Είδαμε τις πιο συζητημένες και δημοφιλείς νέες σειρές της τηλεόρασης. Αλλες μας ενθουσίασαν, άλλες μας απογοήτευσαν. Στη μικρή οθόνη πάντως συμβαίνουν θαύματα.
Είχαμε αρκετά χρόνια να ζήσουμε το φαινόμενο «ελληνικό σίριαλ». Να γίνεται θέμα συζήτησης στα κοινωνικά δίκτυα μια ελληνική σειρά –αρκετές, εν προκειμένω–, οι περιπέτειες των ηρώων της, η αγωνία για την τύχη τους στο επόμενο επεισόδιο. Να κάνει καλά νούμερα τηλεθέασης και τα κανάλια να τρίβουν τα χέρια τους. Να περιμένουν οι τηλεθεατές πώς και πώς τη συνέχεια και τα spoiler να γίνονται ανάρπαστα. Αφού η ελληνική τηλεόραση πέρασε μια παρατεταμένη φάση αδράνειας, έως και καθίζησης, με ξένες σαπουνόπερες και ριάλιτι περισσότερα από όσα μπορούσαμε (και έπρεπε) να αντέξουμε κι αφού στο μεσοδιάστημα κολλήσαμε με ξένες σειρές σε ξένες πλατφόρμες, ήρθε η ώρα για την ελληνική μυθοπλασία να κάνει ένα γερό comeback. Να μην ξεχνάμε ότι έβαλε σε αυτό το χέρι του το ΕΚΟΜΕ, αφού με την ίδρυσή του οι σειρές βρήκαν ένα γερό οικονομικό σύμμαχο, μια σίγουρη πηγή χρηματοδότησης, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ενώ άνοιξαν νέες θέσεις εργασίας σ’ έναν κλάδο που πέρασε μεγάλες περιόδους ανεργίας. Ορόσημο στη νέα αυτή φάση βέβαια υπήρξαν οι «Αγριες μέλισσες».
Εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια το ελληνικό σίριαλ ανθεί – πολλές φορές όμως με συνταγές-σιγουράκια χωρίς να τολμά εύκολα. Η νέα εποχή της ελληνικής μυθοπλασίας έχει στίγμα… εποχής, ενώ σχεδόν απουσιάζει το είδος της κωμωδίας, παρόλο που παραδοσιακά οι δημοφιλείς σειρές τα τελευταία χρόνια ήταν κωμωδίες και μάλιστα επαναλήψεις. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ανακατεύτηκε η τράπουλα με μεταγραφές σε ηθοποιούς από το θέατρο –καταρρίπτοντας και το κλισέ «τηλεοπτικός ηθοποιός»– και από το σινεμά σε σκηνοθέτες, τεχνικούς κ.λπ. Κι αυτό μόνο βήμα προς τα εμπρός είναι, συμβάλλοντας τελικά σε τηλεοπτικό περιεχόμενο υψηλής ποιότητας. Αναμφίβολα μπορούμε πια να μιλάμε και για μεγάλες ερμηνείες στη μικρή οθόνη. Είναι πολλοί οι ηθοποιοί –κάποιους τους γνωρίζαμε καλά από το θεατρικό σανίδι, άλλους όχι– που δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας.
Οι σειρές είναι πολλές, οι επιλογές επίσης και αναπόφευκτα δεν έχουν όλες καλή τύχη και καλό τέλος. Σε κάθε περίπτωση αυτό θα φανεί στο χειροκρότημα. Δηλαδή στα νούμερα τηλεθέασης.
Μάγισσα (ΑΝΤ1) – Πέσαμε στα ξόρκια της
Τουρκοκρατία, αιματοβαμμένες βεντέτες, μεταφυσικές δοξασίες, πειρατές και σκλαβοπάζαρα, πατριαρχικές κοινωνίες χτισμένες πάνω σε ριζωμένες ταξικές ανισότητες, αχαλίνωτα ερωτικά πάθη και διαχρονική οικογενειοκρατία. Από όλα έχει η «Μάγισσα», που μας μεταφέρει στην προεπαναστατική Μάνη του 1817, χωροχρόνο που δεν επισκέπτεται συχνά η εγχώρια TV. Για το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης η «Μάγισσα» είναι κάτι παραπάνω από αποτελεσματική. Ακόμη κι αν η εισαγωγική σεκάνς του πρώτου επεισοδίου με τη σφαγή στον πύργο του αρχικαπεταναίου Λάσκαρη (Γιώργος Γάλλος) δεν ήταν τόσο αληθοφανής, η συνέχεια όχι μόνο μας αποζημιώνει αλλά πετυχαίνει να κρατά υψηλά τον βαθμό ενδιαφέροντος και τις προσδοκίες του θεατή. Ο Λευτέρης Χαρίτος, γνωρίζοντας το μυστικό της επιτυχίας και της καλής τηλεόρασης από τις «Αγριες μέλισσες», παρουσιάζει ακόμη μία αξιόλογη τηλεοπτική σειρά φτιαγμένη με κινηματογραφικούς όρους. Η δυσκολία του να μεταφερθεί πειστικά το κλίμα και κυρίως η νοοτροπία της αδούλωτης Μάνης δεν ξεπερνιέται μόνο με τα καλλιτεχνικά στάνταρ μιας ούτως ή άλλως πανάκριβης παραγωγής (12 εκατ. ευρώ που την καθιστούν την πιο ακριβή στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης), αλλά κυρίως με την καλογραμμένη ιστορία που δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Το ειδικό βάρος στους χαρακτήρες από το ψαγμένο και μελετημένο σενάριο των Μελίνας Τσαμπάνη και Πέτρου Καλκόβαλη (συνδημιουργοί με τον Χαρίτο και στις «Μέλισσες») προσφέρουν στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να ξεδιπλώσει μια ιστορία γεμάτη με γκρίζες ζώνες. Οι ίντριγκες που παρακολουθούμε απλώνονται σε διάφορα επίπεδα (αισθηματικά, πολιτικά, κοινωνικά, ψυχολογικά) αλλά κυρίως πετυχαίνουν τον βασικό τους ρόλο που είναι η σύνδεση του ιστορικού περιεχομένου –η σχέση των αδούλωτων Μανιατών με τους Τούρκους– με τον παραλογισμό της εμφύλιας διένεξης που συντηρείται με τις μακροχρόνιες βεντέτες. Το ρίσκο του μεταφυσικού αναπτύσσεται με σχετική ασφάλεια, καθώς ο Χαρίτος δεν το παρακάνει στις σκηνές όπου η υπηρέτρια Θεοφανώ (Ελλη Τρίγγου) βλέπει τα οράματά της: η σκηνοθεσία εδώ είναι μετρημένη και χτίζεται πάνω στην αντίληψη της ανάδειξης μιας ατμόσφαιρας μυστηρίου κι όχι στην απεικόνιση μιας γκροτέσκας σκηνής τρόμου. Τα περισσότερα κομμάτια της καλλιτεχνικής διεύθυνσης έχουν αποστολή όχι να θαμπώσουν το βλέμμα του τηλεθεατή αλλά να προκαλέσουν ερωτήματα και λογικές απορίες για την καθημερινότητα ενός ιδιαίτερα σκληρού τόπου όπου κυριαρχούν η βία, το αίμα και η δίψα για εξουσία. Αν περιμένει κανείς να δει μια σειρά για καλούς Ελληνες και κακούς Τούρκους, μάλλον θα απογοητευτεί. Η «Μάγισσα» αξίζει επειδή ακριβώς δεν χαϊδεύει πατριωτικά συνθήματα ή ξεπερασμένες αντιλήψεις γύρω από περήφανους καπεταναίους που είχαν σημαία τους την ελευθερία της πατρίδας. Τα κίνητρα των κεντρικών ηρώων παρουσιάζονται ως έχουν: η ιδιοτέλεια που αποσκοπεί στο οικονομικό κέρδος και στην απόκτηση θέσης κύρους ορίζει τις συμπεριφορές των περισσοτέρων. Τέλος, το μεγάλο πλεονέκτημα της σειράς είναι (και) οι σπουδαίες ερμηνείες της πλειονότητας των πρωταγωνιστών. Η Ελλη Τρίγγου δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον απαιτητικό ρόλο της, η Μαρκέλλα Γιαννάτου ανταποκρίνεται εξαίσια στις δικές της ζόρικες σκηνές, ο Νίκος Ψαρράς παρουσιάζει με άνεση τον αέρα υπεροχής ενός χαρακτήρα εμποτισμένου με αμφισημία αλλά και απέραντη γοητεία. Κ.Κ.
INFO
Δευτέρα έως Τετάρτη, 21.00
Milky Way (Mega) – Στον αστερισμό της ελληνικής επαρχίας
Το «Milky way» του Βασίλη Κεκάτου είναι η σειρά που φιλοδοξεί να φέρει τα πάνω κάτω στην ελληνική τηλεόραση λόγω της ζόρικης θεματολογίας αλλά και του τολμηρού περιεχομένου της. «Βαριέμαι το χωριό, βαριέμαι το σχολείο, βαριέμαι το σπίτι» μας ενημερώνει η πρωτοεμφανιζόμενη Κορίννα Ντουλλάαρτ (Μαρία) και οι φράσεις της κόβουν σαν μαχαίρι την απατηλή εικόνα ευτυχίας του «ειδυλλιακού» χωριού της ελληνικής επαρχίας. Εκεί όπου τίποτε δεν συμβαίνει και η μία μέρα κυλάει μονότονα όπως όλες οι άλλες φτάνει ένας καινούργιος μαθητής. Ο Ιωσήφ ή Τζο, όπως συστήνεται στην τάξη του, είναι παιδί χωρισμένων γονιών κι έχει μόλις έρθει από την Αθήνα για να περάσει ένα χρόνο με τον πατέρα του. Το ζόρικο τυπάκι με το βλέμμα που καρφώνει και την ακαταμάχητη ετοιμολογία του (πολύ γέλιο στη σκηνή που εξηγεί στον καθηγητή του πως το μέλλον του βασίζεται στις… πατούσες του) υποδύεται ο αφοπλιστικός Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος. Ο queer Τζο δοκιμάζει με την ασυμβίβαστη στάση και τις εκκεντρικές επιλογές του τις αντοχές των κατοίκων του χωριού. Η Μαρία και ο Τζο είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: στη μια πλευρά μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και στην άλλη ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης που χαλάει τη βαρετή ομοιογένεια της κλειστής κοινωνίας. Στην πρώτη περίπτωση η Μαρία, που ονειρεύεται να γίνει χορεύτρια, δεν έχει καν στις επιλογές της την έκτρωση για την εγκυμοσύνη που τη «βρήκε», ενώ στη δεύτερη ο Τζο βιώνει σύντομα στο πετσί του τι σημαίνει να είσαι διαφορετικός σε έναν τέτοιο μικρόκοσμο. Το «Milky way», που συστήνει και μια νέα φουρνιά ταλαντούχων ηθοποιών, αποτελεί ένα ξεχωριστό υβρίδιο σινεμά – τηλεόρασης και «υπεύθυνος» γι’ αυτό είναι ο Βασίλης Κεκάτος, ο οποίος στρέφει με ειλικρίνεια το τρυφερό βλέμμα του πάνω στα νεαρά παιδιά που ζουν στην ελληνική επαρχία και δεν παύουν να ονειρεύονται. Η νέα σειρά καθηλώνει λόγω του αφτιασίδωτου ρεαλισμού (που ενισχύεται από κάποια θαυμάσια στιγμιότυπα λυρισμού, όπως η σκηνή με τον χορό δίπλα στο άλογο υπό τους ήχους της θαυμάσιας μουσικής του Κωστή Μαραβέγια). Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα το 2019 σκηνοθέτης δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα –η σκηνή σεξ στο β΄ επεισόδιο θα συζητηθεί– ούτε να θίξει ζητήματα-ταμπού γύρω από την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Το «Variety» χαρακτήρισε τη σειρά ριζοσπαστική ενώ η εταιρεία Fifth season αγόρασε τα δικαιώματα της σειράς στη διεθνή αγορά. Κ.Κ.
INFO
Κάθε Πέμπτη, 23.10
Οι Πανθέοι (Σκάι) – Η ευκαιρία που χάθηκε
Ο μόνος λόγος που θα είχε νόημα η εκ νέου τηλεοπτική μεταφορά των εμβληματικών «Πανθέων» είναι για να μιλήσει με σημερινούς όρους, περνώντας τις συμπληγάδες της σύγκρισης με τις ποιότητες ενός κοινωνικού και οικογενειακού saga που έχει γράψει τη δική του λογοτεχνική και τηλεοπτική ιστορία. Εντούτοις, η πολυαναμενόμενη σειρά μάλλον απογοήτευσε πολλούς θεατές εξαιτίας κυρίως του αργόσυρτου και συχνά κοινότοπου σεναρίου, που δεν κατάφερε να σώσει ο καλός και έμπειρος (από τις «Μέλισσες») σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος. Στα υπέρ είναι μια πλειάδα πολύ καλών ηθοποιών (Κάτια Δανδουλάκη, Μαρία Καλλιμάνη, Νίκος Χατζόπουλος, Θανάσης Κουρλαμπάς, Κόρα Καρβούνη κ.ά.), όμως το όλο εγχείρημα υστερεί εκεί που δεν θα έπρεπε. Περιμέναμε πολλά από τη Μάρμω της πανέμορφης Μελίας Κράιλινγκ, αν κρίνει κανείς από τις επιδόσεις της σε μεγάλες ξένες παραγωγές. Το ότι χρειάστηκαν κοντά στα είκοσι επεισόδια μέχρι να δούμε μια λάμψη υπόγειας φωτιάς που γίνεται σπίθα στα μάτια της μοιραίας Μάρμως σημαίνει ότι η καθοδήγηση ήταν λάθος. Πώς εξηγείται να ερμηνεύεται σήμερα η θρυλική Μάρμω σαν μια νέα γυναίκα που μένει άναυδη με αυτά που συμβαίνουν ερήμην της και πόσο πασέ είναι η αγωνία να πειστούμε ότι είναι «καλό κορίτσι»; Ο μόνος που ξεχωρίζει μέχρι στιγμής από το ερωτικό τρίγωνο είναι ο Ανδρέας Πανθέος, σύζυγος της Μάρμως, δηλαδή ο εξαιρετικός Αιμίλιος Χειλάκης, που μοιάζει να σηκώνει μόνος του το συναισθηματικό βάρος όχι μόνο της σχέσης των τριών πρωταγωνιστών, αλλά όλης της δυσλειτουργικής οικογένειας των Πανθέων. Ο πολύ καλός ηθοποιός Μιχάλης Σαράντης, που ερμηνεύει τον Κίτσο Γαλάτη, προσπαθεί όσο καλύτερα μπορεί να ανταποκριθεί στον δύσκολο ρόλο του ανιψιού που ερωτεύεται τη γυναίκα του αγαπημένου του θείου. Πόσο μας έλειψε όμως η κινηματογράφηση του απαγορευμένου έρωτα του Κίτσου και της Μάρμως την ώρα που γεννιέται, σαν ένας στρόβιλος που καταπίνει κάθε αντίσταση και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Και πόσο λάθος ήταν να αναγκαστούμε να υπομείνουμε ένα μακρόσυρτο, βαρετό γυμνασιακό φλερτ μεταξύ ενός άτακτου πλουσιόπαιδου και μιας άβγαλτης νεαρής κυρίας. Η σειρά έχει κι άλλα προβλήματα. Λείπει η αληθινή πατίνα του χρόνου, η γοητεία μιας σειράς εποχής που έχει στοιχεία φαντασίας και μυστηρίου, ενώ τα εξωτερικά σκηνικά είναι λες και βάφτηκαν πριν από μια βδομάδα. Μα είναι δυνατόν να θέλουν να μας πείσουν ότι μια σούπερ δεξίωση της αθηναϊκής ελίτ στα τέλη του ’30 είναι τρία τραπέζια με δέκα ηθοποιούς ντυμένους «με τα καλά τους» να τριγυρνούν με ένα ποτήρι αφρώδους οίνου στο χέρι; Με το δικό μου χέρι στην καρδιά πάντως συνεχίζω να περιμένω κάθε επόμενο επεισόδιο. Κ.Α.
INFO
Δευτέρα έως Πέμπτη, 21.00
Φόνοι στο καμπαναριό (Alpha) – Νηστεία, προσευχή και γέλιο
Πόσο καιρό, αλήθεια, είχαμε να δούμε μια καλή κωμική σειρά στην ελληνική τηλεόραση που να μην είναι επανάληψη; Από αυτές που δεν θέλεις να χάσεις επεισόδιο είναι οι «Φόνοι στο καμπαναριό». Εγγύηση είναι η σκηνοθετική ματιά του Αντώνη Αντωνόπουλου («Στο παρά πέντε», «Είσαι το ταίρι μου», «Εγκλήματα», «Εθνική Ελλάδος», «Ζακέτα να πάρεις»), η οποία εδώ κουμπώνει ιδανικά στο σενάριο του Νίκου Τσιαμή, του Νίκου Μήτσα και του Παναγιώτη Χριστόπουλου. Από το πρώτο επεισόδιο, που σε κάθε σειρά είναι το πιο αμήχανο, η πλοκή ρέει αβίαστα και οι κατά βάση υπόκωφου χιούμορ ατάκες κρατούν τον θεατή καρφωμένο στην οθόνη.
Το στόρι διαδραματίζεται στο μοναστήρι της Αγίας Θεοδούλης, όπου ζουν πέντε μοναχές. Ενα πρωί η μία από αυτές καθαρίζοντας το σκευοφυλάκιο βρίσκει το πτώμα ενός άντρα. Πιο συγκεκριμένα, το πυροβολημένο στο μέτωπο πτώμα ενός νέου άντρα, το οποίο κείτεται στο έδαφος σχεδόν γυμνό (φοράει μόνο ένα μποξεράκι που έχει στάμπα μια ροζ μπανάνα). Το έγκλημα καλείται να διαλευκάνει ένας απογοητευμένος από τη ζωή αστυνομικός, ο οποίος επί τρία χρόνια είναι σε αναστολή λόγω ενός σοβαρού λάθους σε μια υπόθεση και πλέον έρχεται η ώρα του να ξαναβγεί στη δράση. Για την επίλυση της υπόθεσης του επιβάλλεται από τον διοικητή ως βοηθός ένας υπέρμετρα ενθουσιώδης σπασίκλας, ο οποίος μόλις αποφοίτησε από τη σχολή της αστυνομίας. Στον ρόλο της ηγουμένης η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου αποδεικνύεται πολύ καλή και στο παιχνίδι των σιωπών, από το οποίο συχνά προκύπτει το κωμικό, όπως και η Ρένια Λουιζίδου. Δύο έμπειρες ηθοποιοί που γνωρίζουν πώς να χειριστούν το υλικό τους εδώ αποδεικνύουν ότι μπορούν κάλλιστα να κάνουν ωραία κωμωδία χωρίς την άνευ λόγου ένταση και τσιρίδα που έχουμε δει αρκετές φορές σε άλλες σειρές άλλων εποχών.
Οι τρεις νέες ηθοποιοί Αννη Θεοχάρη, Μένη Κωνσταντινίδου και Λυδία Τζανουδάκη δένουν εξαιρετικά μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που χρησιμοποιούν τον καμβά του προσώπου τους για να αποτυπώσουν όσα αναγκάζονται να αποσιωπήσουν οι χαρακτήρες που υποδύονται. Ωραίο αταίριαστο δίδυμο κάνουν οι δύο αστυνομικοί, τους οποίους υποδύονται ο Γιωργής Τσουρής (απόλαυση ο τρόπος που… καταρρέει το πρόσωπό του όταν δηλώνει τη δυσαρέσκειά του) και ο Βαγγέλης Δαούσης, οι οποίοι ως χαρακτήρες δρουν αντιθετικά αλλά και συμπληρωματικά.
Στα ατού της σειράς είναι τα γυρίσματα εκτός στούντιο, σε αληθινά κτίρια – με ό,τι αυτό σημαίνει για τις διαμαρτυρίες που ξεσηκώθηκαν τις τελευταίες μέρες από χριστιανικές οργανώσεις σχετικά με τη χρήση της Μονής Αγίας Τριάδας στην Πεντέλη. Οι «Φόνοι στο καμπαναριό» βρίσκονται μόλις στο τρίτο επεισόδιο. Αναμένουμε με αγωνία τη συνέχεια. E.NT.
INFO
Κάθε Παρασκευή, 21.00
Το ναυάγιο (Mega) – Μια σειρά που καθηλώνει
Να ξεκινήσουμε από μια παραδοχή. Πρόκειται για σειρά που ξέφυγε από τα συνήθη σκηνοθετικά και σεναριακά κλισέ, κάνοντας ένα βήμα παραπάνω στην ελληνική μυθοπλασία. Διότι αναμετρήθηκε με ένα τολμηρό στοίχημα. Να μεταφέρει στη μικρή οθόνη την καταραμένη ιστορία του μεγαλύτερου σύγχρονου ναυαγίου στις ελληνικές θάλασσες, του μοιραίου πλοίου «Ηράκλειο» και των επιβατών του, ελάχιστοι από τους οποίους διασώθηκαν το παγωμένο βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 1966 κοντά στο νησί Φαλκονέρα. Ενα στοίχημα που –παρά τις επιμέρους αστοχίες– κερδήθηκε χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών της σειράς. Η απόφαση των δημιουργών να μην ξεκινήσουν με εντυπωσιακές σκηνές από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και το ναυάγιο αλλά να εξοικειώσουν πρώτα τον θεατή χτίζοντας μεθοδικά τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων πριν από την επιβίβασή τους για τον απόπλου του θανάτου ήταν καθοριστική για την εξέλιξη και την επιτυχία του εγχειρήματος. Η ένταση του θεατή που παρακολουθεί με την ψυχή στο στόμα την τύχη των ηρώων, οι οποίοι παλεύουν με λύσσα ενάντια στα στοιχεία της φύσης, φτάνει στο ζενίθ καθώς αγωνιά για πρόσωπα που ήδη γνωρίζει, για ήρωες με τους οποίους έχει ήδη συνδεθεί. Οι πολύ καλές ερμηνείες είναι αναμενόμενες από ηθοποιούς όπως η Γιώτα Φέστα, ο Γιάννης Στάνκογλου, η Μαρία Ζορμπά, για να αναφέρουμε μερικούς από το έμπειρο καστ, αλλά ξεχωρίζουν επίσης και εκείνες των νεότερων ηθοποιών, όπως η Ελεάνα Στραβοδήμου, η Αθηνά Ροδίτου, ο Εκτορας Λιάτσος, ο Δημήτρης Καπουράνης, η Ελίζα Σκολίδη, η Νάνσυ Μπούκλη κ.ά. Εκείνος όμως που αδιαμφισβήτητα έχει συγκλονίσει τους θεατές του «Ναυαγίου» είναι ο καπετάν Στελής του Λεωνίδα Κακούρη στον ρόλο του τραγικού πατέρα που χάνει τη μονάκριβη κόρη του. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιάννης Χαριτίδης και το σενάριο, που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, ο Γιώργος Κόκουβας. Στα ατού της σειράς είναι η απόφαση της παραγωγής να ζητήσει τη συνδρομή μιας ειδικής ομάδας από το Κέιπ Τάουν με μεγάλη πείρα σε γυρίσματα στη θάλασσα. Η συνδρομή της φάνηκε στα υποβρύχια γυρίσματα, ενώ οι σκηνές μες στο κλυδωνιζόμενο πλοίο με τους ηθοποιούς να προσπαθούν να δείξουν ότι βρίσκονται σε συνθήκες τρικυμίας στη θάλασσα μερικά λεπτά προτού βυθιστεί το πλοίο δεν έπεισαν και τόσο. K.A.
INF0
Δευτέρα έως Τετάρτη, 22.50
Το προξενιό της Ιουλίας (Alpha) – Πασπαλισμένη με μελόδραμα
Μία ακόμη σειρά εποχής, το «Προξενιό της Ιουλίας», προβάλλεται τη φετινή τηλεοπτική σεζόν και μεταφέρει τη δράση στη μεταπολεμική Ελλάδα με φόντο τον Θεσσαλικό Κάμπο. Η συνταγή δεν είναι πρωτότυπη, είναι όμως πετυχημένη. Αυτό μαρτυρούν τα καλά νούμερα και τα συχνά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απαγορευμένοι έρωτες, οικογενειακά μυστικά, φόνοι, βεντέτες, προξενιά και τσιφλικάδες αποτελούν τα συστατικά της επιτυχίας. Η σφιχτή δράση κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή από επεισόδιο σε επεισόδιο. Το καλογυρισμένο τρέιλερ που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι (το οποίο σκηνοθέτησε και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά η Εφη Γούση) είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, όμως σε αρκετά σημεία ο μελοδραματισμός, οι στερεοτυπικοί διάλογοι και οι προβλέψιμες διαδρομές των χαρακτήρων δεν αφήνουν τη σειρά να εξελιχθεί. Καθώς προχωράει η ιστορία πάντως οι χαρακτήρες δένουν καλύτερα και αναδεικνύουν περισσότερο τις αντιφάσεις, τα μυστικά και τις τρυφερές πλευρές τους. Το ενδιαφέρον έχουν προσελκύσει ο Ελληνας πρωταγωνιστής του Φατίχ Ακίν από την ταινία «Soul kitchen» Αδάμ Μπουσδούκος, η Ελισάβετ Μουτάφη, η Χριστίνα Μαξούρη και φυσικά η Ευγενία Ξυγκόρου ως καταπιεσμένη Ιουλία (πέρσι πρωταγωνίστησε στην καλή σειρά της ΕΡΤ «Αγάπη παράνομη»). Ο Δημήτρης Αριανούτσος υποδύεται ένα νέο παιδί που πάσχει από μετατραυματικό στρες και αδυνατεί να ξεπεράσει τον θάνατο της μητέρας του. Το ταμπού της ψυχικής υγείας και η σκληρότητα της κοινωνίας απέναντι στη διαφορετικότητα μπαίνουν στο κάδρο μέσα από αυτή την ιστορία.
Η σειρά είναι εμπνευσμένη από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Πολίτη «Το προξενιό της Ιουλίας» (εκδ. Ψυχογιός) και το σενάριο υπογράφει ο Νίκος Απειρανθίτης σε σκηνοθεσία του Νίκου Κρητικού. Η γυναικεία καταπίεση και το αυστηρό πατριαρχικό πλαίσιο σκιαγραφούνται μέσα από τους χαρακτήρες, όλα όμως είναι πασπαλισμένα με λίγο μελόδραμα. Η απαγκίστρωση από αυτήν τη συνταγή, η οποία φέρνει νούμερα και υψηλή τηλεθέαση, παραμένει ανοιχτό στοίχημα για την ελληνική τηλεόραση. Η.Ζ.
INF0
Τετάρτη έως Παρασκευή, 22.40
Ψυχοκόρες (ΑΝΤ1) – Η ευχάριστη έκπληξη
Οι ιστορίες χιλιάδων «αόρατων» κοριτσιών που έζησαν τη δεκαετία του ’50 και του ’60 σε μεσοαστικά σπίτια στην Αθήνα ως υπηρέτριες βρίσκουν μια θέση στη μικρή οθόνη μέσα από τις «Ψυχοκόρες», σειρά που απέσπασε πολύ θετικές κριτικές και σχόλια. Η σειρά είναι προσεγμένη και παρουσιάζει τα θέματά της ρεαλιστικά και ανθρωποκεντρικά, αποφεύγοντας το υπερβολικό μελόδραμα και τη μονόπλευρη και στερεοτυπική απεικόνιση χαρακτήρων. Η ιστορία αναπαριστά με λεπτομέρειες την εποχή και την τεταμένη κατάσταση στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, χτίζοντας σταδιακά μια σφιχτή αφήγηση με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, καλές ερμηνείες και διλήμματα που ούτε ωραιοποιούν τις καταστάσεις ούτε υπερβάλλουν στο σενάριο. Οι ιστορίες των τεσσάρων κοριτσιών αποκαλύπτουν τις αγωνίες τους για επιβίωση, τις προσπάθειες για χειραφέτηση και πρόσβαση στην εκπαίδευση, τα στερεότυπα και τους κοινωνικούς ρόλους μες στους οποίους αναπόφευκτα εγκλωβίζονται. Η αφήγηση αποτυπώνει τις τιμωρητικές διώξεις σε οικογένειες που είχαν προσφέρει έστω και την ελάχιστη αλληλεγγύη στους αντάρτες και αγγίζει την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής. Οι τρυφερές σχέσεις και οι συγκρούσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις τέσσερις αδερφές θυμίζουν τις «Μικρές κυρίες». «Διαβάζει τις φυλλάδες αντί να τυλίγει το τυρί με δαύτες», λέει η μια αδερφή στην άλλη για να την πειράξει. Εχει ξεχωρίσει από την αρχή η ερμηνεία του Μανώλη Μαυροματάκη, του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, της Λουκίας Πιστιόλα, της Γιούλικας Σκαφιδά και του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Η σειρά είναι βασισμένη σε πραγματικές μαρτυρίες και διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό της Θράκης. Η Μαριάννα Κιμούλη, η Μαργαρίτα Αλεξιάδη, η Αννα Λουιζίδη και η Μένια Βουλιώτη είναι εξαιρετικές ως ψυχοκόρες. Η σειρά είναι γραμμένη από την Πέννυ Φυλακτάκη και τον Βαγγέλη Νάση και σκηνοθετημένη από τον Μιχαήλ Χαραλαμπίδη. Η.Ζ.
INF0
Ant1 plus
Η παραλία (ΕΡΤ1) – Το τέλος της αθωότητας
Πολλά έχουν γραφτεί και άλλα τόσα έχουν κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα για το πώς ζούσαν οι χίπηδες στα Μάταλα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές των 70s. Ωστόσο ελάχιστες αναφορές υπάρχουν στο εγχώριο σινεμά και στην τηλεόραση, με πιο γνωστή την κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Η θεία μου η χίπισσα», με τη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Βασίλη Τσιβιλίκα με μακριά περούκα, δίχτυα και κουδούνες. Αυτή άλλωστε ήταν και η εικόνα που είχε για τα Μάταλα και τους χίπηδες ο μέσος Ελληνας της εποχής.
Η «Παραλία» είναι η πρώτη σειρά της ελληνικής τηλεόρασης με θέμα τη ζωή στα Μάταλα εκείνη την περίοδο. Το σενάριο, που ρέει αβίαστα, υπογράφουν ο Γιώργος Χρυσοβιτσάνος και ο Κώστας Γεραμπίνης και βασίζεται σε μια πρωτότυπη ιδέα των Πηνελόπης Κουρτζή και Αυγής Βάγια, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Στέφανος Μπλάτσος. Η ιστορία λαμβάνει χώρα τον Σεπτέμβριο του 1969, μεσούσης της χούντας. Η νεαρή γιατρός Υπατία Αρχοντάκη επιστρέφει από το Λονδίνο στη γενέτειρά της προκειμένου να ανακοινώσει στους δικούς της ότι παντρεύεται. Η επανασύνδεσή της με τις δύο αγαπημένες φίλες της θα καταλήξει σε τραγωδία, καθώς το βράδυ της συνάντησής τους μία από αυτές βρίσκεται νεκρή στην παραλία των χίπηδων. Η ζωή της Υπατίας θα έρθει τούμπα σε μια στιγμή. Ολα όσα πίστευε ως δεδομένα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο.
Η «Παραλία» είναι μια αστυνομική ιστορία που μιλάει για τη μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία που πυροδοτούνται από ένα ακραίο γεγονός. Είναι επίσης μια ιστορία για το πώς γκρεμίζονται οι ισορροπίες μιας ζωής μέσα σε μια στιγμή όταν είναι χτισμένες πάνω σε μυστικά και ψέματα. Από τις σημαντικές αρετές της σειράς είναι το πολύ καλό καστ. Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος μεστώνουν δημιουργικά και δίνουν τις πιο στιβαρές ερμηνείες μαζί με εκείνη της Μπέτυς Λιβανού. Ο Γιώργος Νινιός σε κόντρα ρόλο απ’ ό,τι τον έχουμε συνηθίσει στην τηλεόραση δημιουργεί με ευαισθησία τον Δημητρό – ωστόσο χρειάστηκε τρία τέσσερα επεισόδια για να ξεδιπλωθεί. Εκπληξη ο Νίκος Καραγιώργης ο οποίος μαζί με τον Μάκη Παπαδημητρίου δίνουν πολύ καλές ερμηνείες ως αστυνομικοί την περίοδο της χούντας, χωρίς να φλερτάρουν με την καρικατούρα. Η Δανάη Μιχαλάκη αποδίδει χωρίς μεγάλη συναισθηματική ένταση μια αποστασιοποιημένη και μπερδεμένη ψυχολογικά Υπατία, ενώ κάτι λείπει από τη μάνα που υποδύεται η Γιούλικα Σκαφιδά. Ο Δημήτρης Μοθωναίος είναι τόσο όσο ορίζει ο ρόλος του, ο Νικόλας Παπαγιάννης αποδίδει υποδειγματικά τον συμπλεγματικό και ματαιωμένο Γράντο, όπως και ο Κώστας Νικούλι υποδύεται με ψυχή το αθώο «παιδί των λουλουδιών» που κατηγορείται άδικα για τον φόνο. Εξαιρετική η μουσική του Alex Sid. Καθόλου τυχαίο που η εταιρεία Beta film απέκτησε τα δικαιώματα διεθνών πωλήσεων. Ε.ΝΤ.
INFO
Δευτέρα έως Παρασκευή, 22.45