Η επίμονη φτώχεια της Αϊτής και η Δύση

Μετά την δολοφονία του προέδρου της, που έκανε παγκόσμια αίσθηση, η φτωχή χώρα της Καραϊβικής ανέβηκε και πάλι στον αφρό της επικαιρότητας. Η ανέχεια που μαστίζει την περιοχή δεν είναι άσχετη με την παρέμβαση της Δύσης.

Η πιο φτωχή χώρα του δυτικού ημισφαιρίου

Άλλοτε η πιο πλούσια αποικία στην αμερικανική ήπειρο, τώρα αποτελεί την πιο φτωχή χώρα στο δυτικό ημισφαίριο. Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, 59% του πληθυσμού της το 2019 ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ 24% σε απόλυτη φτώχεια.

Οι πολίτες της χώρας έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, από τις χαμηλότερες στην Αμερική: μόνο το 36% του πληθυσμού είχε πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα το 2012, 57,5% είχε πρόσβαση σε καθαρό νερό το 2015 και 28% είχε πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας την ίδια χρονιά.

Το 23% του γενικού πληθυσμού είναι αναλφάβητο, ποσοστό που αυξάνεται σε πάνω από 30% στις αγροτικές περιοχές. Το καθαρό ποσοστό εγγραφής στο δημοτικό σχολείο αυξήθηκε από 47% το 1993 σε 88% το 2011. Το ποσοστό ολοκλήρωσης πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε σε 66% το 2012 από 68% το 2001 και λιγότερο από το 10% του πληθυσμού ολοκληρώνει δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια εκπαίδευση . Τα περισσότερα σχολεία είναι μη κρατικά και το 67% των μαθητών φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία.

Η Αϊτή εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από εξωτερική βοήθεια, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 20% του ετήσιου προϋπολογισμού της κυβέρνησης, ενώ τα εμβάσματα από τη διασπορά της Αϊτής αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος  της χώρας.

Για την τελευταία δεκαετία, η Αϊτή έχει μέσο ετήσιο εμπορικό έλλειμμα 190 εκατομμυρίων δολαρίων, με ΑΕΠ  8 δισεκατομμύρια δολάρια και πληθυσμό περίπου 10,5 εκατομμύρια. Οι κύριες βιομηχανίες του περιλαμβάνουν την επεξεργασία ζάχαρης, άλευρο και την παραγωγή τσιμέντου και κλωστοϋφαντουργίας. Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν το 90% όλων των εξαγωγών της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αϊτής.

Η υψηλή εξάρτηση από μη κυβερνητικούς παράγοντες οδήγησε σε πολύ περιορισμένες και αναποτελεσματικές δημόσιες δαπάνες από την κυβέρνηση στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής προστασίας. Η χώρα συνεχίζει να βιώνει μια αγροτική έξοδο προς μεγάλες αστικές περιοχές όπως το Πορτ-ο-Πρενς, και μια συνεχή έξοδο του πληθυσμού προς τη Δομινικανή Δημοκρατία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η έλλειψη δημόσιων υπηρεσιών, ιδίως στον τομέα της υγείας, της υδροδότησης, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, είναι άμεση συνέπεια της αστάθειας των δημόσιων θεσμών και της διακυβέρνησης στη χώρα. Η κοινωνική αναταραχή αυξήθηκε στη χώρα λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης και οδήγησε σε βίαιη διαμαρτυρία τον Ιούλιο του 2018 με την παραίτηση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.

Η Αϊτή είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε φυσικούς κινδύνους, με περισσότερο από το 90% του πληθυσμού σε κίνδυνο. Η υψηλή κοινωνική και οικονομική ευπάθεια του πληθυσμού, από την μαζική αποψίλωση και επιδείνωση του περιβάλλοντος, έχει δυσανάλογο αντίκτυπο στον ευάλωτο πληθυσμό. Μετεωρολογικοί κίνδυνοι, όπως τροπικές καταιγίδες και τυφώνες, σε συνδυασμό με την αδύναμη ετοιμότητα και αντίδραση σε καταστροφές, δημιουργεί ένα περιβάλλον φυσικών κινδύνων, δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται σε ζώνη τυφώνα και είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε πλημμύρες, ξηρασίες, σεισμούς και τυφώνες. Η χώρα δεν έχει ανακάμψει πλήρως από τις επιπτώσεις του καταστροφικού σεισμού του 2010, αλλά και από τον τυφώνα Μάθιου, κατηγορίας 4 το 2016, ο οποίος κατέστρεψε τα μέσα διαβίωσης και στις υποδομές και οδήγησε σε μια νέα αύξηση της χολέρας.

Η εμπλοκή της Δύσης

Η Αϊτή έχει υποφέρει από δυτικά συμφέροντα σχεδόν από την ίδρυσή της ως χώρα. Για δεκαετίες οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις και αργότερα οι ΗΠΑ, αρνιούνταν να την αναγνωρίσουν την πρώην γαλλική και ισπανική αποικία σαν ανεξάρτητο κράτος. Ήταν η πρώτη χώρα που είχε μαύρους στην κυβέρνηση μετά την ανεξαρτητοποίησή της από την Γαλλία το 1804. Το «μαργαριτάρι των Αντιλλών», όπως ονομαζόταν ήταν μια περιοχή γνωστή για την παραγωγή ζάχαρης, καφέ και βαμβακιού. Τα προϊόντα αυτά όμως παράγονταν και έφταναν στην αγορά από σκλαβωμένους ανθρώπους. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας ήταν μια διακήρυξη αυτών των ανθρώπων εναντίον της αποικιοκρατίας. Ήρθε όμως μετά από δεκαετίες αιματηρών μαχών. Ωστόσο, και η πορεία της Αϊτής ως ελεύθερη χώρα δεν ήταν ανέφελη.

Το 1825 ο βασιλιάς Κάρολος ο Δέκατος της Γαλλίας έστειλε τις κανονιοφόρους του στην πρωτεύουσα Πορτ-ο-Πρενς κι ανάγκασε την Αϊτή να πληρώσει αποζημίωση στους πρώην αποικιοκράτες για απώλεια περιουσίας. Η Αϊτή, αδυνατώντας να πληρώσει το δυσβάσταχτο ποσό, αναγκάστηκε να αναλάβει ένα χρέος το οποίο το κουβάλησε για σχεδόν έναν αιώνα. Η χώρα κατά τη διάρκεια όλου αυτού του διαστήματος δεν ήταν σε θέση να επενδύσει στην παιδεία ή τις υποδομές καθώς υπολογίζεται ότι αφιέρωνε μέχρι και 80% από τα έσοδά της στην εξυπηρέτηση του χρέους.

Το 1915, αμερικάνικα στρατεύματα εισέβαλαν όταν ο πρόεδρος της Αϊτής δολοφονήθηκε άγρια από το εξαγριωμένο πλήθος, εξ αιτίας της αυταρχικής συμπεριφοράς του. Οι ΗΠΑ δικαιολόγησαν την κατοχή αργότερα, λέγοντας ότι ήθελαν να αποκαταστήσουν την τάξη για να αποτρέψουν μια επέμβαση από γαλλικές και γερμανικές δυνάμεις. Όμως τα αμερικανικά στρατεύματα επανεισήγαγαν την αναγκαστική εργασία για έργα στην οδοποιία, ενώ αργότερα κατηγορήθηκαν για εξωδικαστικές εκτελέσεις. Η κατακριτέα από την διεθνή κοινότητα κατοχή έληξε το 1934, αλλά ο έλεγχος της Αϊτής κράτησε μέχρι το 1947.

Μετά από μια σειρά από μεταπολεμικά πραξικοπήματα, η οικογένεια Ντουβαλιέ, πατέρας και υιός, κυβέρνησαν την Αϊτή με ωμή βία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν ο λεγόμενος Baby Doc –ο υιός Ντουβαλιέ- ανετράπη από τις ΗΠΑ. Το καθεστώς τους βύθισε την χώρα ακόμα περισσότερο μέσα στο χρέος και δημιούργησε τους περίφημους Tonton Macoute, μια δύναμη καταστολής που κατέσφαξε πολίτες και τρομοκράτησε τη χώρα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 90, ένας πρώην ρωμαιοκαθολικός ιερέας, ο Ζαν Μπερτράν Αριστίντ, εξελέγη πρόεδρος. Εκδιώχθηκε δύο φορές από την εξουσία με πραξικόπημα, η πρώτη το 1991 και η δεύτερη το 2004. Το 1994 αποκαταστάθηκε στην θέση του έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού στρατού.

Ετικέτες