Η γεωπολιτική της φύσης

Η γεωπολιτική της φύσης

Τα δύο στρατόπεδα στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή απειλούν να εκτροχιάσουν την αδύναμη έτσι κι αλλιώς περιβαλλοντική ισορροπία

Από τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας μέχρι τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα οι τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές έχουν κλονίσει την πολυμερή προσέγγιση τα τελευταία χρόνια. Ενώ πολλές από τις συνέπειες –από την άνοδο των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας έως τους αυξανόμενους κινδύνους μεγάλων συγκρούσεων– έχουν συζητηθεί εκτενώς, πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή στις επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πολύπλευρης κρίσης του κλίματος και της φύσης.

Επιδείνωση των διχασμών

Η σφυρηλάτηση της κοινής αίσθησης του σκοπού και η οργάνωση της συντονισμένης δράσης που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα ήταν δύσκολες ακόμη και σε καλύτερες στιγμές του παρελθόντος. Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από δυσπιστία, ανταγωνισμό, δημοσιονομικούς περιορισμούς και αποκλίνουσες πολιτικές προτεραιότητες η κοινή δράση φαίνεται σχεδόν αδύνατη. Και όμως, αντί να χτίζουν γέφυρες, πολλοί –ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Βορρά– επιδεινώνουν τους διχασμούς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία απαγορεύει τις εισαγωγές προϊόντων που συνδέονται με την αποψίλωση των δασών. Ο νόμος (απαιτεί από τις εταιρείες που πωλούν προϊόντα όπως καφέ, βόειο κρέας και σόγια στην ΕΕ να παρέχουν επαληθεύσιμη απόδειξη ότι δεν καλλιεργήθηκαν σε πρόσφατα αποψιλωμένα εδάφη) χαιρετίστηκε από πράσινους ακτιβιστές και Ευρωπαίους πολιτικούς. Αλλά το μέτρο έχει επίσης δεχτεί σημαντική κριτική – κυρίως από τις αγροτικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αποφύγουν το κόστος για την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Ωστόσο λίγο προτού εγκριθεί οι κυβερνήσεις της Βραζιλίας και της Ινδονησίας έστειλαν επιστολή, που υπογράφηκε από 14 κράτη-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), στην οποία διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι η ΕΕ επιδίωκε «μονομερή νομοθεσία» και όχι «διεθνή δέσμευση». Αποτυγχάνοντας να διαβουλευτεί με τις σχετικές χώρες, η ΕΕ επινόησε «δαπανηρές και μη πρακτικές απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας και γεωεντοπισμού» για έναν «αβέβαιο και μεροληπτικό» κατάλογο προϊόντων.

Από την άλλη πλευρά, οι λεγόμενες χώρες BRICS των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) ενδέχεται να αυξηθούν, καθώς 19 χώρες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να ενταχθούν. Αν και αποτελεί μακρινή πιθανότητα, γίνεται επίσης συζήτηση για την κυκλοφορία ενός νέου νομίσματος BRICS για να αμφισβητηθεί η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου των ΗΠΑ.

Αρνηση για βοήθεια

Επιπλέον, οι ηγέτες της αναπτυσσόμενης οικονομίας υπογραμμίζουν την απροθυμία των πλουσιότερων χωρών να χρηματοδοτήσουν τη διατήρηση των υφιστάμενων δασών. Οι πιστώσεις άνθρακα, αν και είναι άκρως νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μέτρο, μπορούν να βοηθήσουν στη διοχέτευση της χρηματοδότησης προς τη διατήρηση των δασών αλλά μόνο εάν αγοράζονται σε δίκαιες και προβλέψιμες τιμές.

Υπάρχουν σχετικά απλοί τρόποι για τη βελτίωση της δέσμευσης και την επιτάχυνση της προόδου προς τους κοινούς στόχους για το κλίμα και τη φύση. Για παράδειγμα, ο νόμος της ΕΕ για την αποψίλωση των δασών θα μπορούσε να είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο εάν περιλάμβανε τη στήριξη για την προώθηση αντί για την παράκαμψη της σχετικής νομοθεσίας στις πληγείσες χώρες. Επιπλέον, με βάση τις γνώσεις που κοινοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του One Forest, οι πλούσιες χώρες θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν την ιδέα της παροχής πληρωμών για υπηρεσίες οικοσυστήματος σε χώρες που διατηρούν τα δάση τους και καθορίζουν ένα κατώτατο όριο τιμών για πιστώσεις άνθρακα και βιοποικιλότητας.

Ευκαιρίες για συνεργασία

Η πρόσφατα ανακοινωθείσα Συμμαχία των Θετικών Οικονομιών για τη Φύση –σχεδιάστηκε ως «φόρουμ για την ανταλλαγή γνώσεων και τη δημιουργία δικτύων πληροφοριών σε εθελοντική βάση σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών»– θα μπορούσε να υποστηρίξει τη στροφή προς μεγαλύτερη συνεργασία πέρα από το G7;

Η προεδρία της Βραζιλίας στο G20 το 2024 και ο ρόλος της ως οικοδέσποινας της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή το 2025 (COP30) αντιπροσωπεύουν επίσης σημαντικές ευκαιρίες. Ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των πλούσιων σε φυσικούς πόρους αναπτυσσόμενων οικονομιών στον κόσμο, η Βραζιλία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτές τις πλατφόρμες για να συγκεντρώσει μεγαλύτερη υποστήριξη για τις χώρες που κάνουν τα μέγιστα για την προστασία του κλίματος και τη διατήρηση της φύσης, παρά το γεγονός ότι έχουν κάνει τα λιγότερα για να προκαλέσουν τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε. Ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής για την προώθηση των στόχων βιωσιμότητας θα είναι βασικός μοχλός.

Χωρίς συνεργατική προσέγγιση, οι πλούσιες στη φύση χώρες μπορεί ακόμη και να αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κυρίαρχη λέσχη πωλητών με στόχο τη βελτίωση των όρων εμπορίου τους, όπως έκανε ο ΟΠΕΚ εδώ και καιρό για τους παραγωγούς πετρελαίου. Ηδη η Βραζιλία, η Ινδονησία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (διαθέτουν τα μεγαλύτερα τροπικά δάση στον κόσμο) έχουν σχηματίσει μια συμμαχία που επικεντρώνεται ουσιαστικά στην πίεση προς τον πλούσιο κόσμο να χρηματοδοτήσει τη διατήρηση των δασών.

Μέτρα όπως η νομοθεσία της ΕΕ για την αποψίλωση των δασών ή οι εθελοντικές αγορές άνθρακα μπορεί να μοιάζουν με βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Και μπορεί να αποφέρουν βραχυπρόθεσμα οφέλη. Αλλά αποξενώνοντας τον αναπτυσσόμενο κόσμο σε μια εποχή παγκόσμιας γεωπολιτικής αναδιάταξης, το μακροπρόθεσμο κόστος μπορεί να είναι πολύ υψηλό.

Documento Newsletter