Ολα ήταν τόσο ανόμοια! Κι εμείς προσπαθούσαμε να γεφυρώσουμε ένα αγεφύρωτο χάσμα. Κανείς δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα ήταν Αμερική, αλλά αυτό δεν μείωνε τον πόθο να ζήσουμε κάτι απ’ αυτό που συνέβαινε εκεί και ερχόταν σ’ εμάς τόσο μαγευτικά λυτρωτικό πάνω από τον Ατλαντικό. Μ’ όποιον τρόπο κι αν ερχόταν. Με ένα τραγούδι, μια εικόνα, μια φήμη, ένα βιβλίο, ένα περιοδικό, ένα άρθρο, μια ταινία.
Κείμενο Στέλιος Ελληνιάδης, Δημοσιογράφος – συγγραφέας
Ολα ήταν τόσο ανόμοια! Κι εμείς προσπαθούσαμε να γεφυρώσουμε ένα αγεφύρωτο χάσμα. Κανείς δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα ήταν Αμερική, αλλά αυτό δεν μείωνε τον πόθο να ζήσουμε κάτι απ’ αυτό που συνέβαινε εκεί και ερχόταν σ’ εμάς τόσο μαγευτικά λυτρωτικό πάνω από τον Ατλαντικό. Μ’ όποιον τρόπο κι αν ερχόταν. Με ένα τραγούδι, μια εικόνα, μια φήμη, ένα βιβλίο, ένα περιοδικό, ένα άρθρο, μια ταινία.
Στη χώρα των γαλονάδων
Το 1969 το σοκ από τη δικτατορία δεν είχε ακόμη καταλαγιάσει και η λογοκρισία ήταν στα φόρτε της. Γι’ αυτό ο απόηχος από τη μεγάλη γιορτή στο Γούντστοκ εκείνο το καλοκαίρι έφτασε αρκετά συρρικνωμένος στον τόπο μας. Κουτσουρεμένα και με καθυστέρηση, όπως έφταναν και οι καινούργιοι δίσκοι από το εξωτερικό. Ομως ενάμιση χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1970, ήρθαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο ταινίες, το «Γούντστοκ» και οι «Φράουλες και αίμα», που χωρίς να μπορεί κανείς να μετρήσει ακριβώς την έκταση και το βάθος της επίδρασής τους, το σίγουρο ήταν ότι μας αναστάτωσαν και σηματοδότησαν τους δύο εφαπτόμενους παράλληλους δρόμους που έπαιρναν η αγάπη μας για τη μουσική και η αντίδρασή μας στη δικτατορία σε εκείνη την κρίσιμη φάση.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι η πρώτη, που προκάλεσε τον μεγαλύτερο θόρυβο κυρίως λόγω της επεισοδιακής προβολής της στην Αθήνα εξαιτίας της επέμβασης της αστυνομίας και της λογοκρισίας που υπέστη από τη χούντα, ήταν αυτή που είχε την εντονότερη άμεση επίδραση, αλλά η δεύτερη ήταν εγγύτερη σ’ αυτό που επρόκειτο λίγο αργότερα να σκάσει σαν βόμβα μεγατόνων. Χωρίς να υποτιμάται η ενίσχυση του ρεύματος διεκδίκησης μεγαλύτερης ελευθερίας και αυτοδιάθεσης που είχε το «Γούντστοκ», η επιρροή του ήταν εμφανέστερη στην επίσπευση της ωρίμανσης του ελληνικού ροκ και των αλλαγών στα ήθη, στην αισθητική και στα γούστα των κάτω από τα είκοσι και μέχρι τα τριάντα.
Απ’ την άλλη, η ταινία «Φράουλες και αίμα» είχε πιο επικεντρωμένη επίδραση στο γίγνεσθαι του πολιτικού ρεύματος που ήταν υπό διαμόρφωση και υπέβοσκε στα τέλη του 1970. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι επιρροές από τις δύο ταινίες αλληλοσυμπληρώνονταν ή ότι η επιρροή της δεύτερης αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο τη λογική προέκταση της επιρροής της πρώτης. Εξάλλου, η απόσταση ανάμεσα στον Τζίμι Χέντριξ που παίζει με παραμόρφωση τον αμερικανικό εθνικό ύμνο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο εναντίον του Βιετνάμ και το «Give peace a chance» του Τζον Λένον που τραγουδιέται εν χορώ από τους φοιτητές την ώρα που εισβάλλουν οι αστυνομικές δυνάμεις στο αμερικανικό πανεπιστήμιο δεν είναι πολύ μεγάλη.
Εντούτοις, στη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα η καθαρόαιμη πολιτική διαμαρτυρία θα γίνεται όλο και πιο συγκρουσιακή για να προσελκύσει μέχρι τα τέλη του 1972 το πιο δυναμικό κομμάτι της νεολαίας, αφήνοντας την παθητική διαμαρτυρία που πηγάζει από το «καλοκαίρι της αγάπης» στο Γούντστοκ να εκφράζεται μόνο μέσα από τα τραγούδια και τις αλλαγές στην εξωτερική μας εμφάνιση. Οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι ξυλοδαρμοί της χούντας των συνταγματαρχών εναντίον των νέων που διαμαρτύρονται ειρηνικά αλλά δυναμικά καθιστούν τα επηρεασμένα από τα παιδιά των λουλουδιών ωραία τραγούδια των Poll και των Νοστράδαμος που κηρύσσουν, μετά το Γούντστοκ, «άνθρωπε, αγάπα» και «δώσ’ μου το χέρι σου» πολιτικά πολύ αθώα και μάλλον ανεπίκαιρα.
Χίπικα εξώφυλλα
Αν το 1971 και το 1972 βλέπουμε πιο καθαρά τα ίχνη του «Γούντστοκ» στο ελληνικό ποπ-ροκ, το 1973 βλέπουμε πιο καθαρά το μήνυμα από τις «Φράουλες και αίμα» στις καταλήψεις της Νομικής και στην εξέγερση του 1973 που κλείνει, αν το δει κανείς κινηματογραφικά, με την εισβολή των δυνάμεων καταστολής στο Πολυτεχνείο.
Από το «χίπικο» εξώφυλλο που έχει το «Περιβόλι του τρελού» (1969) στο πιο «σοβαρό» και «λιτό» που έχει το «Βρώμικο ψωμί» (1972) με ενδιάμεσο το «ψυχεδελικό» που έχει ο «Μπάλλος» (1971), η εξέλιξη είναι εμφανής και η διαφορά αισθητή. Επίσης, σταδιακά αλλά το ίδιο γρήγορα επειδή η ατμόσφαιρα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι, τα πολύχρωμα φανταχτερά πουκάμισα και τα χαϊμαλιά φοριούνται πιο πολύ στο πάλκο από τους μουσικούς και στα κλαμπάκια από τους μυημένους απ’ ό,τι στην καθημερινή ζωή.
Βάζοντας τις φωτογραφίες από το Παλλάς με τους νεαρούς που γέμισαν την πελώρια αίθουσα για να δουν την ταινία δίπλα στις φωτογραφίες που υπήρχαν στις προθήκες του σινεμά με εικόνες από το πανηγύρι στο Γούντστοκ, αντιλαμβάνεσαι ότι ουσιαστικά επρόκειτο για δύο κόσμους σε διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης. Οι νεαροί με τα κοντά μαλλιά, τα άσπρα πουκάμισα και τα γκρι παντελόνια που έχουν κατακλύσει το σινεμά στη Βουκουρεστίου δεν μοιάζουν καθόλου με τους νέους που περιφέρονται με κοτσίδες μέχρι τη μέση, γυμνοί και ημίγυμνοι, με σκουλαρίκια και φαρδιά τσιγάρα, στα χωράφια του Γούντστοκ.
Το 1969-70 μόνο μερικοί μουσικοί και λίγοι από τους θαμώνες που έχουν συντονιστεί από την εποχή των Beatles και των Rolling Stones με τα διεθνή ρεύματα της ποπ και της ροκ μουσικής έχουν μακριά μαλλιά, ακόμη και στα πανεπιστήμια που εξελίσσονται σε κέντρα αντιδικτατορικής πάλης. Το Γούντστοκ –με την αναστάτωση που προκλήθηκε και τις εικόνες που έδειξε– επέσπευσε αυτή την αλλαγή δίνοντας ώθηση στο ρεύμα ανυπακοής και αμφισβήτησης του καθωσπρεπισμού που επικρατούσε. Αν στις παραπάνω φωτογραφίες από το Παλλάς και από το Γούντστοκ βάλει κανείς δίπλα και τις φωτογραφίες από την εξέγερση στο Πολυτεχνείο θα δει τη μεγάλη διαφορά από το 1969-70 στο 1973. Οι νέοι με τα μακριά μαλλιά και τα παντελόνια καμπάνες δεν είναι πια η σπάνια εξαίρεση. Η αισθητική του Γούντστοκ έχει πλέον καθιερωθεί, αλλά η δράση έχει μετατοπιστεί από τα κυριακάτικα πρωινά στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και στους γύρω δρόμους. Τελικά, φαίνεται ότι σε επίπεδο επιρροής στην Ελλάδα ανάμεσα σε «Γούντστοκ» και «Φράουλες και αίμα» υπήρξε μάλλον ισοβαθμία.