Η γεωπολιτική του ουκρανικού και ο νεοτσαρισμός

Η γεωπολιτική του ουκρανικού και ο νεοτσαρισμός

Από τις εξελίξεις στο ουκρανικό µπορούν να εξαχθούν ορισµένα πρώτα συµπεράσµατα:

Πρώτον, η γεωπολιτική επέστρεψε. Ο κόσµος διανύει µια δυνάµει µεταβατική περίοδο η οποία θέλει προσοχή διότι, όπως θα έλεγε ο Γκράµσι, γεννά τέρατα, όπως είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η έλλειψη αντίστασης από πλευράς Κιέβου, η ουσιαστική άρνηση της ∆ύσης να κάνει ό,τι θα µπορούσε για να στηρίξει την Ουκρανία. Ακόµη και στις κυρώσεις, η ∆ύση «θέλει να είναι σκληρή, αλλά όχι και πολύ».

∆εύτερον, ήταν µεγάλο λάθος που µετά το 1989 δεν διαµορφώθηκε µια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη µε τη συµφωνία όλων των πλευρών. Οι νικητές του Ψυχρού Πολέµου δεν κατανόησαν τη σηµασία τού να συµπεριλάβουν τη Ρωσία στις όποιες λύσεις αντί να επιδιώκουν να τη θέσουν στο περιθώριο.

Τρίτον, ο µεγάλος χαµένος της εξελισσόµενης σύγκρουσης είναι η ΕΕ. ∆ιά της απουσίας της απέδειξε –µε τρόπο αρνητικό– τη σηµασία που έχει το να διαθέτει κανείς αντίληψη, µέσα και εργαλεία της γεωπολιτικής. Προσθέτω δε ότι είναι θεσµικά παντελώς απροετοίµαστη για να δεχτεί το επερχόµενο νέο κύµα προσφυγιάς.

Τέταρτον, ηττηµένοι είναι επίσης το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς θεσµοί όπως ο ΟΗΕ, ενώ η συµφωνία του Μινσκ ενταφιάστηκε. Εξέλιξη αρνητική για τα ελληνικά συµφέροντα την οποία έδειξε να µην αντιλαµβάνεται ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, ο οποίος επιπόλαια έδωσε δηµόσιες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επέµβει η Ρωσία στην Ουκρανία, ενώ επιπλέον την προσκάλεσε ανοήτως να µεσολαβήσει ανάµεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.

Πέµπτον, οι µεγάλοι κερδισµένοι των τελευταίων ηµερών είναι η υποκρισία και η πολιτική των δύο µέτρων και σταθµών. Αυτά που κάποιος η Ρωσία στην Ουκρανία, τα επιχειρήµατα και οι δικαιολογίες που επικαλείται, προσοµοιάζουν στη συµπεριφορά των ΗΠΑ όταν έκαναν προκλητικές επεµβάσεις και της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο. Επιπλέον, δεν µπορεί κανείς να στηρίζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και να µην αντιλαµβάνεται ότι µε αυτό τον τρόπο υπονοµεύει τη διεθνή θέση της Κύπρου.

Εκτον, αυτό που έκανε ο Πούτιν ήταν η αναγνώριση παιδιού από παράνοµο δεσµό, που όµως δεν είναι δικό του. Πρώτα κατασκεύασε µε τα όπλα του δύο «ανεξάρτητες λαϊκές δηµοκρατίες» µπας και συγκινηθούν ορισµένοι «αριστεροί» και κατόπιν τις αναγνώρισε προς δόξα της ευρωπαϊκής νεοδεξιάς. Τις δηµιούργησε και µετά έκανε εισβολή για να τις «στηρίξει» και µεθαύριο, αν νοµίζει ότι το χρειάζεται, θα τις ενσωµατώσει, στο µοτίβο ότι το τι επιτρέπεται στη διεθνή σκηνή δικαιούται να το αποφασίζει µόνος του.

Εβδοµον, η ρωσική εισβολή, η πολιτική Πούτιν, είναι «η άρνηση του λενινισµού» και η συνέχεια της πολιτικής του τσάρου. ∆εν έχει κανείς παρά να κοιτάξει τους τέσσερις διαµελισµούς που επέβαλε ο τσάρος στην Πολωνία στα τέλη του 18ου αιώνα και τη Συµφωνία της Βιέννης το 1815 για να καταλάβει.

Η Ρωσία µε συνεχείς στρατιωτικές επεµβάσεις στην Πολωνία κατά τη δεκαετία του 1770 της προκάλεσε χάος και αποδιοργάνωσε το θεσµικό της σύστηµα. Στόχος της ήταν, σε συµµαχία µε την Πρωσία και την Αυστροουγγαρία, να παραλύσει την Πολωνία και να την οδηγήσει στην παρακµή. Με τους διαµελισµούς που επέβαλαν την εξαφάνισαν ως κράτος από το 1795 µέχρι το 1918 (µε εξαίρεση το 1807-15, όταν δηµιουργήθηκε από τον Ναπολέοντα το συρρικνωµένο «∆ουκάτο της Βαρσοβίας»). Αρχικά η Ρωσία µετέτρεψε την Πολωνία σε µοναρχία απευθείας υπό τον τσάρο και στη συνέχεια σε de facto αποικία της. Πεποίθησή µου είναι ότι η Ρωσία του Πούτιν θα επιδιώξει να κινηθεί στη συνέχεια σε αυτήν τη γραµµή για το ουκρανικό.

Ογδοον, προκύπτει το ερώτηµα πώς η Ρωσία µπορεί και κάνει τέτοια γεωπολιτικά παιχνίδια όταν το ΑΕΠ της είναι µόλις το 7,2% εκείνου των ΗΠΑ, µόλις κοντά σε εκείνο της Ισπανίας; Την εξήγηση µάς την έδωσε τη δεκαετία του 1860 ο Καρλ Μαρξ µέσω των αναλύσεών του για τις «διπλωµατικές νίκες της τσαρικής Ρωσίας» απέναντι στη µεγαλύτερη αυτοκρατορία της Ιστορίας, τη Βρετανική, το τότε «εργαστήρι του καπιταλισµού». Ο Μαρξ εξήγησε ότι τη ρωσική διπλωµατία τη διέκρινε µια αδίστακτη αποφασιστικότητα, που παρέπεµπε στη µογγολική-ταταρική κληρονοµιά του τσαρισµού. Τη διέκριναν η κατοχή συστηµατικών γνώσεων και η διαµόρφωση λεπτοµερών σχεδίων, ενώ κατά κανόνα ψυχολογούσε ορθά τους αντιπάλους της. Αντίθετα, οι τότε δυτικοί, συνέχιζε διεισδυτικά ο Μαρξ πριν από 155 χρόνια, διακρίνονταν για την αναποφασιστικότητά τους, τους δισταγµούς, τα µεγάλα λόγια για το κοινό χωρίς πρακτική ουσία. Η ∆ύση, τότε όπως και σήµερα, αδυνατεί να αξιολογήσει την πολιτική πρακτική της Ρωσίας. Σηµειώνω ακόµη ότι ο Μαρξ αντιπαθούσε βαθιά το στρατηγείο της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης, τον τσαρισµό, είχε όµως µεγάλη αδυναµία στο επαναστατικό ρωσικό κίνηµα, για χάρη του οποίου έµαθε ρωσικά.

Ενατον, οι εξελίξεις στην Ουκρανία απέδειξαν τον µεγάλο ρόλο που παίζουν οι προσωπικότητες και οι επιλογές ηγεσιών στις πιο διαφορετικές χώρες. Ο πρόεδρος της Πολωνίας, επί παραδείγµατι, είναι πολύ λίγος, από άποψη ιδιοτήτων, γνώσεων, πείρας και αποφασιστικότητας. Το ίδιο ισχύει και για τη σηµερινή ηγεσία της ΕΕ.

∆έκατον, η νεοδηµοκρατική εξωτερική πολιτική και ως προς το ουκρανικό έχει παντελή έλλειψη στρατηγικής σκέψης. Ολα τα σοβαρά ζητήµατα τα µετατρέπει σε επικοινωνιακά παιχνίδια µε τη στήριξη των ολιγαρχών και για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους.

Τέλος, ενδέκατον, η κυβέρνηση µε την ανευθυνότητα που τη διακρίνει θέλει να χρεώσει στην ουκρανική κρίση όλο το κύµα ακρίβειας που έχει κατακλύσει τη χώρα και για το οποίο µεγάλη ευθύνη έχει και η πολιτική της. Μια πολιτική που επέτρεψε την κατάργηση του EastMed ακριβώς την εποχή που αυτός ο αγωγός φυσικού αερίου ήταν όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητος, ενώ άστοχα έκλεισε τους λιγνίτες προκειµένου τα «χρυσά αγόρια της» να αποκοµίσουν περισσότερα κέρδη.

Documento Newsletter