Τις δύο περασμένες εβδομάδες η Ευρωπαϊκή Ενωση –που με προεξάρχουσα τη Γερμανία φέρει σημαντικό μερίδιο για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την παρούσα ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, καθώς επί μακρόν ενθάρρυνε τον Πούτιν να προχωρήσει στη δημιουργία του υποθαλάσσιου αγωγού Nord Stream 2, αλλά όταν το φθινόπωρο ο αγωγός ήταν έτοιμος αρνήθηκε να τον εγκρίνει υπό τον φόβο ότι θα της επιβάλουν κυρώσεις οι ΗΠΑ και τελικά σύρθηκε πίσω από την αμερικανική πολιτική στην Ουκρανία– άρχισε την προσπάθεια, με διαδοχικές αποφάσεις της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα που δημιούργησε.
Και πάλι ο απλός κόσμος θα πληρώσει
Οι αποφάσεις αυτές περιλαμβάνουν τη χάραξη μιας εντελώς παράλογης οικονομικά, νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής με υψηλό κόστος που θα πληρώσει ο απλός κόσμος, καθώς και διάφορα πακέτα μέτρων.
Η ουσία της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής είναι ότι πρέπει με κάθε θυσία να κοπεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, με άμεση μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία κατά τα δύο τρίτα μες στο 2022 και πλήρη εξάλειψή τους ως το 2030. Η απόφαση της Κομισιόν λέει ότι αυτό μπορεί να γίνει με εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ και τις αραβικές χώρες και με εξαπλασιασμό των ΑΠΕ βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου.
Οπως τονίζουν ωστόσο πεπειραμένοι παράγοντες του ευρωπαϊκού και ελληνικού ενεργειακού κλάδου, οι στόχοι αυτοί είναι ανέφικτοι γιατί δεν υπάρχει τόσο μεγάλη προσφορά LNG σε παγκόσμιο επίπεδο ούτε υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές στην Ευρώπη για αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου.
Το εύκολα προβλέψιμο αποτέλεσμα της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής που καθιερώνεται στο όνομα μιας πολιτικής ανάγκης –επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία– είναι ότι θα διατηρήσει ψηλά τις τιμές του LNG.
Από τη στιγμή μάλιστα που αυτή η πολιτική δεν συνοδεύεται από αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική κατά του άνθρακα (με κατάργηση της κοστολόγησης των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων) συνεπάγεται με βεβαιότητα τη διατήρηση του κόστους της ενέργειας στην Ευρώπη για τα επόμενα χρόνια σε πολύ υψηλά επίπεδα και τη μεταφορά του λογαριασμού στους πολίτες.
Με δυο λόγια, η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, που τόσο καιρό ακούγαμε ότι είναι παροδική, θα αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και ενδεχομένως θα επιδεινωθεί.
Για να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα που η πολιτική αυτή δημιουργεί (υψηλές τιμές σε φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια και υγρά καύσιμα, που λειτουργούν ως βόμβα διασποράς πληθωρισμού και ακρίβειας στις οικονομίες) η Κομισιόν ανακοίνωσε –για πρώτη φορά στη νεοφιλελεύθερη Ευρωπαϊκή Ενωση– και τη χαλάρωση των απαγορεύσεων κρατικής παρέμβασης στην αγορά όσο κρατά η κρίση.
Διατίμηση στις τιμές του ρεύματος
Με βάση αυτήν τη χαλάρωση τα κράτη μπορούν:
• Να επιβάλουν διατίμηση, δηλαδή ανώτατη τιμή, στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
• Να επιβάλουν έκτακτους φόρους στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν υψηλά κέρδη και είναι οι μόνοι ωφελημένοι από την παρούσα κρίση και μαζί με τα έσοδα από το εμπόριο αέριων ρύπων να μοιράσουν στους καταναλωτές επιδοτήσεις.
• Να δοθεί η δυνατότητα για κρατικές ενισχύσεις σε εταιρείες με υψηλό ενεργειακό κόστος που πλήττονται δυσανάλογα από τις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος.
• Να στηρίξουν με κρατικές επιδοτήσεις το κόστος των τιμών υγρών καυσίμων στην αντλία για επαγγελματίες και νοικοκυριά.
Η βασική λογική πάντως των προτεινόμενων παρεμβάσεων από την ΕΕ ήταν αυτή από το φθινόπωρο και παραμένει, όχι μόνο επειδή η έκταση του προβλήματος διαφέρει από χώρα σε χώρα –π.χ. στην Ελλάδα επειδή το σύνολο του ηλεκτρικού ρεύματος περνά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας τα νοικοκυριά σηκώνουν όλο το βάρος της κερδοσκοπίας των αγορών, ενώ στη Γερμανία, όπου περνά μόνο το 20%, τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν χαμηλότερες αυξήσεις– αλλά και γιατί οι χώρες του Βορρά που πρώτες οικοδόμησαν το target model για το ηλεκτρικό ρεύμα δεν δέχονται ότι κάθε χώρα οφείλει να κινηθεί μόνη της, με δικό της οικονομικό κόστος και χάραξη δικής της πολιτικής.