Η επιμονή της αμερικανικής πολιτικής κρίσης

Η θορυβώδης άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία και η συνακόλουθη περιπετειώδης πτώση του απ’ αυτήν προϊδέαζε ότι το θρίλερ δεν θα είχε τίτλους τέλους τόσο σύντομα όσο υπολόγιζαν οι Δημοκρατικοί και οι εσωτερικοί του αντίπαλοι.

Στην αντιπολίτευση ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος ισχυροποιήθηκε, ελέγχοντας τους μηχανισμούς του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος και ανανεώνοντας την κομματική του βάση, και στη συνέχεια είτε εκβίαζε τους παροικούντες στο Καπιτώλιο είτε τους «έκαιγε» εκλογικά.

Η παγίωση των νέων συσχετισμών θα επικυρωθεί με τις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, κατά τις οποίες από τη μία ο Τζο Μπάιντεν θα αποζητήσει την επανεπιβεβαίωση της κυριαρχίας του ενώ από την άλλη ο Τραμπ θα επιχειρήσει το πρώτο βήμα για την επάνοδό του στον προεδρικό θώκο.

Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμο παράγοντα αποτελεί αφενός η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο και δη σε θερμά μέτωπα (π.χ. Ουκρανία – Ρωσία, Κίνα – Ταϊβάν, αποχώρηση από το Αφγανιστάν, που εξελίχθηκε σε φιάσκο υπό την εποπτεία του Μπάιντεν).

Αφετέρου είναι γνωστό ότι θεμέλιος λίθος οποιασδήποτε ψήφου είναι πρωτίστως η οικονομία. Ομως μια σειρά από αλυσιδωτά γεγονότα που πυροδοτούνται εξαιτίας της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχουν μεταβάλει το οικονομικό κλίμα προς το χειρότερο, άρα και την εμπιστοσύνη στο οικονομικό σχέδιο του Μπάιντεν.

Γεγονός που αποκρυσταλλώθηκε και στα εντέλει «κουτσουρεμένα» νομοσχέδια της Βουλής των Αντιπροσώπων, τα οποία θεωρητικά θα αμβλύνουν τις συνέπειες της προϊούσας στασιμοπληθωριστικής κρίσης.

Επομένως, οι επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες και ενδεχομένως να κρίνουν και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2024.