Διαιρεμένη και εν συγχύσει απέναντι στις τραυματισμένες ΗΠΑ, ύστερα από τέσσερα χρόνια Τραμπ στον Λευκό Οίκο, σε έναν πολυπολικό πλανήτη με ασταθείς ισορροπίες
Τα τέσσερα χρόνια Τραμπ στον Λευκό Οίκο ανέτρεψαν τις ισορροπίες στη διεθνή σκηνή. Προτάσσοντας το «America first», με το οποίο ο Τραμπ κέρδισε οριακά τις εκλογές, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, ο Καύκασος αλλά και η βόρεια Αφρική την ίδια ώρα που η Κίνα διεκδικούσε –και για πολλούς κέρδισε– τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια οικονομία διεισδύοντας ακόμη και σε τομείς όπως οι νέες τεχνολογίες, στους οποίους οι ΗΠΑ και η Silicon Valley είχαν τα πρωτεία.
Η συζήτηση για έναν πολυπολικό κόσμο χωρίς την ηγεμονία των ΗΠΑ είναι πλέον γεγονός. Μάλιστα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν σε άρθρο του στην ιστοσελίδα Project Syndicate καλεί τη διεθνή κοινότητα να αγκαλιάσει την αναδυόμενη πολύπλευρη συνεργασία που αναδείχτηκε σωτήρια τον καιρό της πανδημίας και σε άλλους τομείς όπως η παιδεία, η ρύθμιση του διαδικτύου και η αναστολή πληρωμών χρέους. Ωστόσο οι τάσεις σε αυτήν τη συζήτηση διαφέρουν αρκετά.
Με μόλις μερικές εβδομάδες στο τιμόνι της χώρας, ο Τζο Μπάιντεν στην ομιλία του για την εξωτερική πολιτική διακήρυξε ότι η Αμερική επέστρεψε («America is back»), θέτοντας τον τόνο της επαναδιεκδίκησης των παγκόσμιων πρωτείων. Ωστόσο η αποκήρυξη του τραμπικού απομονωτισμού, η έμφαση –ή το πρόσχημα, όπως λένε κάποιοι– στην εξαγωγή της δημοκρατίας και την αμερικανική ηγεμονία δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Οι Δημοκρατικοί βάζουν ξανά το ΝΑΤΟ στο παιχνίδι
Η πρώτη ανακοίνωση του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου ήταν ότι θα σταματήσει τις αποχωρήσεις αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία, εκπέμποντας σήμα εμπιστοσύνης στους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα προειδοποίηση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ενδιαφέρον είχε και η στάση του σχετικά με τη Σαουδική Αραβία: ναι μεν την επέκρινε για τον πόλεμο στην Υεμένη, αλλά θα σταθεί αρωγός της στη μάχη ενάντια στο Ιράν.
Για να μπορέσει να ξαναπαίξει πειστικά τον ρόλο του προστάτη της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως, θα χρειαστεί να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν παρά να καυτηριάσουν ρητορικά την έλλειψη κράτους δικαίου στην Κίνα και τη Ρωσία ή ακόμη και στην Τουρκία, όπως ζήτησαν την Τρίτη Δημοκρατικοί γερουσιαστές. Στα αξιοσημείωτα είναι και ότι οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επεκτείνουν κατά πέντε χρόνια την ισχύ του πυρηνικού συμφώνου New START με τη Ρωσία, καθώς και η πρόθεση Μπάιντεν να συνεργαστεί με την Κίνα για το συμφέρον των ΗΠΑ.
Και στη μέση η ΕΕ που αναζητεί κατεύθυνση
Από την πλευρά της η ΕΕ, περισσότερο διαιρεμένη παρά ποτέ και με νωπό ακόμη το Brexit, φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των ΗΠΑ και των οικονομικών της συμφερόντων, που σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλουν τη συνεργασία με Ρωσία και Κίνα.
Ετσι, από τη μια πλευρά εμφανίζεται υπέρμαχος των αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας (π.χ. υπόθεση Ναβάλνι), από την άλλη συνεργάζεται με τη Μόσχα (Nord Stream 2) και με την Κίνα με τον περίφημο «δρόμο του μεταξιού», από του οποίου την προστιθέμενη αξία, σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Επιμελητηρίου, το Πεκίνο καρπώνεται το 90%.
Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σινοευρωπαϊκή συμφωνία επενδύσεων, η οποία συνήφθη υπό τον μανδύα της λεγόμενης «στρατηγικής αυτονομίας» του μπλοκ των 27 κρατών-μελών, στέλνοντας αντικρουόμενα μηνύματα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Ωστόσο η ΕΕ πληρώνει και το τίμημα της όποιας αμφισημίας της, αφού δεν είναι πάντα εύκολο να ισορροπείς μεταξύ συμφέροντος και γεωπολιτικών συσχετισμών. Αυτό συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ επισκέφτηκε τη Μόσχα. Η συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ ήταν τρικυμιώδης, όπως αναμενόταν, καθώς μόλις είχε προηγηθεί η καταδίκη του αρχηγού της αντιπολίτευσης στη Ρωσία Αλεξέι Ναβάλνι.
Μάλιστα στην καθιερωμένη κοινή τους συνέντευξη Τύπου ο Ρώσος υπουργός αποκάλεσε την Ευρώπη «αναξιόπιστο εταίρο», με τον Μπορέλ να στέκεται αμίλητος δίπλα του, γεγονός που προκάλεσε κύμα αντιδράσεων από ευρωβουλευτές που ζητούν την παραίτησή του. Η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στηρίζει τον Μπορέλ, ο οποίος σε ανάρτησή του υποστήριξε το ταξίδι του γράφοντας πως πρέπει να «βγάλουμε τα συμπεράσματά μας» από τη στάση της Ρωσίας, η οποία απομακρύνεται από την Ευρώπη και δεν επιθυμεί έναν εποικοδομητικό διάλογο. Υπάρχει ακόμη η σκέψη να προτείνει καινούργιες κυρώσεις στην επόμενη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, που θα λάβει χώρα στις 22 Φεβρουαρίου.
Η επίσκεψη Μπορέλ ανέδειξε και κάτι ακόμη: την κάτι περισσότερο από ανησυχητική έλλειψη κοινής στάσης των κρατών-μελών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που έχει διχάσει την Ευρώπη, ειδικά μετά τη φυλάκιση του Ναβάλνι. Ο αγωγός θα μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία, με τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και την Ουκρανία να εκφράζουν ανησυχία για την αύξηση της επιρροής της Μόσχας, ενώ η Γαλλία έχει καλέσει τη Γερμανία να σταματήσει το πρότζεκτ. Από την άλλη πλευρά, ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς αποκάλεσε τον αγωγό «ευρωπαϊκό σχέδιο».
Η στάση της Γερμανίας στην περίπτωση τόσο του ρωσικού εμβολίου Sputnik V, για το οποίο πρότεινε ακόμη και να παραχθεί στο έδαφός της, όσο και του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 μπορεί να αποκληθεί «τροχιοδεικτική» για την πορεία της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο σειρά Γερμανών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της Μέρκελ, δήλωσαν ότι είναι σημαντικό να διαχωριστεί το θέμα του αγωγού από εκείνο της φυλάκισης του Ναβάλνι.
Στα περίπου 90 χρόνια της ιστορίας της η αμερικανική συμβουλευτική εταιρεία McKinsey έχει ορισμένες πολύ μαύρες σελίδες. Η πιο πρόσφατη ήταν την προηγούμενη εβδομάδα, όταν συμφώνησε να καταβάλει 574 εκατ. δολάρια στις αμερικανικές αρχές για την εμπλοκή της στην κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ, που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς. Το 2019 οι «New York Times» και η δημοσιογραφική ιστοσελίδα ProPublica δημοσίευσαν μια σειρά άρθρων που περιέγραφαν τον τρόπο που η McKinsey παρέκαμπτε τους κανόνες για να κερδίσει δημόσια συμβόλαια, δίνοντας προτεραιότητα στα κέρδη παρά στην ηθική συμπεριφορά. Πιο χαρακτηριστική ήταν η συνεργασία της McKinsey με την κυβέρνηση Τραμπ για τη διαχείριση του μεταναστευτικού κύματος. Η McKinsey συνεργαζόταν με την υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων σε θέματα διοίκησης των εγκαταστάσεων κράτησης των μεταναστών από την εποχή Ομπάμα. Εισέπραξε 20 εκατ. δολάρια για τις υπηρεσίες της, που περιλάμβαναν συμβουλές αποδοτικής διαχείρισης των εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, πρότεινε περικοπές στα έξοδα διατροφής και ιατρικής κάλυψης. Αλλες σκοτεινές υποθέσεις περιλαμβάνουν το σκάνδαλο εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων στη Νότια Αφρική για το οποίο ο πρώην πρόεδρος Τζέικομπ Ζούμα κατηγορείται για διαφθορά, οι καταστροφικές συμβουλές στη Swissair που κόντεψε να χρεοκοπήσει και η στήριξη του πάλαι ποτέ ενεργειακού γίγαντα Enron, που κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα υπό το βάρος των αποκαλύψεων για λογιστικά μαγειρέματα.