Η Εύβοια, μάνα, καίγεται…

Η Εύβοια, μάνα, καίγεται…

Και επιτέλους η φωτιά στη βόρεια Εύβοια έσβησε, ύστερα από δέκα μέρες εικόνων ολοκαυτώματος, αφού έφτασε στη θάλασσα. Ξεκίνησε από τον Ευβοϊκό και σταμάτησε στην άλλη πλευρά, στο Αιγαίο, αφανίζοντας οικοσυστήματα έκτασης 507.950 στρεμμάτων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συστήματος δορυφορικών καταγραφών EFFIS (Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών της ΕΕ για τις Δασικές Πυρκαγιές), ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσουν τις 700.000, αφήνοντας πίσω της 3.500 κατοίκους άνεργους και περισσότερα από 1.500 σπίτια σε χωριά κυριολεκτικά κάρβουνο. Ολόκληρες περιοχές σβήστηκαν από τον χάρτη, επιχειρήσεις καταστράφηκαν, άνθρωποι μετατράπηκαν σε κλιματικούς ή περιβαλλοντικούς πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα (Wood, 2001). Η κόλαση ήταν εκεί όπου η άπνοια άλλαζε συνεχώς φορά…

Ομως η κόλαση γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι και εδώ, στο τώρα, το σήμερα, το αύριο, καθώς μπορεί να σώθηκαν από τη φωτιά αλλά δεν έχουν πια τίποτε. Δεν έχουν σπίτι, δουλειά, αναμνήσεις, το δάσος τους με το οποίο καταγινόταν περίπου το 60% των κατοίκων (ρετσινοπαραγωγοί, μελισσοκόμοι, υλοτόμοι, κτηνοτρόφοι, αγρότες), ενώ το υπόλοιπο 40% είχε άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό, που βασιζόταν στο απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό τοπίο. Τοπίο που συνδύαζε σε μια μοναδική παλέτα αρμονικά το μπλε με το πράσινο.

Ετσι, από το περιβόητο πια «Μένουμε σπίτι» πριν από λίγους μήνες, οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν στο «εκκενώστε» ή μάλλον «εγκαταλείψτε το σπίτι». Γιατί μπορεί η εφαρμογή 112 να δούλεψε, όμως πίσω όταν έφευγαν δεν υπήρχε κανείς και καμία εφαρμογή για να προστατέψει τις περιουσίες τους. Και τα χωριά που δεν κάηκαν σώθηκαν γιατί ακριβώς οι κάτοικοι δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις και έμειναν εκεί για να δώσουν την ύστατη μάχη υπέρ βωμών και εστιών…

Και ερχόμαστε στο σήμερα λοιπόν, που η πολιτεία καλείται να συνδράμει αυτούς τους ανθρώπους και να επουλώσει τις πληγές από το ημιθανές σώμα τής ήδη από πριν καθημαγμένης βόρειας Εύβοιας. Κατάσταση που, ας μη γελιόμαστε, θα έχει επιπτώσεις σε ολόκληρο το νησί. Αυτοί οι άνθρωποι θα ξαναβρούν το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια ή θα αναγκαστούν να μετατραπούν σε «κολίγες» στον τόπο τους, αν δεν μεταναστεύσουν σε κάποιο αστικό κέντρο, ερημώνοντας την ύπαιθρο; Θα συμμετάσχουν ενεργά στην αναγέννηση του δάσους και στα επικείμενα αντιπλημμυρικά έργα όταν η ίδια τους η ζωή ήταν συνυφασμένη με τις λειτουργίες αυτών των οικοσυστημάτων και όταν γνωρίζουν το δάσος εμπειρικά μεν αλλά καλύτερα από τον καθένα; Ποιος θα αναλάβει την υλοτόμηση των καμένων;

Το δεύτερο σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα είναι σ’ αυτή την ανασυγκρότηση ο ρόλος του πρώτου και του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης βάσει των αρχών της εγγύτητας και της επικουρικότητας. Θα υπάρξει αποσυγκέντρωση δικαιοδοσιών, αρμοδιοτήτων και πόρων για την επανάκαμψη της περιοχής ή απλώς θα εκτελούν εντολές «ειδικών» από την Αθήνα; Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο επιτυχημένος κ. Μπένος όταν ανασυγκρότησε την Καλαμάτα μετά τον φονικό σεισμό ήταν δήμαρχος της πόλης και ως εκ τούτου ήταν ο πλέον κατάλληλος θεσμικά. Βέβαια στηρίχθηκε σε πόρους και έμψυχο ειδικό δυναμικό από το κεντρικό κράτος αλλά αυτός ήταν ο κύριος συντονιστής που ήξερε καλύτερα την πόλη του από τον καθένα.

Ομως εκτός από την περιβόητη επιτροπή ανασυγκρότησης αναφέρονται και κάποιες άλλες ασάφειες, που εύχομαι να μην έχουν τεθεί εκ του πονηρού. Καταρχάς, τι σημαίνει ανάδοχος αναδάσωσης; Ο ανάδοχος θα είναι «φιλάνθρωπος» που απλώς θα κάνει δωρεά για την «αναστήλωση» της περιοχής ή θα παραχωρούνται με ΣΔΙΤ εκτάσεις γης σε ιδιώτες που θα τις «ανασυγκροτούν» για τα επόμενα 50 χρόνια, έχοντας το δικαίωμα εκτός από την αναγέννηση των φυσικών οικοσυστημάτων της περιοχής να εισάγουν και άλλες χρήσεις, αλλοιώνοντας τον δασικό, αδιαίρετο και ενιαίο χαρακτήρα και προορισμό του τοπίου; Αλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε και κάτι νόμους περί «Απλούστευσης διαδικασιών» «Συμβουλίου Στρατηγικών Επενδύσεων», «Τακτοποίησης αυθαιρέτων», «Τοπικών πολεοδομικών σχεδίων» που σχεδόν επιτρέπουν τα πάντα… Γιατί να μην υιοθετηθεί η περιοχή από ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ή ένα ερευνητικό ινστιτούτο με αντίστοιχα τμήματα δασολογίας, δασοπονίας και περιβαλλοντικής διαχείρισης, που ερευνητικά θα μπορούσαν να «χτίσουν» στην περιοχή, αναδεικνύοντας μελλοντικά εργαστήρια, νέους επιστήμονες και ερευνητές, που και θα προσφέρουν στον τόπο αλλά και θα συνδεθούν με τον τόπο; Αλλωστε η δημιουργία ενός σύγχρονου Πράσινου Ινστιτούτου στην Εύβοια με τις φωτιές, τις πλημμύρες και το ιδιαίτερο γεωμορφολογικό ανάγλυφο είναι κάτι που συζητιέται χρόνια και πραγματικά λείπει από το νησί.

Επίσης, τι σημαίνει η μελέτη για πράσινη ζώνη, ψηφιακό κύμα και χώρο καινοτομίας στην περιοχή;

Τέλος, το σημαντικότερο ερώτημα είναι πώς θα γίνει η αναδάσωση.

Αυτοί οι άνθρωποι θα ξαναβρούν το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια ή θα αναγκαστούν να μετατραπούν σε «κολίγες» στον τόπο τους, αν δεν μεταναστεύσουν σε κάποιο αστικό κέντρο, ερημώνοντας την ύπαιθρο;

Θα δημιουργήσουμε μονοκαλλιέργειες φυτικών, εμπορικών, ακόμη και ξενικών ειδών, καταργώντας τους δασικούς υποορόφους, τους οικοτόνους και εντέλει συρρικνώνοντας τη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων και αψηφώντας την αλληλεπίδραση όλων των βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων του ή θα αφήσουμε το δάσος να αναγεννηθεί φυσικά με τα δικά του σπέρματα, ριζοβλαστήματα και πρεμνοβλαστήματα όπως άλλωστε είχε γίνει και το 1977, όταν είχε ξανακαεί – αλλά όχι σε τέτοια έκταση– η περιοχή; Κι ακόμη θα δαιμονοποιήσουμε σε βαθμό εξοβελισμού από το τοπίο τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη όταν ξέρουμε ότι τα δάση αυτά εμφανίζονται ως τελικά οικοσυστήματα (climax) στην περιοχή της Μεσογείου κι όταν γνωρίζουμε ότι τα είδη αυτά αντέχουν στην ξηρασία, στα αντίξοα περιβάλλοντα και στις οριακές εδαφικές συνθήκες (Ντάφης, 1986; Barbero et al., 1998);

Επιπλέον, θα προχωρήσουμε σε αναδασώσεις χωρίς την επέμβαση ανθρώπινου χεριού και χρήσεις όπως η βόσκηση, αφήνοντας τη φύση να κάνει αυτό που χρόνια γνωρίζει κι αν χρειαστεί να κάνουμε και μερικό εμπλουτισμό από είδη της περιοχής ή θα επιδοθούμε σε βίαιες αναδασώσεις με εισαγόμενα είδη, ξοδεύοντας πολύ χρήμα και διαταράσσοντας οικολογικά αλλά και ανοσοβιολογικά την περιοχή;

Γιατί, βλέπετε, είναι άλλο το δάσος της βόρειας Εύβοιας κι άλλο ο μεγάλος περίπατος της Αθήνας με τις εισαγόμενες ουασινγκτόνιες, που όσες έμειναν παλεύουν για να επιβιώσουν.

Documento Newsletter