Μεταπολιτευτικά ο Κωνσταντίνος Καραµανλής άφησε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση (ΕΡΕ) και ίδρυσε τη Νέα ∆ηµοκρατία, θέλοντας µεταξύ άλλων να συµβολίσει ότι ακόµη και η ∆εξιά έκανε µια νέα αρχή, αφήνοντας πίσω της τα βαρίδια και τις νοοτροπίες της µετεµφυλιοπολεµικής Ελλάδας.
Τώρα, µόλις πέντε χρόνια απ’ όταν ανέλαβε την ηγεσία της Ν∆, µε τη συνεπικουρία των Γεραπετρίτηδων και των Βορίδηδων, των ακροδεξιών και των ακροκεντρώων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξανακάνει ΕΡΕ τη Νέα ∆ηµοκρατία και προσπαθεί να γυρίσει τη χώρα στα χρόνια της ασφυκτικής καθηµερινής αστυνόµευσης, των παρακολουθήσεων, της ανέχειας και του «βρες ένα µέσο να κάνεις τη δουλειά σου».
Τότε, το 2016, ο Κυρ. Μητσοτάκης εµφανιζόταν ως θιασώτης µιας «άλλης πολιτικής» που θα διορθώσει τα προβλήµατα. «Μια άλλη πολιτική», όπως δήλωνε, «που θα προτάσσει την αλήθεια, την αποτελεσµατικότητα, τη συνέπεια, την εργατικότητα, την αξιοκρατία». Τώρα γνωρίζουµε ότι έλεγε σε όλα ψέµατα, ότι δεν εννοούσε ούτε µία από τις λέξεις που χρησιµοποίησε θέλοντας να νοηµατοδοτήσει τη νέα περίοδο της ∆εξιάς.
Οντας αυτός που άλλαξε τον νόµο ώστε ο σεκιουριτάς Κοντολέων να τεθεί επικεφαλής της ΕΥΠ, µε τη γνωστή κατάληξη, δεν µπορεί να µιλά για αξιοκρατία. Ως… τριήµερος δεν δικαιούται να οµιλεί για εργατικότητα. Η αποτελεσµατικότητα της διακυβέρνησής του φαίνεται διά γυµνού οφθαλµού στην ακρίβεια της αγοράς και των λογαριασµών. Η συνέπεια στην απόλυτη αδιαφορία του για οτιδήποτε δεν αφορά «ηµετέρους». Και η αλήθεια είναι πλέον υπό διωγµό καθώς υπονοµεύει το καθεστώς που πορεύεται µε πετσωµένους, µετακλητούς και ρυθµίσεις µε ονοµατεπώνυµο.
Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φτάσει στα όριά της. Και εάν αναλογιστούµε τις ολέθριες συνέπειες, κράτησε υπέρµετρα πολύ, βαθαίνοντας τα κοινωνικά χάσµατα και µεταδίδοντας την τοξικότητα της ιδιοτέλειας, του µίσους για όλους τους «άλλους» και του «κάνουµε µπίζνες» σε όλους τους αρµούς της κοινωνίας. Βέβαια, υπέρµετρη ήταν –και εν πολλοίς εξακολουθεί να είναι– και η στήριξή της από διεθνείς και ντόπιους παράγοντες και συστήµατα συµφερόντων. Αυτό τους έκανε να νοµίζουν ότι έχουν στην τσέπη τους και την επόµενη τετραετία, καθώς πίστευαν ότι είναι άτρωτοι και προστατευµένοι από τον «λαουτζίκο».
Τώρα όλοι γνωρίζουµε ότι αυτό δεν ισχύει. Και το ερώτηµα πλέον είναι µόνο εάν η αντιπολίτευση, όλη η µη δεξιά αντιπολίτευση, θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί στην εποχή της απλής αναλογικής θα πρέπει όλοι, αναλογικά, να επωµιστούν τις ευθύνες για να φυσήξει ένας άλλος αέρας που θα διώξει την µπόχα, ώστε να σωθούν ο λαός και η χώρα.