Την περασμένη εβδομάδα, μετά το μερικό κλείσιμο της στρόφιγγας από τη ρωσική Gazprom προς την Ευρώπη, που μείωσε τις ροές φυσικού αερίου προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κατά 60% και εκτόξευσε στα ύψη την τιμή του, οι ευρωπαϊκές χώρες –που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες εξαρτιόνταν από τον άνθρακα σε μεγάλο βαθμό αλλά περιόρισαν δραστικά τη χρήση του στο όνομα της πράσινης ενέργειας– άρχισαν να εφαρμόζουν το σχέδιο της μερικής «επιστροφής στον λιγνίτη» που είχαν ανακοινώσει πρώτη φορά τον Μάρτιο, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Στη Γερμανία –ο εθνικός σχεδιασμός της οποίας προέβλεπε χρήση άνθρακα ως το 2030– με διάφορα ρητορικά σχήματα περί «πικρής απόφασης» από τον υπουργό Οικονομίας και μέλος των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ δρομολογήθηκε η παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων που επρόκειτο να κλείσουν το 2022-23, με στόχο την αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη και τη δημιουργία εθνικών αποθεμάτων άνθρακα. Στην Ολλανδία η κυβέρνηση έδωσε στις λιγνιτικές μονάδες, τις οποίες η ενεργειακή της εταιρεία είχε αποφασίσει να μην κλείσει τον Μάρτιο, τη δυνατότητα να λειτουργούν στο 100% της δυναμικότητάς τους, αντί του 35% στο οποίο λειτουργούσαν έως τώρα. Τσεχία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ιταλία και Αυστρία ανακοίνωσαν επίσης σχέδια παράτασης της λειτουργίας των λιγνιτικών τους μονάδων και αναστολή των σχεδίων δημιουργίας νέων μονάδων με φυσικό αέριο.
Και στην Ελλάδα –την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ βιάστηκε να πάει πρώτη στην καθαρή ενέργεια, αλλάζοντας τον προηγούμενο εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό (ΕΣΕΚ) που είχε συνταχθεί το 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ και φέρνοντας το τέλος του λιγνίτη μπροστά στο 2023, αντί του 2038, με αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση στην τιμή του ρεύματος όταν άρχισαν να ανεβαίνουν οι τιμές του φυσικού αερίου– λοιπόν, τι ακριβώς είπαμε ότι θα κάνουμε;
Κυβερνητικές υποσχέσεις
Στην Ελλάδα αρχικά δείξαμε ότι θα κάναμε ό,τι κάνουν και στην Ευρώπη. Εγκαινιάζοντας το φωτοβολταϊκό πάρκο των ΕΛΠΕ στην Κοζάνη στις 6 Απριλίου, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε αύξηση της χρήσης λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή τα επόμενα δύο χρόνια και της εξόρυξης κατά 50%, παράλληλα με παράταση της λειτουργίας της νέας υπερσύγχρονης λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 ως το 2028, προσθέτοντας όμως ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στη βασική στόχευση των πράσινων κυβερνητικών πολιτικών για το 2028.
Ενα μήνα πριν, τον Φεβρουάριο του 2022, η ΔΕΗ αύξησε σημαντικά τη χρήση των λιγνιτικών μονάδων της, με αποτέλεσμα η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη να ανέλθει στο 19,83% της συνολικής παραγωγής ρεύματος έναντι 7,5% του Ιανουαρίου και να πέσει προσωρινά η τιμή του ρεύματος για ένα μήνα.
Αυτήν τη στιγμή λαμβάνει χώρα η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) κατά τις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού προγράμματος REPower EU, το οποίο προωθεί την απεξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Αν πιστέψουμε μάλιστα όσα δήλωσε την περασμένη εβδομάδα μιλώντας σε συνέδριο της ΙΕΝΕ ο καθηγητής Ενεργειακού Σχεδιασμού του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος, που έχει κεντρικό ρόλο στον σχεδιασμό του νέου ΕΣΕΚ που θα ισχύει ως το 2030, ο ρόλος του φυσικού αερίου θα υποχωρήσει δίνοντας τη θέση του σε περισσότερο λιγνίτη για όσο καιρό χρειαστεί μέχρι να αναπτυχθούν επαρκώς οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, βιοκαυσίμων και πράσινου υδρογόνου απλώς επειδή το φυσικό αέριο πλέον δεν είναι λύση αλλά πρόβλημα.
Τι θέλει η ΔΕΗ
Λογικά λοιπόν, αφού ο ίδιος ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής και της εξόρυξης λιγνίτη, αφού ο ίδιος ο καθηγητής Κάπρος εξαγγέλλει ότι στο νέο ΕΣΕΚ θα ενισχυθεί η χρήση του λιγνίτη κι αφού μάλιστα έχει διακοπεί η προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ελλάδα, έστω και προσωρινά, θα περίμενε κανείς να έχουν ανοίξει ξανά τα λιγνιτωρυχεία στη δυτική Μακεδονία και να ενισχύεται η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων. Κι όμως, όχι. Το Documento επικοινώνησε με τον πρόεδρο της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ Γιώργο Αδαμίδη για να ρωτήσει τι γίνεται στις λιγνιτοπαραγωγικές ζώνες και εκείνος μας απάντησε: Απολύτως τίποτε. Ούτε πήραν πίσω κάποιο από τον κόσμο που έδιωξαν με το πρόγραμμα της ταχείας απολιγνιτοποίησης ούτε άνοιξαν τα ορυχεία ούτε βάζουν ακόμη την Πτολεμαΐδα 5 σε εμπορική λειτουργία ούτε το λιγνιτικό πεδίο δίπλα της άνοιξαν.
Γιατί; Πολύ απλά, επειδή δεν το θέλει η ΔΕΗ. Από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο προσεκτικά, διοίκηση και πηγές της ΔΕΗ έχουν διαψεύσει κατ’ επανάληψη τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη περί στροφής στον λιγνίτη. Δεν αλλάζει τίποτε στον ενεργειακό σχεδιασμό της ΔΕΗ σε ό,τι αφορά τους λιγνίτες απαντά η εταιρεία όταν ερωτάται, ή τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Πρόθεσή της είναι να περιμένει έως τον Δεκέμβριο πριν πάρει αποφάσεις για να δει πώς εξελίσσονται οι τιμές του φυσικού αερίου, να δει αν το σχέδιο Repower EU θα επιδοτήσει την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη ή για να ολοκληρωθεί πρώτα η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ.
Την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ όμως που επικαλείται (καθώς μετέχει στις σχετικές διαβουλεύσεις σε κεντρικό ρόλο) την μπλοκάρει η ίδια, δηλώνοντας κατηγορηματικά αντίθετη στη χρήση του λιγνίτη και προσθέτοντας πως ακόμη κι αν υποχρεωθεί από τον ΑΔΜΗΕ να αυξήσει τη χρήση λιγνίτη, θα το κάνει μόνο για δύο χρόνια, εισφέροντας χαμηλή ποσότητα ενέργειας στο σύστημα, επειδή δεν θέλει να πραγματοποιήσει καμία επένδυση στον λιγνίτη ή να ανοίξει παλαιά και νέα λιγνιτωρυχεία, ενώ ακόμη και για τη λειτουργία της υπερσύγχρονης λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 (η οποία κόστισε 2 δισ. ευρώ, μαζί τα χρήματα μετεγκατάστασης ενός ολόκληρου χωριού που έχει ήδη αποζημιωθεί) δεν έχει λάβει αποφάσεις. Στις συναντήσεις για την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ, αντίθετα, η ΔΕΗ σε συμμαχία με κορυφαία στελέχη του ΥΠΕΝ (π.χ. τη γγ του υπουργείου Αλεξάνδρα Σδούκου, που πριν από λίγες μέρες διακήρυξε ξανά την επίσπευση της απολιγνιτοποίησης για το 2023) κάνει αντιπολίτευση στις προτάσεις Κάπρου και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να αφήσει οριστικά πίσω της τον λιγνίτη και να επιμείνει στο φυσικό αέριο, αντικαθιστώντας το ρωσικό φυσικό αέριο με αύξηση των εισαγωγών LNG. Και μάλιστα να το αποτυπώσει αυτό στο νέο ΕΣΕΚ, ώστε η χώρα να εκμεταλλευτεί το RePower EU και να εντάξει στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης όλα τα έργα φυσικού αερίου σε δίκτυα και υποδομές.
Πανάκριβο το LNG
Βεβαίως η συγκεκριμένη στρατηγική επένδυση της χώρας, που υποστηρίζεται από τη ΔΕΗ και την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, παραβλέπει εντελώς τα ζητήματα επάρκειας στο LNG (παρότι έχει δηλωθεί αρκετές φορές από διάφορες διεθνείς ενεργειακές υπηρεσίες ότι οι χώρες-παραγωγοί LNG Κατάρ, ΗΠΑ, Αλγερία δεν έχουν τόσο υψηλά αποθέματα ώστε να καλύψουν τις υψηλές ανάγκες της Ευρώπης σε φυσικό αέριο) και για τον λόγο αυτό εγκυμονεί κινδύνους ελλείψεων και ειδικά, λόγω της μειωμένης προσφοράς, τον κίνδυνο υψηλών τιμών σε βάθος αρκετών χρόνων.
Πριν από τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ έκανε ένα σοβαρό λάθος αλλάζοντας τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό και δρομολογώντας την πλήρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων με καύσιμο μετάβασης το φυσικό αέριο. Με την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας ξέφυγαν και η χώρα κατέληξε στην πραγματικότητα οι καταναλωτές να ανοίγουν τους λογαριασμούς ρεύματος με τα υπογλώσσια στο χέρι, οι παραγωγικές επιχειρήσεις να είναι δραματικά πιεσμένες από την εκρηκτική αύξηση του ενεργειακού κόστους και ο κρατικός προϋπολογισμός να επιδοτεί τα κέρδη ενός ολιγοπωλίου παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο. Για ό,τι έχει γίνει μέχρι στιγμής η ΝΔ θα μπορούσε να ζητήσει την επιείκειά μας επικαλούμενη τις πολύ χαμηλές διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου που ίσχυαν το 2019.
Κυβέρνηση-υπηρέτης funds
Η επιμονή όμως στην πρόωρη απολιγνιτοποίηση και στο φυσικό αέριο σήμερα, σε καιρό πολέμου, με τις τιμές του καυσίμου 600% υψηλότερες σε σχέση με το 2019, χωρίς προοπτικές αποκλιμάκωσής τους σε ορίζοντα πενταετίας και όταν όλη η Ευρώπη επιστρέφει στον λιγνίτη, είναι εθνικό έγκλημα.
Η ΔΕΗ έχει λόγο να προωθεί αυτό το έγκλημα: έχει πάρει πράσινο δάνειο με ρήτρα αερίων ρύπων και δεν θέλει τους λιγνίτες για να μην αυξηθεί το χαμηλό σήμερα 1,3% επιτόκιό της.
Η κυβέρνηση όμως τι λόγο έχει; Θέτει σε προτεραιότητα την κίνηση της μετοχής της ΔΕΗ στο χρηματιστήριο έναντι του οικογενειακού προϋπολογισμού των ελληνικών νοικοκυριών, της ευρωστίας της ελληνικής παραγωγικής βιομηχανίας και της υγείας των δημοσιονομικών του κράτους;
Ζούμε αδιανόητες καταστάσεις: ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός μιας χώρας θυσιάζεται για τη μετοχή μιας εταιρείας. Θυσιάζονται 50 παραγωγικές εισηγμένες για μία, τη ΔΕΗ, επειδή η κυβέρνηση της ΝΔ –που ξέρει μόνο από χρηματοπιστωτικά και επικοινωνιακές φούσκες– νομίζει πως αν φέρει δέκα funds στην Ελλάδα να βάλουν λεφτά σε πέντε μετρημένες στα δάκτυλα μετοχές δημιουργεί ανάπτυξη. Χωρίς να βλέπει ούτε να ακούει –κι ας της το φωνάζουν όλοι οι φορείς της ελληνικής παραγωγής– πως με τις επιλογές της κάνει ακριβώς το αντίθετο: διαβρώνει άμεσα και μεσοπρόθεσμα τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής παραγωγής και οικονομίας.
Power Pass: Ας μην περιμένουμε και πολλά
Αν σκεφτούμε ότι την ημέρα που ανακοινώθηκε το πακέτο μέτρων με το Power Pass στις αρχές Μαΐου, μιλώντας στο συνέδριο της ΝΔ ο Κυρ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «η μεσαία τάξη δεν πρέπει να πληρώσει τη διεθνή ενεργειακή κρίση», το συμπέρασμα είναι ότι στόχος του συγκεκριμένου μέτρου είναι να δοθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση στέκεται δίπλα στο σύνολο της κοινωνίας, που ένα μέρος της δεν έλαβε τις κρατικές επιδοτήσεις και διακατέχεται ολόκληρη από θυμό για τις αυξήσεις στο ρεύμα – προφανώς ενόψει εκλογών.
Με δεδομένο όμως ότι μέχρι το βράδυ της Πέμπτης, προτού ακόμη ανοίξει η πλατφόρμα για τους ΑΦΜ που λήγουν σε 9 και 0, είχαν κιόλας υποβληθεί 1,2 εκατ. αιτήσεις –εκτιμάται δε ότι στο σύνολο θα φτάσει τα 2 εκατομμύρια–, είναι θέμα ποιος θα πρωτοπάρει και τι από το κονδύλι των 280 εκατ. ευρώ που θα διατεθεί για το συγκεκριμένο μέτρο. Είναι γεγονός ότι το Power Pass θα μαζέψει λίγο ορισμένες τρανταχτές αδικίες που υπέστησαν:
01 Τα φοιτητικά νοικοκυριά και όσοι δεν έλαβαν κρατική επιδότηση από τον Ιανουάριο και μετά επειδή η παροχή τους δεν πιστοποιήθηκε από τον ΔΕΔΔΗΕ ως πρώτη κατοικία.
02 Οσοι χρησιμοποίησαν για θέρμανση κλιματιστικά και ηλεκτρικές θερμάστρες, με αποτέλεσμα να ξεπεράσουν σημαντικά το όριο της κατανάλωσης των 300 KW τον μήνα και να χρεωθούν την υπερβάλλουσα κατανάλωση με 33 λεπτά την KW αντί των 8 και 11 που πλήρωναν πριν από ένα χρόνο. Το μέτρο ενέχει όμως και παγίδες, αφού καλύπτει μεν το 60% της υπερβάλλουσας χρέωσης μετά την αφαίρεση της κρατικής επιδότησης αλλά για τους λογαριασμούς που εκδόθηκαν στο εξάμηνο Δεκεμβρίου – Μαΐου, όχι για τις καταναλώσεις. Αποκλείει δηλαδή εκείνους που η κατανάλωσή τους δεν μετρήθηκε από τον ΔΕΔΔΗΕ. Με μια απλή διαίρεση πάντως εύκολα προκύπτει ότι όταν έχουμε 2 εκατ. αιτήσεις για 280 εκατ. ευρώ η μέση επιδότηση που θα δοθεί είναι 140 ευρώ – πολύ λίγα δηλαδή για όσους αποκλείστηκαν εντελώς από τις επιδοτήσεις και μόλις το 25% των 600 ευρώ που η κυβέρνηση διαφημίζει ότι δίνει αλλά μάταια θα περιμένουν οι καταναλωτές.