Οι ιστορικοί συνήθως στέκονται πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στις ιδεολογικές διακηρύξεις των κοινωνικών υποκειµένων µέσα στην Ιστορία. Για παράδειγµα, η διακήρυξη της έλευσης µιας µετακαπιταλιστικής κοµµουνιστικής κοινωνίας από τους επαναστάτες της ευρασιατικής ηπείρου (στη Ρωσία του 1917 και στην Κίνα του 1939) στην πραγµατικότητα άνοιξε τον δρόµο για την επιβολή µιας διαδικασίας ταχείας και πολλές φορές βίαιης εκβιοµηχάνισης, ενώ οδήγησε στην εγκαθίδρυση οικονοµικών µοντέλων κρατικού καπιταλισµού (αν και εδώ η συζήτηση όσον αφορά τον χαρακτήρα τους συνεχίζεται). Υπό µια έννοια τα κοµµουνιστικά καθεστώτα υπήρξαν περισσότερο µια προσαρµογή παρά µια θεµελιακή αντίθεση στο µοντέλο οικονοµικής ανάπτυξης που διαµορφώθηκε µεταξύ των δύο Παγκόσµιων Πολέµων.
Ωστόσο ο 20ός αιώνας έδειξε ότι οι διακρατικές αντιθέσεις και ανταγωνισµοί µπορούν να λάβουν χώρα και µεταξύ ιδεολογικά όµοιων συστηµάτων. Οι διασυνοριακές συγκρούσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1950 θα εξελιχθούν στην πλήρη αποστασιοποίηση της µαοϊκής Κίνας από τα εκσυγχρονιστικά πειράµατα του Χρουστσόφ, αλλά και τη συντηρητική αναδίπλωση των επιγόνων του στα χρόνια του 1960.
Οταν λοιπόν ο Χένρι Κίσιντζερ επισκέφτηκε την Κίνα το καλοκαίρι του 1971 (αυτή υπήρξε η καθοριστική επίσκεψη, το ταξίδι του Νίξον τον επόµενο χρόνο επιβεβαίωσε τα αποτελέσµατά της) και προσπάθησε να επιλύσει το πρόβληµα της χαίνουσας πληγής του Βιετνάµ το έδαφος είχε ήδη προετοιµαστεί. Οι ΗΠΑ φυσικά έθεσαν, όπως είναι γνωστό, το ζήτηµα των ανθρώπινων δικαιωµάτων, αλλά δεν είχαν απάντηση στο επιχείρηµα του Μάο ότι αυτός δεν θα είχε πρόβληµα να ανοίξουν τα σύνορα και να έρθουν 10 εκατοµµύρια Αµερικανοί στην Κίνα, οι Αµερικανοί θα είχαν πρόβληµα εάν άνοιγαν τα αµερικανικά σύνορα για 100 εκατοµµύρια Κινέζους. Και έτσι ήταν. Η αποδοχή λοιπόν από την πλευρά της Αµερικής του χαρακτήρα του κινεζικού καθεστώτος επέτρεψε τη γεωπολιτική σύγκλιση. Η Αµερική δεν κατάφερε να αποφύγει την ταπεινωτική ήττα στην Ινδοκίνα, όµως τέθηκαν τα θεµέλια για την αποµόνωση της Σοβιετικής Ενωσης τα επόµενα χρόνια, η οποία µαζί µε τον Πόλεµο των Αστρων και την άστοχη κίνηση των Σοβιετικών να µπουν στο Αφγανιστάν οδήγησαν στην κατάρρευση του 1989.
Σήµερα όµως αυτός ο κύκλος που άνοιξε πριν από 50 χρόνια φαίνεται να κλείνει. Το πολιτικό προσωπικό των ΗΠΑ βλέποντας την Κίνα να εξελίσσεται στον βασικότερο οικονοµικό ανταγωνιστή διχάστηκε: θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η παλαιά πολιτική περιορισµού και καταστροφής των ερεισµάτων της ρωσικής πολιτικής στην ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αµερική προς όφελος µιας κοινής συµµαχίας ή έστω µιας «εξουδετέρωσης» της ρωσικής «αντίδρασης» για να µπορέσει η Αµερική –µε πολιτικές κυρίως προστατευτικές– να απαντήσει στην Κίνα – και αυτό εξέφρασε µε καθαρό τρόπο η εκλογή Τραµπ και τα οικονοµικά συµφέροντα που τον προώθησαν. Ή µήπως έπρεπε ο αγώνας να είναι διµέτωπος, τόσο εναντίον της Κίνας όσο και εναντίον της Ρωσίας – µια πολιτική γραµµή στην οποία φαίνεται να επιστρέφει η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν;
Η νέα ευρασιατική στιγµή δεν είναι η βίαιη προσαρµογή απέναντι στον επελαύνοντα καπιταλισµό, όπως συνέβη στα µέσα του 20ού αιώνα, για να αποφύγει η Ευρασία την άγρια αποικιοποίηση, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές του κόσµου. Η νέα ευρασιατική στιγµή βρίσκει την Κίνα και τη Ρωσία να έχουν κάνει τη µετάβαση προς ολοκληρωµένες µορφές καπιταλιστικής παραγωγής, έστω κι αν η πρώτη στηρίζεται ακόµη κατά κύριο λόγο στη φτηνή εργασία και η δεύτερη στη φτηνή ενέργεια. Η οικονοµική και η γεωπολιτική σύγκλιση αυτών των καθεστώτων έχει αρχίσει εδώ και δεκαετίες. Οµως το ουκρανικό φαίνεται ότι θα επιταχύνει αυτήν τη διαδικασία. Τις µέρες αυτές τα αµερικανικά think tanks και τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ επιµένουν πολύ στην κοινή δήλωση Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ λίγο προτού αρχίσει ο πόλεµος στην Ουκρανία.
Ωστόσο από τη συλλογιστική τους συνήθως λείπει η επίδραση των δύο κινήσεων που έκανε ο Μπάιντεν στο προηγούµενο διάστηµα και σε µεγάλο βαθµό κινητοποίησαν τα ρωσοκινεζικά ανακλαστικά: η υπονόµευση της λειτουργίας ενός έτοιµου αγωγού για τον οποίο η Ρωσία και οι συµβεβληµένες εταιρείες επένδυσαν 9,5 δισ. ευρώ και ο εξοπλισµός της Αυστραλίας µε πυρηνικά υποβρύχια. Φαίνεται ότι στους υπολογισµούς του Πενταγώνου έπαιξε σηµαντικότερο ρόλο να προωθήσουν τη ρήξη της Ρωσίας µε την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Γερµανία. Αποτελεί όµως ανοιχτό ερώτηµα εάν η τελευταία µπορεί να επιβιώσει ως µεσαίας ισχύος δύναµη χωρίς τις στενές οικονοµικές σχέσεις µε τον ευρασιατικό άξονα. Η συνοχή του τελευταίου δεν ήταν ποτέ δεδοµένη: δεδοµένη ήταν η από καιρού εις καιρόν ανασυγκρότησή του µε βάση αυτό που κατανοούσε ως απειλή της ∆ύσης.
Ο Δημήτρης Σταματόπουλος είναι καθηγητής Βαλκανικής και Υστερης Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας