Εκεί που αρχίζει ο κυβερνητικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της πανδημίας τελειώνει η λογική.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τον παραγκωνισμό του ορθολογισμού και της επιστημονικής κοινότητας από την κυβέρνηση της ΝΔ, χάριν της εξυπηρέτησης επιχειρηματικών συμφερόντων, εν μέσω της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης.
Κορυφαίοι διεθνείς φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τονίζουν από τον Μάρτιο κιόλας ότι το κλειδί για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι η διενέργεια του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ελέγχων ανίχνευσης κορονοϊού, των κοινώς λεγομένων τεστ. Ολα τα κράτη έχουν κινητοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο και έχουν ενεργοποιήσει το σύνολο των φορέων που δύνανται να συμβάλουν στη διαδικασία αυτή. Τι γίνεται όμως στη χώρα μας στον κρίσιμο τομέα της διενέργειας των διαγνωστικών ελέγχων, που αποτελεί και το κλειδί για τη μείωση των αρνητικών συνεπειών της Covid-19;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα είναι ουραγός στον τομέα αυτό καθώς στις 25 Σεπτεμβρίου το Βέλγιο διενήργησε 3,1 τεστ ανά χίλιους κατοίκους, η Πορτογαλία 1,91 και η Ελλάδα 1,01, με την εικόνα να μη βελτιώνεται όταν εισήλθαμε στο δεύτερο κύμα της πανδημίας καθώς στις 26 Οκτωβρίου το Βέλγιο διενήργησε 5,6 τεστ, η Πορτογαλία 2,77 και η χώρας μας μόλις 1,7. Προκαλεί έτσι αλγεινή εντύπωση η «πανηγυρική» δήλωση του κατ’ όνομα και μόνο υπουργού Υγείας κ. Κικίλια ότι στη χώρα μας έχουν διενεργηθεί από την αρχή της πανδημίας περίπου 2 εκατομμύρια τεστ, τη στιγμή μάλιστα που διαβάζουμε ότι στη Σλοβακία μέσα σε δύο μόνο ημέρες (!) η κυβέρνηση οργάνωσε την εξέταση 3,5 εκατομμυρίων πολιτών και εντός των επομένων ημερών θα έχει ελεγχθεί ολόκληρος ο πληθυσμός της.
Ωστόσο στην Ελλάδα παρατηρούμε άλλη μια παραδοξότητα, με τα τεστ να διαχωρίζονται από την κυβέρνηση σε «καλά» και «κακά», αναλόγως του φορέα που τα διενεργεί και του βαθμού των φιλικών σχέσεών του με αυτή.
Ετσι, ενώ διαθέτουμε δημόσια ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια με διεθνώς αναγνωρισμένες δυνατότητες, οι οποίες μάλιστα έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με την αρχή της πανδημίας, και επιστημονικό δυναμικό υψηλότατης επάρκειας, έτοιμο να συνδράμει καθοριστικά στην ανάγκη αύξησης των διαγνωστικών ελέγχων, η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά την ουσιαστική εμπλοκή τους στη διαγνωστική διαδικασία. Οι εν λόγω ερευνητικοί και πανεπιστημιακοί φορείς μάλιστα έχουν αναπτύξει δικά τους διαγνωστικά πρωτόκολλα, για τα οποία στις 14 Απριλίου έλαβαν τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη και στις 5 Νοεμβρίου του κ. Τσιόδρα.
Για ποιον λόγο όμως η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε την επιστημονική κοινότητα της χώρας πραγματοποιώντας σημαντικό αριθμό διαγνωστικών ελέγχων, όπως άλλωστε ζητούν με επιστολές τους προς τον πρωθυπουργό αλλά και με δημόσιες εκκλήσεις οι επικεφαλής των ιδρυμάτων αυτών; Μια γρήγορη ματιά στη Διαύγεια λύνει κάθε απορία… Καθημερινά υπογράφονται από νοσοκομεία ανά τη χώρα αλλά και άλλους φορείς του δημοσίου δεκάδες συμβάσεις ύστερα από απευθείας αναθέσεις με μεγάλα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, με κόστος που κυμαίνεται από 50 έως 100 ευρώ ανά τεστ, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο κόστος στα ερευνητικά κέντρα δεν ξεπερνά τα 30 ευρώ. Οσο λοιπόν ο ελληνικός λαός έγκλειστος αγωνιά για την επιβίωσή του, κάποιοι συνεχίζουν να πλουτίζουν εις βάρος του.
Ο Ιωάννης Αθ. Σαρακιώτης είναι βουλευτής Φθιώτιδας ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, αναπληρωτής τομεάρχης ανάπτυξης, αρμόδιος για την έρευνα και την τεχνολογία