Οι συνέπειες του πολέµου στην Ουκρανία και των οικονοµικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία από τις χώρες της αναπτυγµένης ∆ύσης, όπως ήταν αναµενόµενο, δηµιούργησαν περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας και αρνητικών προσδοκιών, γεγονός που αναµένεται να επηρεάσει δυσµενώς τις µελλοντικές εξελίξεις στην ελληνική οικονοµία.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επηρεαστούν συνολικά τα βασικά µακροοικονοµικά µεγέθη. Το ζήτηµα είναι κατά πόσο. Συγκεκριµένα:
Ο ρυθµός πληθωρισµού (εκφραζόµενος από τον δείκτη τιµών καταναλωτή – ∆ΤΚ) θα συνεχίσει να αυξάνει, παρασυρόµενος βασικά από την αύξηση των τιµών των προϊόντων ενέργειας και των τροφίµων, αλλά και των υπόλοιπων αγαθών µε µικρότερο ρυθµό. Αναµένεται να κινηθεί γύρω στο 7% τον Φεβρουάριο έναντι 6,2% τον Ιανουάριο του 2022.
Η δεδοµένη µείωση της αγοραστικής δύναµης των εργαζοµένων (υπολογίζεται ότι τα νοικοκυριά έχουν απώλεια που µπορεί να φτάσει και τους δύο βασικούς µισθούς µόνο από την αύξηση των τιµών ενέργειας), λόγω και της ανεπάρκειας των επιδοµάτων αλλά και της χαρακτηριστικής καθυστέρησης αύξησης του κατώτατου µισθού (ακόµη και αν αυξηθεί σε επίπεδο ικανό να καλύψει µέρος των απωλειών τον Μάιο, όπως σχεδιάζει η κυβέρνηση, οι απώλειες τους πρώτους πέντε µήνες είναι δεδοµένες και µεγάλες), θα οδηγήσει σε χαµηλότερη κατανάλωση, κάτι που προφανώς θα έχει αρνητικές επιδράσεις στη µεγέθυνση του ΑΕΠ.
Ο συνδυασµός υψηλής αβεβαιότητας και υψηλού πληθωρισµού και η µειωµένη κατανάλωση θα επιδράσουν αρνητικά και στο µέγεθος των επενδύσεων, από το οποίο, σύµφωνα µε τον προϋπολογισµό, περιµένει πολλά η κυβέρνηση.
Προς επίρρωση της παραπάνω εκτίµησης συνάδει και η κατάσταση που διαµορφώνεται στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα. Προβλήµατα προκύπτουν, όπως όλα δείχνουν, στη σχεδιαζόµενη πιστωτική επέκταση κατά 6 δισ. ευρώ το τρέχον έτος. Υπενθυµίζω ότι η ροή των τραπεζικών πόρων στην οικονοµία αποτελεί τον βασικό παράγοντα χρηµατοδότησης και αύξησης των επενδύσεων. Τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση φαίνεται ότι µειώνονται, θεωρώντας πως πρέπει να αναµένουν τις εξελίξεις σε σχέση µε τον πόλεµο. Παράλληλα οι ελληνικές τράπεζες δυσκολεύονται στην εξεύρεση πόρων αφού δεν προχωρούν σε νέες εκδόσεις εταιρικών οµολόγων, καθώς τα επιτόκια έχουν αυξηθεί εξαιρετικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το δεκαετές οµόλογο του ελληνικού δηµοσίου έχει αυξηθεί στο 2,5%.
Επίσης θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις και στις εξαγωγές και κυρίως στον τουρισµό, όπου εκτός από την απώλεια των Ρώσων και Ουκρανών τουριστών θα πρέπει να περιµένουµε το τέλος του πολέµου και τις συνέπειές του στην οικονοµική κατάσταση των Ευρωπαίων δυνητικών τουριστών. Πιθανότατα θα αυξηθεί η ελλειµµατικότητα του εµπορικού ισοζυγίου αλλά και αυτή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ολα τα παραπάνω πιθανότατα αναµένεται να οδηγήσουν σε χαµηλότερο ρυθµό µεγέθυνσης του ΑΕΠ από το 4,5% που υπάρχει στον προϋπολογισµό. Ηδη υπάρχει το σενάριο, αν και ακόµη είναι νωρίς για ασφαλείς εκτιµήσεις, ότι ο ρυθµός µεγέθυνσης του ΑΕΠ θα µειωθεί στο 3,5%.
Συγχρόνως η αύξηση του πληθωρισµού αναµένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων, κάτι που σηµαίνει αύξηση του κόστους δανεισµού.
Στο δηµοσιονοµικό πεδίο ήδη υπάρχουν έντονες ανησυχίες αν θα ισχύσει η µείωση του πρωτογενούς ελλείµµατος στο 1,5% από το 7,1% εν µέσω όλων αυτών των εξελίξεων. Μια αλλαγή στη µείωση του πρωτογενούς ελλείµµατος συµπαρασύρει αυτοµάτως και τον σχεδιασµό στη διαχείριση του δηµόσιου χρέους, δεδοµένου ότι αυτός εξαρτάται και από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασµάτων συγκεκριµένου ύψους.
Ο Κώστας Μελάς διδάσκει Οικονομικά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο