στιγματισμένης από την ατεκνία ηρωίδας του Λόρκα από τον Σάιμον Στόουν.

Το θέατρο, κρατώντας κάτι από την πλανόδια παράδοσή του, κρεμάει τη σκούφια του όπου βρει. Ως όχημα του θιάσου μπορεί να παραμένει στην ίδια στέγη χωρίς μόνιμο αγκυροβόλιο. Αποτελεί κινητικό οργανισμό, που μεταστεγάζεται αλλάζοντας ευκαιριακά το γεωγραφικό του στίγμα. Eτσι το Θέατρο του Νέου Κόσμου κρατάει την ιδρυτική του θέση αλλά περνάει άνετα… την Πόρτα της οδού Μεσογείων, συνεχίζοντας την πορεία του και σε νέους χώρους. Φέτος μάλιστα αυτή η φυσική κινητικότητα υπογραμμίζεται ηχηρά, αφού η μεταφορά της θεατρικής παράστασης που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος επεκτείνεται στη μεταφορά του θέματός της. Ετσι, χάρη σ’ ένα γόνιμο παραλληλισμό, το θέμα της ατεκνίας μεταπηδά από την Ισπανία του 1934 στο σύγχρονο Λονδίνο και ο θεατής καλείται να διασχίσει την απόσταση από τη «Γέρμα» του Λόρκα στη «Γέρμα» του Σάιμον Στόουν.

Φυσικά, τα προβλήματα μετεγκατάστασης ενός θιάσου από τον ένα χώρο στον άλλο είναι απλώς τεχνικά, ενώ η μεταφορά ενός θέματος, έστω κι αν είναι διαχρονικό όπως η ατεκνία, ανακινεί ζητήματα σύνθετα, κατεξοχήν δραματουργικά. Το πέρασμα από το ύφος του παλιότερου συγγραφέα στην οπτική του νεότερου έχει κάθε φορά τις ιδιαίτερες προβληματικές του διαστάσεις. Σημαδεύεται από τη διαφορά των εποχών, έχει την έγνοια της αναλογίας αλλά και των αντιθέσεών τους. Επομένως η σχετικά αβλαβής διέλευση από τη μια ιστορική συνθήκη στην άλλη προϋποθέτει λίγες αποσκευές και καλή ταξιδιωτική οργάνωση. Η δομή του έργου τροποποιείται και οι χαρακτήρες του προσλαμβάνουν νέα υπόσταση. Το σκηνικό της δράσης οφείλει να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα.

Από την Ανδαλουσία στο σύγχρονο Λονδίνο

Η χωροχρονική απόσταση που μεσολαβεί μεταξύ του πρωτότυπου και της διασκευής του επιβάλλει τη γεφύρωσή της με νέα εποπτικά εργαλεία. Η «Γέρμα» του Λόρκα διαδραματίζεται σε μια εποχή που φαντάζει σήμερα πολύ μακρινή. Ανήκει, μαζί με τον «Ματωμένο γάμο» και το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», στη λεγόμενη αγροτική του τριλογία και αφηγείται το αδιέξοδο μιας άτεκνης γυναίκας στο συντηρητικό περιβάλλον της καθολικής Ισπανίας του μεσοπολέμου. Τότε η κεντρική, αν όχι μοναδική, αποστολή της γυναίκας είναι να γεννά και ν’ ανατρέφει τα παιδιά της. Η θέση της προσδιορίζεται από την αναλογία με το χωράφι και τα γεννήματά του. Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν φταίει το χωράφι ή ο σπορέας, την έλλειψη γονιμότητας τη χρεώνεται η ίδια και το στίγμα που την ακολουθεί στην αγροτική κοινότητα παραμένει ανεξάλειπτο και την εξωθεί στην απόγνωση.

Η «Γέρμα» του Στόουν, αντιθέτως, βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικό τοπίο και ο συγγραφέας υπογράφει ένα έργο με τον ίδιο τίτλο από εντιμότητα απέναντι σε μια κληρονομική οφειλή. Η πρωταγωνίστριά του ζει και εργάζεται στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο. Είναι πετυχημένη δημοσιογράφος και μπλόγκερ, με άντρα έναν πολυάσχολο επιχειρηματία και προοδευτικές κοινωνικές απόψεις. Δεν θεωρεί τη γονιμότητα υποχρέωση αλλά επιλογή. Στα 35 της χρόνια, εντούτοις, η πολιτική της θέση δεν μένει ανεπηρέαστη από την ορμονική της προδιάθεση. Η προσδοκία της εγκυμοσύνης ξεπερνά τα όρια της φυσιολογικής επιθυμίας και μετατρέπεται σταδιακά σε επιτακτική ανάγκη. Πώς ορίζεται όμως σήμερα η φυσιολογική επιθυμία και τι συνιστά την υπέρβασή της προς την παθολογία;

Η Μαρία Κίτσου ενσαρκώνει την κεντρική ηρωίδα του έργου αποδίδοντας τόσο τη δυναμική διάσταση μιας σύγχρονης, ανεξάρτητης γυναίκας αλλά και την ευπάθειά της μπροστά στη ματαιωμένη της επιθυμία

Προσέγγιση χωρίς την παραμικρή φλυαρία

Αυτό είναι το πρώτο από τα ερωτήματα που καλείται να φωτίσει η σκηνοθεσία και ευτυχώς ο Θεοδωρόπουλος αντί να δώσει κάποια εύκολη προπαγανδιστική απάντηση, περιορίζεται στο να το καταδείξει σε όλες του τις πλευρές. Βασισμένος στην υποδειγματικά εύστοχη μετάφραση της Κοραλία Σωτηριάδου και του Δημήτρη Κιούση, αντιλαμβάνεται επίσης ότι ο ριζικός εκσυγχρονισμός του θέματος απαιτεί μια εξίσου ταχύρρυθμη προσέγγιση δίχως την παραμικρή φλυαρία.

Ετσι η παράσταση, διαστιζόμενη από τις γεωμετρημένες μουσικές νύξεις του Σπύρου Γασπαράτου, υιοθετεί τη συγκοπτόμενη τεχνική του συγγραφέα. Οι διάλογοι αποδίδονται σύμφωνα με τις πυρετώδεις τους εναλλαγές, οι σκηνές είναι σύντομες και η εξέλιξη της δράσης ραγδαία. Στην ίδια αισθητική γραμμή συμπλέει με άριστα αποτελέσματα και η Ευαγγελία Θεριανού. Το ευθύγραμμο, ανατριχιαστικά απρόσωπο και χειρουργικά αποστειρωμένο σκηνικό περιβάλλον που έστησε αποτελεί πραγματικό επίτευγμα, ενώ με αντιστικτική πρόθεση αλλά κάπως υπονομευτικά στην ψυχρή του κομψότητα λειτουργούν τα καθημερινά κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ.

Η Μαρία Κίτσου ενσαρκώνει την κεντρική ηρωίδα του έργου με όλα της τα αντιφατικά χαρακτηριστικά. Αποδίδει τη δυναμική διάσταση μιας σύγχρονης, ανεξάρτη της γυναίκας αλλά και την ευπάθειά της μπροστά στη ματαιωμένη της επιθυμία, ενώ κινείται με ποικίλους τονισμούς απέναντι σε κάθε φάση των θυμικών της μεταπτώσεων. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης επωμίζεται με πειθώ την αμήχανη θέση του άντρα που περιέρχεται σε ψυχικό αδιέξοδο ανάμεσα στην αγάπη για τη γυναίκα του και τη μέριμνα για την ομαλότητα της ζωής του.

Η Ασπασία Κράλλη επιβεβαιώνει την κλάση της στον ρόλο της αμέτοχης μητέρας, η Τατιάνα Πίττα ανταποκρίνεται πλήρως στο πρόσωπο της ενοχικής αδερφής, ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης διαγράφει με διστακτική λεπτότητα τη φυσιογνωμία του παλιού φίλου της πρωταγωνίστριας και η Μαριάννα-Ζωή Μαριγώνη διαθέτει την αμεσότητα, την αφέλεια και τη σπιρτάδα της νεαρής που υποδύεται.

INFO
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59. Από Τετάρτη έως Κυριακή

Documento Newsletter