Η ερωτική ζήλια στο έργο του Προυστ

Το νυστέρι του Προυστ χώνεται βαθιά στην αντρική ψυχή που υποφέρει αθεράπευτα από έναν έρωτα που ξεκίνησε άδοξα στον πρώτο τόμο του έργου του «Από τη μεριά του Σουάν»

Με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ στις 18 Νοεμβρίου 1922 επιλέγουμε μερικές από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές ζηλοφθονίας από το μυθιστόρημα «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».

Με το χέρι του ακριβέστερου ανατόμου και με τη δαρβίνεια προσήλωση ενός φυσιοδίφη, ο Μαρσέλ Προυστ καταδύθηκε σπιθαμή προς σπιθαμή ως τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής. Για να την ψηλαφίσει, να τη θερμομετρήσει και να θέσει υπό τον εμμονικό έλεγχό του τις υδραργυρικές μεταβολές της φτάνοντας ως την καθαρή ουσία από την οποία είναι φτιαγμένα τα όνειρα και οι μελαγχολικά μεγαλειώδεις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Δεν υπάρχει καμιά ψυχική περιοχή που να μην ερευνήθηκε στο μυθιστόρημα των 3.000 σελίδων που άρχισε να παίρνει μορφή το 1909, για να μην ολοκληρωθεί ουσιαστικά ποτέ, αφού ο συγγραφέας το διόρθωνε και το συμπλήρωνε ως τη στιγμή του θανάτου του. Γιατί πώς ολοκληρώνεται ένα μυθιστόρημα που υψώνεται σαν καθεδρικός ναός στη λογοτεχνία μέσα στα στενά χρονικά όρια του ανθρώπινου βίου;

Για να μιλήσει κανείς για τα ψυχικά ορυκτά που η προυστική ανασκαφή έφερε στην επιφάνεια δεν θα έφτανε ούτε η δική του ζωή. Ιδιαίτερα για την ερωτική ζήλια, που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα ταλανίζοντας τη ζωή των πιο διάσημων πρωταγωνιστών του. Ο μόνος τρόπος είναι να πιαστείς από κάπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη ζήλια ως αντεστραμμένη μορφή έρωτα και από την εκδοχή της που δεν σταματά ούτε με τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου.

Δεν ήταν καν ο τύπος του

Το νυστέρι του Προυστ χώνεται βαθιά στην αντρική ψυχή που υποφέρει αθεράπευτα από έναν έρωτα που ξεκίνησε άδοξα στον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» με τίτλο «Από τη μεριά του Σουάν». Εναν έρωτα αναπάντεχο και αταίριαστο «για μια γυναίκα που δεν ήταν ο τύπος μου», όπως θα ομολογήσει αργότερα ο Σουάν, ο οποίος για πολλούς μελετητές είναι alter ego του συγγραφέα.

Τον έρωτα του κομψού Γαλλοεβραίου κοσμοπολίτη και λάτρη των τεχνών Σαρλ Σουάν, ο οποίος σύχναζε στα πιο αριστοκρατικά σαλόνια του Φομπούρ Σεν Ζερμέν στο Παρίσι της μπελ επόκ για μια όμορφη κοκότα πολυτελείας, την Οντέτ ντε Κρεσί. Μια γυναίκα που ο Σουάν δεν έβρισκε καν ελκυστική αλλά η ζήλια που του προκάλεσε τον έκανε να απαρνηθεί για χάρη της τα πάντα: «Η Οντέτ είχε φανεί στον Σουάν όχι βέβαια χωρίς ομορφιά, αλλά με ένα είδος ομορφιάς που τον άφηνε αδιάφορο, που δεν του γεννούσε επιθυμία, που του προκαλούσε μάλιστα κάποια σωματική αποστροφή, σαν τις γυναίκες που όλοι, όταν τις έχουν δικές τους, διαφορετικές βέβαια για τον καθένα, δεν συμφωνούν με τον τύπο που αναζητούν οι αισθήσεις τους» γράφει ο Προυστ για την πρώτη συνάντησή τους.

Εκείνη όμως, σπρωγμένη από συμφέρον ή «από την ασύνειδα διαβολική παρόρμηση που μας σπρώχνει να προσφέρουμε κάτι μόνο σ’ αυτούς που δεν το επιθυμούν», όπως εξηγεί σε άλλο σημείο του μυθιστορήματος, ρίχνει τα δίχτυα της στον Σουάν και με τη συχνή παρουσία της, που ωστόσο δεν γίνεται ποτέ φορτική, επιβάλλεται στη ζωή του σαν μια βολική, ευχάριστη συνήθεια. Μέχρι τη στιγμή που «οι ατέλειές της δεν είχαν πια καμιά σημασία» και ιδίως μέχρι τη μοιραία στιγμή που η Οντέτ δεν θα τον περιμένει να φτάσει στο σουαρέ των κοινών φίλων, όπως έκανε κάθε βράδυ, για να τη συνοδεύσει στο σπίτι της. Και ο αργοπορημένος Σουάν, ο οποίος ερωτοτροπούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή με μια νεαρή του γούστου του, ταράζεται τόσο από τη διασάλευση του αναμενόμενου που παίρνει έξαλλος τους δρόμους του Παρισιού με τον αμαξά του για να τη βρει. Τρελός από ζήλια επειδή δεν ξέρει πού είναι, «ήταν αναγκασμένος ν’ αναγνωρίσει πως σ’ αυτό το ίδιο αμάξι δεν ήταν πια ο ίδιος, δεν ήταν πια μόνος, ένα καινούργιο πλάσμα ήταν εκεί μαζί του, προσκολλημένο, δεμένο επάνω του, από το οποίο δεν θα μπορούσε ίσως ν’ απαλλαγεί, που απέναντί του θα έπρεπε να φερθεί με περίσκεψη, όπως μ’ έναν αφέντη ή με μια αρρώστια».

Οταν επιτέλους τη βρίσκει κάνουν έρωτα για πρώτη φορά και τίποτε δεν θα είναι ξανά το ίδιο. Πάντα θα τη ζηλεύει παράφορα, αφού η ζήλια ήταν η γενεσιουργός αιτία του έρωτά του και όχι αντίστροφα, θα τη ζηλεύει ακόμη κι όταν δυστυχήσει μαζί της, ακόμη κι όταν δεν θα την αγαπάει πια. «Ετσι λοιπόν, ακόμη και τους μήνες που δεν τολμούσε να τους ξαναθυμηθεί γιατί ήταν μήνες ευτυχίας, ακόμη και τους μήνες που εκείνη τον αγαπούσε, είχε αρχίσει να του λέει ψέματα!

Πόσες άλλες ακόμη στιγμές δεν θα υπήρχαν, που κι αυτές θα ’κρυβαν ένα ψέμα, που ο Σουάν δεν είχε υποψιαστεί». Η Οντέτ, που «δεν ήταν ούτε η προσωποποίηση της αρετής ούτε της εξυπνάδας», έγινε η μοιραία γυναίκα που απαντούσε στις ζηλόφθονες ερωτήσεις του ξεσηκώνοντας νέα κύματα αμφιβολίας και ζήλιας και «χτυπούσε με δύναμη και ακρίβεια δημίου, χωρίς σκληρότητα, γιατί δεν είχε συνείδηση για το κακό που έκανε στον Σουάν».

Μεταθανάτιος παροξυσμός

Για τον Μαρσέλ Προυστ η ζήλια είναι ένα συναίσθημα τόσο σπηλαιώδες και παραλυτικό, τόσο ανεξέλεγκτο και ολοκληρωτικό, που μπορεί να υπερβεί ακόμη και το γεγονός του θανάτου του αγαπημένου προσώπου. Στις εμπύρετες σελίδες του προτελευταίου τόμου του μυθιστορήματος, με τίτλο «Η Αλμπερτίν αγνοούμενη», παρακολουθούμε το παροξυσμικό κρεσέντο του αφηγητή μετά την απόδραση της αγαπημένης του από τη «φυλακή» που της είχε επιβάλει στο σπίτι του στο Παρίσι, εξαιτίας της παράφορης ζήλιας του. Η μεθοδικά οργανωμένη παράνοια του ερωτευμένου στην κατάστρωση σχεδίων για να την ξαναφέρει πίσω, θέλοντας να την κάνει να πιστέψει ότι δεν είναι πλέον ερωτευμένος μαζί της, μοιάζει με την περίτεχνη κατασκευή ενός γυάλινου πύργου προορισμένου να καταρρεύσει με κρότο.

Κι όμως. Μαζί του θα συντριβεί και ο έρωτας του αφηγητή για την Αλμπερτίν, αφού θα πεθάνει από ατύχημα με το άλογό της λίγο μετά. Ή μάλλον ο έρωτάς του θα αναζωπυρωθεί απ’ την απώλεια μαζί με όλες τις ζήλιες, τις οδύνες και τα αδιέξοδα του παρελθόντος. Σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες όλης της «Αναζήτησης» ο συγγραφέας περιγράφει τη διαδικασία του πένθους και τα συναισθήματα που γέννησε η τρομερή απώλεια, πιο πυρακτωμένα και άγρια επειδή η αγαπημένη ποδηλάτισσα του Μπαλμπέκ έχει φύγει για πάντα. «Η Αλμπερτίν δεν ήταν πλέον τίποτε. Για μένα όμως ήταν το άτομο που μου είχε κρύψει ότι είχε ραντεβού με γυναίκες στο Μπαλμπέκ και που νόμιζε ότι είχε καταφέρει να μην το μάθω» γράφει ο Προυστ αναφερόμενος στην ομοφυλοφιλία της Αλμπερτίν, η οποία αποτελεί έμμεση αναφορά στη δική του, ενώ οι βιογράφοι του συμφωνούν πώς η ηρωίδα είναι εμπνευσμένη από τον Αλφρέντο Αγκοστινέλι, σφοδρό έρωτα του συγγραφέα ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα.

«Οταν η ερωμένη μας είναι ζωντανή, ένα μεγάλο μέρος από τις σκέψεις μας που αποτελούν αυτό που ονομάζουμε έρωτά μας μας έρχεται τις ώρες που δεν βρίσκεται κοντά μας. Συνηθίζουμε έτσι να έχουμε στις ονειροπολήσεις μας ένα άτομο που απουσιάζει και το οποίο, ακόμη κι αν απουσιάζει μερικές μόνο ώρες, στη διάρκεια των ωρών αυτών δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Ετσι λοιπόν ο θάνατος δεν μεταβάλλει και πολλά πράγματα. Οταν γύρισε ο Αιμέ από το Μπαλμπέκ του είπα να φύγει για τη Νίκαια και έτσι, όχι μονάχα με τις σκέψεις μου, με τις θλίψεις μου, με τη συγκίνηση που μου προκαλούσε ένα όνομα που συνδεόταν έστω και ελάχιστα με ένα ορισμένο άτομο, αλλά και με όλες μου τις πράξεις, με τις έρευνες που διεξήγα, με τον τρόπο που διαχειριζόμουν τα χρήματά μου, τα οποία προορίζονταν αποκλειστικά για να μάθω τις κινήσεις της Αλμπερτίν, μπορώ να πω ότι ολόκληρη αυτή τη χρονιά η ζωή μου είχε γεμίσει από έναν έρωτα, από ένα πραγματικό δεσμό. Και το αντικείμενο όλων αυτών ήταν μια νεκρή».

Τιτάνιο έργο δύο αντρών η μετάφραση στα ελληνικά

Οπως ο Προυστ απομονώθηκε από τα εγκόσμια για να συνθέσει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», έτσι και ο Παύλος Ζάννας ξεκίνησε να μεταφράζει το εμβληματικό μυθιστόρημα έγκλειστος στις φυλακές της Αίγινας ως πολιτικός κρατούμενος επί χούντας. Μονάχος στο μικρό κελί του, μετέφραζε το έργο από το 1968 ως το 1972 που αποφυλακίστηκε και μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1989, είχε ολοκληρώσει μεγάλο όγκο της εργασίας, την οποία ανέλαβε να συνεχίσει μέχρι το τέλος ο Παναγιώτης Πούλος. Οι πρώτοι τέσσερις τόμοι που μεταφράστηκαν από τον λόγιο Θεσσαλονικιό και εγγονό της Πηνελόπης Δέλτα Παύλο Ζάννα είναι: «Από τη μεριά του Σουάν», «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», «Η μεριά του Γκερμάντ», «Σόδομα και Γόμορρα». Ο Παναγιώτης Πούλος παίρνει τη σκυτάλη από το δεύτερο ήμισυ της «Φυλακισμένης» και παραδίδει την «Αλμπερτίν αγνοούμενη» (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, 2015) και τον «Ανακτημένο χρόνο» το 2018, ολοκληρώνοντας τη νέα επτάτομη έκδοση της Εστίας, μαζί με τον υπομνηματισμό και την επιμέλεια του συνόλου του έργου.

INFO
Το εξώφυλλο του πρώτου τόμου του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» με τίτλο «Από τη μεριά του Σουάν». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας