Το δεύτερο από τα τρία άρθρα του πρώην υπουργού Εξωτερικών για το Documento
Η Ν∆ στην εξωτερική της πολιτική επιδίδεται σε επικοινωνιακά παιχνίδια µε το βλέµµα στραµµένο στην εσωκοµµατική σκηνή. Η πολιτική της απέναντι στη Λιβύη αποτελεί το πιο ακραίο παράδειγµα για το πώς τα συµφέροντα της χώρας και το διεθνές δίκαιο θεωρήθηκαν περιττά βάρη προκειµένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριµένα ολιγαρχικά συµφέροντα µε τα οποία η κυβέρνηση έχει ιδιαίτερες σχέσεις.
Η κάκιστη πολιτική της κυβέρνησης της Ν∆ απέναντι στη Λιβύη αποκορυφώθηκε µε την αδράνεια που έδειξε όταν η Τουρκία και η Λιβύη παραβίασαν το διεθνές δίκαιο και υπέγραψαν την ψευδo-ΑΟΖ. Με αυτήν παραβιάζονταν όχι µόνο η ελληνική ΑΟΖ, αλλά και τα ίδια τα χωρικά ύδατα της χώρας στη ΝΑ Κρήτη.
Η κυβέρνηση της Ν∆ προκειµένου να αντιµετωπίσει την ψευδο-ΑΟΖ όφειλε να υποχρεώσει τη Λιβύη σε προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο. Να επεκτείνει άµεσα τα χωρικά ύδατα στη ΝΑ Κρήτη, ως είχα ήδη προωθήσει µε σχέδια προεδρικών διαταγµάτων. Τέλος, στη βάση της ιεράρχησης των κανόνων του διεθνούς δικαίου, να βγάλει άκυρη την τουρκολιβυκή συµφωνία. Αντ’ αυτών, επέλεξε να µας υπενθυµίζει το casus belli της Τουρκίας. Της «διέφυγε» φαίνεται ότι η Τουρκία παραβίαζε όχι µόνο το διεθνές δίκαιο, αλλά ακόµη και αυτή την κάκιστη Συµφωνία της Μαδρίτης, που προέβλεπε να µην υπάρξουν αλλαγές στο status quo του Αιγαίου.
Η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, πανικόβλητη που πιάστηκε κοιµώµενη, δεν είχε το σθένος να λάβει ουσιαστικά µέτρα αποτροπής της συµφωνίας. Βρήκε την «εύκολη Μη Λύση» να τα βάλει µε τον τότε πρεσβευτή της Λιβύης στην Αθήνα. Οµως ήταν γνωστό ότι ο συγκεκριµένος πρεσβευτής ήταν σε ρήξη µε το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του και αποκλείεται να είχε στα χέρια του τη συµφωνία ή σχέδιό της. Ολοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για πρόσωπο µε αγάπη προς την Ελλάδα και µε πολιτικές προοπτικές στη χώρα του. Ούτε αυτό έλαβε υπόψη της η Ν∆. Τι έκανε; Τον απέλασε. Τι απέγινε; Πρόεδρος της Λιβύης! Μεγαλεία! Γιατί το έκαναν; ∆ιότι κάποιοι εξυπηρετούσαν συγκεκριµένους ολιγάρχες της ενέργειας.
Στη συνέχεια επέλεξαν να µη συνοµιλούν µε τη διεθνώς αναγνωρισµένη κυβέρνηση της Τρίπολης. Επιπλέον, άφησαν την πρεσβεία στην Τρίπολη χωρίς πρεσβευτή και δηµοσιοποίησαν ότι δεν αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Λιβύης καθότι πράγµατι έχει λήξει η θητεία της. Ποιος, όµως, είναι αρµόδιος να την «καθαιρέσει»; Ο λαός της χώρας. Και ποιος για τη διεθνή αναγνώρισή της; Ο ΟΗΕ ο οποίος, όµως, εξακολουθεί να την αναγνωρίζει.
Η συνέχεια; Ο υπουργός Εξωτερικών προσγειώθηκε στο αεροδρόµιο της Τρίπολης, αλλά αρνήθηκε να εξέλθει του αεροπλάνου καθότι η ΥΠΕΞ της Λιβύης δεν του «έκανε». Κίνηση που δείχνει χαριτωµένη, αλλά όταν κουβαλάς στην πλάτη σου το κυπριακό δεν παραβιάζεις τις διαδικασίες και τις αναγνωρίσεις του ΟΗΕ. Θυµίζω, ακόµη, ότι ο συγκεκριµένος υπουργός δεν είναι το πρόσωπο που είχε υπογράψει την ψευδο-ΑΟΖ ως ψευδώς επικαλέστηκε για δικαιολογία το ελληνικό ΥΠΕΞ.
Ποιο ήταν το αποτέλεσµα; Να παίζει η Τουρκία µόνη της µπάλα σε αυτήν τη χώρα και να ετοιµάζεται για να δηµιουργήσει νέες στρατιωτικές βάσεις στα νότια της χώρας µας.
Και η Αλβανία;
Θυµάµαι τον Μητσοτάκη να µε καταγγέλλει στη Βουλή όταν προσπαθούσα να κλείσω µια συµφωνία-πακέτο δέκα θεµατικών µε την Αλβανία ώστε να τελειώνουµε επιτέλους µε σειρά από ιστορικές ανοησίες. Τέτοιες όπως είναι η συνέχιση του εµπόλεµου µε αυτήν τη χώρα καθώς και η άρνηση αναγνώρισης των συνόρων µε βάση τις διεθνείς συµφωνίες του µεσοπολέµου. Η παραβίαση και η καταπάτηση από τις αλβανικές αρχές των δικαιωµάτων και της ιδιοκτησίας της γηγενούς ελληνικής µειονότητας. Καταφέραµε, δε, τουλάχιστον να λύσουµε σχετικά µικρότερα προβλήµατα, όπως οι αδειοδοτήσεις των φορτηγών, η απόδοση της αλβανικής υπηκοότητας στον αρχιεπίσκοπο, ενώ είχαµε ήδη συµφωνήσει τη λύση των µεγάλων. Οµως, η νυν κυβέρνηση όχι µόνο αδιαφόρησε ως προς την ανάπτυξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων, αλλά δεν έδειξε να θέλει να λύσει κάποιο από τα υπάρχοντα προβλήµατα ούτε να δώσει πραγµατική στήριξη στη µειονότητα.
Το αποτέλεσµα της αδιαφορίας ως προς τις ελληνοαλβανικές σχέσεις οδηγεί στην εξαγωγή δύο συµπερασµάτων: πρώτον, ότι πράγµατι ήταν «τσάµπα ο τσαµπουκάς» που πούλαγε ο Μητσοτάκης για τα αλβανικά ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Κάθε φορά που προωθούσα µια λύση ο πρόεδρος της Ν∆ δήλωνε ότι εκείνος δεν επρόκειτο να αφήσει «σε χλωρό κλαδί» την Αλβανία και ότι ως µελλοντικός πρωθυπουργός θα βάλει βέτο σε κάθε ανάπτυξη της σχέσης της µε την ΕΕ. Οι δηλώσεις αυτές ξεσήκωναν θύελλα χειροκροτηµάτων από τους ορθοστατούντες βουλευτές της Ν∆, που µαζί µε τον αρχηγό τους παρήγαν ένα πραγµατικό κοντσέρτο υποκρισίας.
Το δεύτερο αποτέλεσµα ήταν ότι τα τέσσερα αυτά χρόνια η Τουρκία προώθησε πιο εύκολα από ποτέ τις θέσεις της στην Αλβανία. Ανέλαβε ακόµη και την εκπαίδευση στελεχών των ενόπλων δυνάµεων της γείτονος χώρας. ∆εν είναι λίγοι οι διπλωµάτες ξένων χωρών που αναρωτιούνται πώς και έχει εγκαταλείψει τόσο εύκολα η Ελλάδα τις θέσεις της στην Αλβανία για χάρη της Τουρκίας (διότι στην πολιτική όλα µετριούνται όχι διά της επικοινωνιακής κυριαρχίας αλλά διά του πραγµατικού αποτελέσµατος).
Τέλος, στη διάρκεια της θητείας µου είχε µπει σε καλό δρόµο η λύση του ζητήµατος της ΑΟΖ Ελλάδας – Αλβανίας µέσα από µια σύνθετη συµφωνία, χάρη στην οποία η Ελλάδα διασφάλιζε την επήρεια των νησιών της στο βόρειο Ιόνιο µε βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο της θαλάσσης. ∆ιασφάλιζε την υπέρβαση των δεσµεύσεων της κακής συµφωνίας του Κ. Καραµανλή το 1977 για την υφαλοκρηπίδα µε την Ιταλία, η οποία είχε γίνει στη βάση του παλαιού δικαίου της θάλασσας.
Τι έκανε η κυβέρνηση της Ν∆; Συµφώνησε για την ΑΟΖ µε την Ιταλία στη βάση της παλιάς κακής συµφωνίας, την οποία η Τουρκία θεώρησε υπόδειγµα! Μια συµφωνία που µείωσε δραστικά την επήρεια των νησιών. Στις Στροφάδες κατέβηκε στο 32%. Η συµφωνία της Ν∆ δηµιούργησε, δηλαδή, ένα αρνητικό «προδικασµένο» που θα αξιοποιηθεί τόσο από την Τουρκία όσο και από την Αλβανία στο διεθνές δικαστήριο, όποτε παραπεµφθεί αυτή η διαφορά εκεί. Η Ελλάδα, δηλαδή, δεν πέτυχε τίποτε µε τη συναίνεση της Αλβανίας για παραποµπή του θέµατος της ΑΟΖ στη Χάγη, από τη στιγµή που έγινε η συµφωνία µε την Ιταλία και την Αίγυπτο όπως έγινε. Αντίθετα αφοπλίστηκε νοµικά και πολιτικά.
*O Νίκος Κοτζιάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, μέλος του ΠΡΑΤΤΩ