Τι και αν η προκλητική γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου για τους ελέγχους της ΑΔΑΕ αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει προκαλέσει σάλο στον νομικό και πολιτικό κόσμο, πλην της κυβερνώσας παράταξης που την εξυπηρετεί το «θάψιμο» της υπόθεσης.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με μια συντεχνιακού τύπου ανακοίνωση παρέχει τη στήριξη της προς το πρόσωπο του Ισίδωρου Ντογιάκου υπό το «μανδύα» της «θεσμικότητας» αδυνατώντας να αντιληφθεί πως ο ίδιος ο Ντογιάκος υπονομεύει με τις ενέργειές του το θεσμό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Παράλληλα με αυτή την ανακοίνωση η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εκπέμπει μια «συντεχνιακή» εικόνα προς την κοινωνία, ενώ «αδικεί» την ποιότητα των εισαγγελέων που εκπροσωπεί.
Επίσης κανείς δεν αμφισβήτησε ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να γνωμοδοτήσει. Όχι όμως για υποθέσεις που εκκρεμούν ήδη στη Δικαιοσύνη και όχι μετά από αίτημα ιδιώτη. Άλλωστε σχετικές γνωμοδοτήσεις γι’ αυτό το ζήτημα έχουν κάνει οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, Λάμπρος Σοφουλάκης και Δημήτρης Παπαγεωργίου, οι οποίες μάλιστα είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος:
Κατά το Σύνταγμα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και όλοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί εντάσσονται στη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Καθήκον της εισαγγελικής αρχής, μεταξύ άλλων, είναι η τήρηση της νομιμότητας, παρέχεται δε από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.2 Ν. 4938/2022 (ΚΟΚΔΛ) , στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί επί θεμάτων που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, ερμηνεύοντας διατάξεις νόμων.
Σχετικά δε με διατάξεις νόμων που αφορούσαν το απόρρητο των επικοινωνιών, έχουν εκδοθεί στο παρελθόν οι με αριθμούς 9/2009, 12/2009 και 9/2011 γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου.
Αμφισβητήσεις ως προς το αντικείμενο και τα όρια της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως και της με αριθμό 1/2023 γνωμοδότησής του, θα μπορούσαν να εγερθούν, εάν το περιεχόμενο αυτής, αφορούσε συγκεκριμένο θέμα για το οποίο είχαν επιληφθεί τα αρμόδια δικαστικά όργανα, ώστε να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο επηρεασμού της κρίσης τους, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Η έκφραση επιστημονικών και άλλων απόψεων που αξιολογούν ή παρερμηνεύουν το περιεχόμενό της, δεν μπορεί να αποτελεί την αφορμή για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων και αφενός μεν να βάλλεται ο θεσμός και αφετέρου δε να επιχειρείται να παρεμποδιστεί η δικαιοδοτική κρίση και η έκφραση γνώμης δικαστικής αρχής.