Η Ελληνική μυθοπλασία ζει… στον κόσμο της

«Βρίσκω την τηλεόραση πολύ διαπαιδαγωγική. Oποτε κάποιος την ανοίγει πάω στο άλλο δωμάτιο και διαβάζω ένα βιβλίο» έχει πει ο Γκράουτσο Μαρξ, σπουδαίο μέλος των πρωτοπόρων της κινηματογραφικής τέχνης Αδερφών Μαρξ, που έκαναν τομή στο είδος της αμερικανικής φαρσοκωμωδίας. Στα καθ’ ημάς πάντως, πριν από πέντε δεκαετίες συχνά η τηλεόραση έστελνε τους τηλεθεατές στο βιβλιοπωλείο, μιας και κορυφαία λογοτεχνικά έργα Ελλήνων συγγραφέων μεταφέρονταν στη μικρή οθόνη.

Κυριαρχούσε η λογοτεχνία

Ηταν περασμένες έξι, απόγευμα της 23ης Φεβρουαρίου του 1966, όταν πρoβλήθηκε, επισήμως η πρώτη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης από τον πειραματικό σταθμό του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας που στεγαζόταν στον πέμπτο όροφο του Νέου Υπεραστικού Μεγάρου Αθηνών του ΟΤΕ στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τα κρατικά κανάλια κάλυψαν την ανάγκη του κοινού για μυθοπλασία. Τα καφενεία γέμιζαν, οι πλατείες άδειαζαν, στα σπίτια μαζευόταν ολόκληρη η οικογένεια ώστε να παρακολουθήσει το αγαπημένο της σίριαλ. Χαρακτηριστικό και ίσως αξεπέραστο παράδειγμα η σειρά «Φως του Αυγερινού» του Αλέξη Πάρνη. Το 80% του πληθυσμού είχε συντονιστεί και παρακολουθούσε το δωδέκατο επεισόδιο όταν συνέβη ο μεγάλος σεισμός του 1981. Παρά την ισχυρή δόνηση που κόστισε τη ζωή σε 20 ανθρώπους μετατρέποντας σε ερείπια 22.500 κτίρια, κόσμος έμπαινε ξανά στο σπίτι του για να μη χάσει τη συνέχεια της σειράς.

Η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης τον Νοέμβριο του 1989 έφερε μεγαλύτερα κονδύλια και τα κανάλια πόνταραν στη μυθοπλασία. Περισσότερα από 170 ελληνικά λογοτεχνικά έργα… έχουν βρει τον δρόμο τους στη μικρή οθόνη. Εργα των Καζαντζάκη, Μυριβήλη, Παπαδιαμάντη, Καραγάτση, Ξενόπουλου, Τερζάκη, Πολίτη κ.ά. γίνονται σειρές σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Δυστυχώς, πολλοί τίτλοι του πρώτου κύματος μυθοπλασίας, π.χ. της δεκαετίας του ’70, δεν διασώθηκαν – μεταξύ αυτών και το μυθιστόρημα του Δημήτρη Ψαθά «Μαντάμ Σουσού» στην πρώτη του τηλεοπτική μεταφορά το 1972, σε 65 επεισόδια. Πάνω τους γράφτηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες ή άλλες εκπομπές.

Από τη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου στο «Δέκα» του Καραγάτση, από την «Αναδυομένη» του Ξενόπουλου στο «Η αγάπη άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου και από το μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη «Αίθουσα του θρόνου» στο «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ (ίσως η πιο ακριβή σειρά που γυρίστηκε στην Ελλάδα – σημειώνοντας 55,7% τηλεθέαση στο πρώτο επεισόδιο και 64,6% στο τελευταίο), η ελληνική τηλεόραση έχει να καυχιέται για μεγάλες στιγμές.

Πιάσαμε πάτο

Η τηλεόραση φαίνεται να αδιαφορεί για όσα προβληματίζουν σήμερα την ελληνική κοινωνία, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την ελευθερία για κοινωνικό σχόλιο μέσω της μυθοπλασίας

Στα χρόνια που ακολούθησαν η ελληνική κοινωνία βυθίστηκε σε παρατεταμένη οικονομική ύφεση και βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση με κλειστά αλεξίπτωτα. Τα κανάλια δεν επένδυαν στην ελληνική μυθοπλασία, είχε συρρικνωθεί και η διαφημιστική πίτα, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν ξένες παραγωγές – για μεγάλο διάστημα τουρκικές– που αποτύπωναν κάποια μακρινή ελίτ της γειτονικής χώρας να μπλέκεται σε ερωτικά σκάνδαλα μέσα σε βίλες δίπλα στον Βόσπορο και στο τιμόνι ακριβών σπορ αυτοκινήτων ή ελληνικά ριάλιτι με έγκλειστους ανθρώπους σε σπίτια, νησιά και φάρμες να ψάχνουν λεφτά, δημοσιότητα και απομίμηση αγάπης.

Τα όσα έχουμε δει τα χρόνια της ύφεσης στην ελληνική τηλεόραση μπορούν να συγκριθούν μόνο με τον χειρότερό της εαυτό, ανοίγοντας την πόρτα σε trash θεάματα μαστίγωσης της αξιοπρέπειας. Ασφαλείς συνταγές χωρίς ρίσκο και κόστος οι οποίες λειτούργησαν και που τα απόνερά τους δυστυχώς λειτουργούν ακόμη και σήμερα ως μέσο αποπροσανατολισμού και πλασματικής αποσυμπίεσης των όσων πραγματικά καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Σύμμαχος το ΕΚΟΜΕ

Το 2017 ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) και το 2018 θεσπίστηκε το επενδυτικό κίνητρο cash rebate, που προέβλεπε τη χρηματοδότηση –μέσω αυτόματης επιστροφής φόρου 35%– ξένων παραγωγών που θα γυρίζονταν στην Ελλάδα αλλά και εγχώριων. Ετσι η ελληνική τηλεόραση απέκτησε ένα γερό οικονομικό σύμμαχο και η ελληνική μυθοπλασία άρχισε πάλι να ανθεί. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε σειρές με εμφανώς υψηλότερο μπάτζετ και καταρτισμένους επαγγελματίες που έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους σε κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ ταυτόχρονα ηθοποιοί που εμφανίζονταν αποκλειστικά στο θέατρο ή σε ταινίες μπήκαν –με απόλυτη, θα μπορούσαμε να πούμε, επιτυχία– στη μικρή οθόνη.

Πίσω ολοταχώς

Αν και το ζήτημα της χρηματοδότησης έχει βελτιωθεί, η ελληνική τηλεόραση έχει να διανύσει δρόμο ακόμη ως προς το περιεχόμενο. Γιατί μάλλον κάνει βήματα πίσω. Η τηλεόραση φαίνεται να αδιαφορεί για όσα προβληματίζουν σήμερα την ελληνική κοινωνία, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την ελευθερία για κοινωνικό σχόλιο μέσω της μυθοπλασίας. Οι άνθρωποι που ζουν εδώ και τώρα αναζητούν θέματα που τους αφορούν και τους εμπεριέχουν, αναζητούν στους ήρωες και στις ηρωίδες πλευρές με τις οποίες να μπορούν να ταυτίζονται. Στη σημερινή Ελλάδα τα δράματα από τις βεντέτες της Κρήτης ή της Μάνης δεν αφορούν την κοινωνική πλειονότητα, πόσο μάλλον σε τόσο δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Οι άνθρωποι που διοικούν την τηλεόραση, όπως και οι παραγωγοί, πρέπει να πάρουν το ρίσκο για άλλη θεματολογία, πιο σύγχρονη και πραγματική. Η απαγκίστρωση από το μελόδραμα, το οποίο φέρνει ακόμη υψηλή τηλεθέαση μιας και το κοινό έχει συστηματικά μυηθεί σε αυτό, δεν θα σήμαινε απαραιτήτως αποτυχία. Το αντίθετο. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν δικές τους στιγμές σε ήρωες και ηρωίδες που αγωνιούν για το νοίκι τους, νιώθουν εκτοπισμένοι από τη γειτονιά τους, αναζητούν την αγάπη στην εποχή του άγχους, του ελάχιστου προσωπικού χρόνου και της τεχνολογίας, διεκδικώντας το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη σεξουαλικότητά τους.

Εάν η τηλεόραση θέλει να αλλάξει, αξιοποιώντας την τεράστια δύναμή της για ένα αποτέλεσμα ουσίας, μπορεί να το κάνει. Διαφορετικά, θα εξακολουθεί να μοιάζει με ένα τεράστιο mall που θα παλεύει να ισορροπήσει μεταξύ του fast fashion και των μπουτίκ.