Η εγκληματική κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ

Η εγκληματική κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ζηλωτής των μεθόδων που οδήγησαν σε θανάτους απεργών πείνας.

«Ο άνθρωπος της βίας αποφάσισε τους τελευταίους μήνες να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Εστρεψε τη βία απέναντι στον εαυτό του, πραγματοποιώντας απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Απευθύνεται στο βασικότερο ανθρώπινο συναίσθημα: τον οίκτο». Η φράση φαίνεται οικεία, διότι ακούγεται από κυβερνητικά στελέχη σε διάφορες παραλλαγές με αφορμή την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα

Η αλήθεια είναι ότι ειπώθηκε από τη Μάργκαρετ Θάτσερ τέσσερις δεκαετίες πριν, τις στιγμές που ο Μπόμπι Σαντς και άλλοι δέκα κρατούμενοι, μέλη του IΡA, προσπαθούσαν μέσω της απεργίας πείνας να διεκδικήσουν το καθεστώς του πολιτικού κρατουμένου.

Αν φαίνεται εξίσου οικείος ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι φωτογραφικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα, είναι επειδή παρόμοια τακτική είχε ακολουθήσει και η Θάτσερ. Μέχρι το 1976 όσοι κρατούμενοι είχαν καταδικαστεί για τη δράση τους σε οργανώσεις όπως ο IΡA αντιμετωπίζονταν ως πολιτικοί κρατούμενοι και είχαν δικαιώματα που δεν ίσχυαν για κρατούμενους που είχαν διαπράξει άλλα αδικήματα. Μπορούσαν να φορούν δικά τους ρούχα και όχι τις στολές της φυλακής, να συνευρίσκονται ελεύθερα με τους συγκρατούμενούς τους και να μη συμμετέχουν στις αναγκαστικές εργασίες. Το 1976 η βρετανική κυβέρνηση αφαίρεσε το καθεστώς αυτό και όλα τα παραπάνω δικαιώματα, με μόνο σκοπό να εκδικηθεί για τη δράση του IΡA.

Εμμονική και κυνική μέχρι το τέλος

«Είναι 3 τα ξημερώματα στο δυτικό Μπέλφαστ στο σπίτι του Μπόμπι Σαντς. Πριν από μία ώρα έφτασε και σε αυτή την περιοχή η είδηση ότι ο Μπόμπι Σαντς πέθανε ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας». Με αυτές τις λέξεις μετέδωσε το BBC τον θάνατο του Σαντς, του πρώτου απεργού πείνας του IΡA, στις 5 Μαΐου 1981. Το πτώμα του βρισκόταν στο νοσοκομείο της φυλακής Μέιζ κι εκείνος ήταν μόλις 27 ετών. Προηγουμένως είχε χάσει την όρασή του και όπως είπαν οι γονείς του «θύμιζε ένα σακί με κόκαλα». Λίγες ώρες αφότου μαρτύρησε, η Θάτσερ απάντησε προκλητικά σε σχετική ερώτηση στη Βουλή: «Ο κ. Σαντς ήταν καταδικασμένος εγκληματίας. Ο ίδιος επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του».

Τους επόμενους δύο μήνες η πολιτικός που είχε τις εμμονές και τη σκιαμαχία ως αποκούμπι θα άφηνε ακόμη δέκα απεργούς πείνας να πεθάνουν, μέχρι τελικώς να παραχωρήσει σταδιακά τα δικαιώματα που διεκδικούσαν. Ποτέ ωστόσο δεν αναγνώρισε την ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου.

Ο αγώνας του Σαντς όμως επηρέασε αμέτρητο κόσμο. Από τα φοιτητικά κινήματα που έκαψαν τις βρετανικές σημαίες ανά τον κόσμο στο άκουσμα του θανάτου του μέχρι τον Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος τον μνημόνευσε μιλώντας για τη δική του απεργία πείνας. Προτού πεθάνει άλλωστε

ο Σαντς, στις 9 Απριλίου, εκλέχτηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων με 30.942 ψήφους. Ήταν μια απάντηση στη Θάτσερ, που επέμενε να πιστεύει και να λέει δημόσια: «Ο κ. Σαντς με αυτή την απεργία δεν εκπροσωπεί κανέναν».

Οι κηδείες που έγιναν εξεγέρσεις

Τι έγινε αφότου άφησαν την τελευταία τους πνοή οι κρατούμενοι; Για τη Θάτσερ ήταν το πιο μελανό σημείο στη θητεία της. Η Βρετανία δέχτηκε επικρίσεις απ’ όλο τον κόσμο, δεκάδες στρατολογήθηκαν στον IΡA και αυτοπροσδιορίστηκαν ως αντάρτες πόλεων, η «πράσινη βίβλος» της οργάνωσης εκδόθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα, όλων των ειδών τα κινήματα μεγάλωσαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν.

Οι θάνατοι των απεργών πείνας ήταν η θρυαλλίδα που πυροδότησε την αγανάκτηση για τη συνολική πολιτική της Θάτσερ. Οι κηδείες τους μετατράπηκαν σε μαζικές πορείες που είχαν όλα τα χαρακτηριστικά μιας εξέγερσης, όπως η κηδεία του Μπόμπι Σαντς στην οποία παρευρέθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι. Σήμερα τα κτίρια του Μπέλφαστ είναι γεμάτα με γιγαντιαία γκράφιτι που τους απεικονίζουν, ενώ είναι καταχωρημένοι στις συνειδήσεις ως λαϊκοί αγωνιστές. Σαράντα χρόνια αργότερα, παραμένουν πονοκέφαλος για τις ιρλανδικές και τις βρετανικές αρχές – το τελευταίο χτύπημα ήταν μια βομβιστική επίθεση χωρίς θύματα το 2019.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι χιλιάδες κόσμου στρέφονται στο ένοπλο ύστερα από μια απεργία πείνας. Οι άνθρωποι σε όλη τη γη δεν ανέχονται η πολιτική σκηνή να μετατρέπεται σε πεδίο προσωπικής βεντέτας και δεν παραβλέπουν την εργαλειοποίηση θανάτων που ανοίγουν δρόμους για περισσότερη καταστολή και κρατική αυθαιρεσία. Οι νομικοί, οι ακαδημαϊκοί, οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι καλλιτέχνες, όλοι οι πολίτες που αυτήν τη στιγμή φωνάζουν για το κράτος δικαίου που τσαλαπατάται βαφτίστηκαν «τρομοκράτες» επειδή δεν επιθυμούν να ζουν σε μια πολιτεία που συμπεριφέρεται εκδικητικά σε όποιον και όποτε το επιθυμεί.

Ο θάνατος του Δ. Κουφοντίνα θα είναι ο πρώτος θάνατος απεργού πείνας σε ευρωπαϊκό έδαφος τα τελευταία 40 χρόνια μετά τα μέλη του IΡA. Και μπορεί η δράση της 17 Νοέμβρη και εκείνη του IΡA να απέχουν πολύ ως προς τα κίνητρα και την πρακτική τους, όμως αντιθέτως στη Μάργκαρετ Θάτσερ και στον Κυριάκο Μητσοτάκη εντοπίζονται πολλά κοινά. Όχι μονάχα στις πολιτικές εξόντωσης που εφαρμόζονται αλλά και στις εμμονικές συμπεριφορές και στην ακόρεστη εκδικητικότητα.

Η σύγχρονη ιστορία έχει διδάξει ότι οι άνθρωποι δεν ανέχονται τόση βαρβαρότητα. Κι αυτό θα έπρεπε να λέει περισσότερα σε έναν τόσο καλό μελετητή της Θάτσερ, παρ’ όλα αυτά ο Κυρ. Μητσοτάκης αρνείται να το δει και να το αφουγκραστεί. Όπως έλεγε όμως και ο Γκαλεάνο, «οι ιστορίες δεν μας λένε ποτέ “αντίο”, μας λένε “θα τα ξαναπούμε”».

Documento Newsletter