H Ειρήνη Βογιατζή γράφει στο Docville: Καλλιτέχνες σε συνθήκες στέρησης

Το Documento απευθύνθηκε στην εικαστικό Ειρήνη Βογιατζή για να γράψει την άποψή της σχετικά με όσα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης εξαιτίας της πανδημίας

Οι καλλιτέχνες είναι παράξενα πλάσµατα. Είναι ροµαντικοί, αντιδραστικοί, έχουν υποµονή ή είναι ανυπόµονοι. Είναι ευγενείς ή αγενείς. Είναι λυπηµένοι ή χαρούµενοι. Είναι γονείς ή όχι. Από τον Αρη δεν κατέβηκαν πάντως. Οταν τα φώτα πέφτουν πάνω τους δείχνουν υπέροχοι. Ολοι σας όταν βλέπετε το έργο τους τους θαυµάζετε ή τους ζηλεύετε ή τέλος πάντων τους µακαρίζετε. Ολοι θα ’θελαν να βρίσκονται στη θέση του καλλιτέχνη. Επάγγελµα καλλιτέχνης όµως δεν υπάρχει. Και η δηµιουργία που θεωρείται θεραπευτική δεν αµείβεται. Οι καλλιτέχνες είναι ωραίοι όταν καταθέτουν τη δηµιουργία τους δωρεάν, γιατί υποτίθεται ότι δεν χρειάζεται και µεγάλος κόπος ή εξυπνάδα για να «πετάξεις µπογιές πάνω σε ένα τελάρο». Σκοντάφτουν πάνω σε θερµοκέφαλους που ασχολούνται µε τον πολιτισµό στη δηµόσια διοίκηση είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση και ακούνε τα εξ αµάξης εάν τύχει να ψελλίσουν κάτι περί αµοιβής.

Είχαν πάντα το στίγµα του παράξενου, του ιδιόµορφου, κάποιου που δεν µπορείς να συνεννοηθείς µαζί του. Κι όµως, όταν χορεύεις και τραγουδάς µε τα τραγούδια του είναι µια χαρά. Σε κάθε δύσκολη στιγµή της κάθε πατρίδας καλλιτέχνες µπήκαν µπροστά και σήκωσαν το ηθικό των πολιτών. Χρόνια πέρασαν και αυτό δεν άλλαξε. Κανείς δεν τους προτρέπει να το κάνουν. Ετσι είναι φτιαγµένοι αυτοί. Βλέπουµε ταινίες, ντοκιµαντέρ, θαυµάζουµε φωτογραφίες –που κάποιοι φωτορεπόρτερ µπορεί να ρίσκαραν την ίδια τους τη ζωή γι’ αυτά τα κλικ–, ακούµε µουσική και ονειρευόµαστε. Στεκόµαστε µπροστά σε πίνακες και γλυπτά, βουτάµε µέσα στα χρώµατα και στις γραµµές. Πίσω από αυτά βρίσκονται άνθρωποι µε ανάγκες. Το έργο τους γεννιέται µε κόπο και µε εφευρετικό νου. Το µεγαλύτερο ποσοστό αυτών των ανθρώπων όµως επιβιώνει µε το τίποτε.

Ο εγκλεισµός λόγω του κορονοϊού χειροτέρεψε τα πράγµατα. Κάθισα προχτές και µελέτησα τους δείκτες της Eurostat για τους εικαστικούς καλλιτέχνες. Το 75% µε 91% βρίσκεται αντιµέτωπο µε τη φτώχεια: δυσκολεύονται να πληρώσουν πάγιους λογαριασµούς, δεν έχουν θέρµανση και πάνω από το ένα τρίτο ζει σε συνθήκες στέρησης. Για τους περισσότερους το εργαστήριο είναι βραχνάς να διατηρηθεί. Εάν φαντάζεστε ατελιέ εκατοντάδων τετραγωνικών ολόφωτο µέσα στη φύση, καλύτερα να το ξεχάσετε. Η αλήθεια είναι ότι η κρεβατοκάµαρα της κόρης που έφυγε για σπουδές στα ΤΕΙ Ηρακλείου δεν µπορεί να γίνει ατελιέ. Ούτε η κουζίνα ούτε το πλυσταριό της παλιάς πολυκατοικίας. Αλλά στην ανάγκη… Γενικώς ο χώρος του σπιτιού δεν µπορεί να λειτουργεί σαν εργαστήριο. Στο σπίτι αφήνεις όλη τη ρουτίνα και φεύγεις για να ξαναβαφτιστείς σε έναν άλλο χώρο όπου είσαι απερίσπαστος να δεχτείς την έµπνευση. Για το 80% των εικαστικών αυτό το σενάριο είναι παραµύθι της Χαλιµάς.

Η δυστυχία των περισσότερων καλλιτεχνών ήταν η δυσκολία να βιοποριστούν αποκλειστικά από το αντικείµενό τους. Μόνο το 24% έχει σήµερα κύρια πηγή βιοπορισµού την καλλιτεχνική εργασία

Ο χώρος της τέχνης στενεύει και ζει µόνο χάρη στην εφευρετικότητα, την υποµονή, τη δύναµη και την επιµονή αλλά και στα µονοπάτια της κατάθλιψης. Αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, έχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Συσπειρώνονται στα µεγάλα αστικά κέντρα γιατί εκεί είναι η «ζωή», εκεί οι γκαλερί (όσες µε αίµα επιβιώνουν), εκεί το «ψαγµένο» κοινό. Οσοι εργάζονται σε συναφές µε την τέχνη τους επάγγελµα βρίσκουν αντίξοες συνθήκες εργασίας και αµοιβής. Ολα αυτά είναι αποτελέσµατα πρόσφατης χαρτογράφησης όλων των κλάδων του πολιτισµού και της δηµιουργικότητας στη χώρα µας.

Αυτό είναι το προφίλ των Ελλήνων εικαστικών έτσι όπως σκιαγραφείται µε βάση τα αποτελέσµατα της πρώτης ποσοτικής έρευνας στην Ελλάδα µε τον γενικό τίτλο «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα» που πραγµατοποιήθηκε από το τµήµα ∆ηµοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και τον Μητροπολιτικό Οργανισµό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus (συγκεκριµένα το πρώην Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης) κατά τη διετία 2016-18. Η δυστυχία των περισσότερων καλλιτεχνών ήταν η δυσκολία να βιοποριστούν αποκλειστικά από το αντικείµενό τους. Μόνο το 24% έχει σήµερα κύρια πηγή βιοπορισµού την καλλιτεχνική εργασία. Πάνω από τους µισούς εργάζονται ως εκπαιδευτικοί εικαστικών ή σε άλλα επαγγέλµατα µε διάφορους τύπους εργασιακών σχέσεων. Ενας στους πέντε παράλληλα µε τη διδασκαλία εργάζεται και σε άλλο επάγγελµα. Εννοείται πως το 80% δεν είναι ικανοποιηµένο εργασιακά, ανεξάρτητα από τον κλάδο του άλλου επαγγέλµατος που ασκεί.

∆εν ευθύνεται ο κορονοϊός γι’ αυτή την κατάσταση. Απλώς το γλυκό ήρθε κι έδεσε. Σήµερα οι συνθήκες χειροτέρεψαν. Πώς µπορείς να βάλεις τους καλλιτέχνες που δεν έχουν σταθερό εισόδηµα σε ΚΑ∆ για να δώσεις «αποζηµίωση ειδικού σκοπού»; Με ποιον τρόπο να επιβιώσουν τις ηµέρες του εγκλεισµού αυτοί που έκλεισαν τα χαρτιά τους στην εφορία επειδή τους ήταν βραχνάς ο ληστρικός φόρος επιτηδεύµατος; Το επίδοµα των 800 ευρώ θα το πάρει µόνο το 1/10 των εικαστικών.

Μιλώ για τους εικαστικούς γιατί έχω περισσότερους φίλους σε αυτό το σινάφι. Στην ίδια µοίρα βρίσκονται οι µουσικοί, οι φωτογράφοι, οι τεχνικοί, οι ηθοποιοί. Είναι ωραία όταν απολαµβάνουµε µια παράσταση, όταν ταξιδεύουµε µε τη µουσική και τα τραγούδια ή ξεδίνουµε χορεύοντας ή χανόµαστε στη δίνη των χρωµάτων. Αυτοί που µας κάνουν να νιώθουµε όµορφα, όµως, πρέπει να βάλουν το τσουκάλι στη φωτιά. Τα «πακέτα» πηγαινοέρχονται και οι καλλιτέχνες βλέπουν µια ζωή τα τρένα να περνούν.

Ετικέτες