«Τα παραμύθια του τα έβγαζε από τις αλήθειες της ζωής του» μου λέει η Τίνυ (Λεονάρδου), προσποιούμενη κωμικά ότι δαγκώνει από αγωνία τα νύχια της την ώρα που τρώμε σούπα με φακές.
Τη γνώρισα ένα βράδυ στο Βερολίνο χωρίς να γνωρίζω ποια είναι. Σε μισή ώρα είχαμε σκαρώσει ριμέικ του «Χτυποκάρδια στα θρανία»: όλο ασπρόμαυρο σε σχολείο με πρόσφυγες, με μόνο έγχρωμο μια ξανθιά με φλοράλ φορέματα που αρχίζει και το κάνει μιούζικαλ με χρώματα, ενώ γύρω της οι μετανάστες χορεύουν κλακέτες.
Από κει και πέρα, ότι ακολουθεί στο κείμενο είναι μια συναρπαστική αφήγηση για τη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου που έγραψε ιστορία, ήταν κολλητός του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή και είχε την πιο ευαίσθητη σοσιαλιστική συνείδηση (και την ατάκα στο τσεπάκι του μαζί με ένα εργαλείο για καραβίδες).
Γιατί μένεις στο Βερολίνο;
Στο Βερολίνο ήρθα για πρώτη φορά το 2007 ως τουρίστρια και δεν ερωτεύτηκα απλώς την πόλη, ένιωσα ότι ανήκω σε αυτή. Νιώθω σαν στο σπίτι μου.
Πώς θα έβλεπε ο παππούς σου αυτή την τόσο ιδιαίτερη πόλη;
Νομίζω ότι θα του άρεσε πολύ ο χαρακτήρας της. Η ελευθερία της, η ταχύτητά της και οι πάρα πολλές επιλογές που έχεις. Ηταν ένας άνθρωπος που λάτρευε το να έχει πολλές επιλογές.
Οι επιλογές του ήταν συμβατές με τα στάνταρ της εποχής στην Ελλάδα ή αντιμετώπιζε προβλήματα ως καλλιτέχνης;
Φαντάζομαι ότι θα ενοχλούσε κάποιους, γιατί είχε πάντα έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζει τις απόψεις του κρύβοντάς τις κάτω από μια πολύ λεπτή ειρωνεία, όπως έκανε και στα σενάριά του. Ελεγε κάτι και υπονοούσε κάτι άλλο.
Ηταν αθυρόστομος;
Πάρα πολύ, αλλά δεν μπορώ να σου πω κάτι άλλο γι’ αυτό, καθώς, έχοντας τεράστια αίσθηση της ηθικής, μπροστά στα παιδιά δεν έλεγε την παραμικρή βρισιά. Ο,τι ξέρω μου τα έχουν μεταφέρει φίλοι και συγγενείς.
Στην απόφασή σου να σπουδάσεις σκηνοθεσία έπαιξε ρόλο η «κληρονομιά» του κυρ-Αλέκου;
Δεν κάνω πλάκα και ας ακουστεί μεταφυσικό ή κάπως, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμα το αν το να σπουδάσω σκηνοθεσία ήταν δική του απόφαση ή δική μου. Αν ο παππούς μου έβλεπε τα πτυχιακά μου φιλμάκια στη σχολή, θα με είχε αποκηρύξει. Ηταν πραγματικά κακά. Αυτήν τη στιγμή προσανατολίζομαι στο video animation.
Εχω την αίσθηση ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που σωματικά ήταν ατσούμπαλα ναζιάρα, θα είχε σουξέ στη Γερμανία…
Δεν νομίζω, γιατί ήταν πολύ πιο έντονη προσωπικότητα από αυτό που μπορεί να ανεχτεί ο μέσος Γερμανός. Δεν θα την έπαιρναν στα σοβαρά. Ενδεχομένως όμως η Καρέζη να έκανε καριέρα εδώ, επειδή ήταν λίγο πιο συγκρατημένη και δωρικά σικάτη ενώ ταυτόχρονα είχε και μια ευγενικά «αλήτικη» πλευρά που ταιριάζει στο Βερολίνο.
Τι ήταν αυτό που ανακάλυψε ο παππούς σου στην Αλίκη; Γιατί στην ουσία ο Σακελάριος την έκανε σταρ…
Ολη αυτήν τη χαρά της σε μια περίοδο που η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά και έφερε πάνω της αυτό αυτό το νεραϊδένιο τεχνικολόρ φωτεινό παραμυθάκι.
Πιστεύεις ότι την εγκλώβισε υποκριτικά σε ένα συγκεκριμένο στιλ, στο οποίο η Αλίκη έπαιζε πάντα την Αλίκη;
Νομίζω πως αυτό ήταν ένα κομμάτι εντελώς δικό της, απλώς ο Σακελλάριος βρήκε έναν τρόπο να συνδυάσει τον δικό της χαρακτήρα με τις δικές του προθέσεις.
Υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ τους;
Εννοείται, Αλίκη και Αλέκος ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Είχε στηθεί τρικούβερτος καβγάς στη διάρκεια της προώθησης της ταινίας «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» στη Γαλλία –πλασάριζαν την Αλίκη σαν την Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό– και εκείνη δεν εμφανίστηκε ποτέ. Επίσης στο «Δόλωμα», που η Αλίκη επέβαλε να εμφανιστεί στην πρώτη σκηνή σαν στριπτιζού τραγουδώντας το «Ζω με λίγο στενοχώρια» και ο παππούς φρικάριζε γιατί δεν του ταίριαζε οργανικά στην ταινία. Παρ’ όλα αυτά δεν θα ξεχάσω ποτέ τον σεβασμό της όταν στην κηδεία του καθόταν μαζί μας, στη μεριά που καθόταν η οικογένεια, και ξαφνικά ξεσπά μέσα στην εκκλησία φωνάζοντας άγρια στους δημοσιογράφους και στους φωτογράφους. Κανονικό κωλόχερο του τύπου «νισάφι, κόφτε το, σεβαστείτε την οικογένεια». Σε μια γωνία της εκκλησίας ο Ζαμπέτας είχε πλαντάξει στο κλάμα.
Ποιες ήταν οι εμπνεύσεις του παππού σου;
Η καθημερινότητα και η κοινωνική συνειδητοποίηση του νεοελληνικού δράματος μεταμορφωμένου σε κωμικό παραμύθι. Το «Δεσποινίς ετών 39» είναι η απόλυτη θλίψη αν κάτσεις και το σκεφτείς. To «Ενας ήρως με παντούφλες», οι «Γερμανοί ξανάρχονται», τα «Χαμένα όνειρα»…
Με σκοτώνεις! Παπαμιχαήλ – Βαλάκου σε ένα γραφείο συνέχεια να ονειρεύονται ότι αυτό είναι προσωρινό και καταλήγουν να γεράσουν εκεί μέσα…
Ναι, στις κουβαρίστρες Λουξ. Ισως η πιο άγνωστη και μια από τις πιο μεστές ταινίες του. Γι’ αυτό συνέχεια φεύγω από δουλειές που πάω να πιάσω, γιατί ακούω στο κεφάλι μου «κουβαρίστρες Λουξ».
Ιδεολογικά που ανήκε;
Ηταν δεξιός ξεκάθαρα, δεν το έκρυψε ποτέ, και προσωπικός φίλος με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ενας δεξιός που έκανε την «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια»…
Ναι, γιατί μεγάλωσε σε συνθήκες σχεδόν απόλυτης φτώχειας. Υπήρξε μέρα που είχε ραντεβού με ένα κοριτσάκι να πάνε σινεμά και επειδή δεν είχε παπούτσια, κάλυψε τα πόδια του με εφημερίδες. Με τη «Σοσιαλίστρια», παρεπιμπτόντως, είχε τρελά προβλήματα με τη Χούντα. Η ταινία είχε κυκλοφορήσει το 1966 και η Χούντα την απαγόρευσε.
Δεξιός σοσιαλιστής ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ποια ήταν ή σχέση τους;
Κάποια στιγμή απομακρύνθηκαν, γιατί ο παππούς είχε πληγωθεί από τον Μάνο όταν άρχισε να δηλώνει ότι αποκηρύσσει τα τραγούδια που είχε γράψει για τις ταινίες του.
Γιατί τον αγαπάς με τόσο πάθος;
Ποιος δεν θα αγαπούσε έναν παππού που η δουλειά του είναι να αφηγείται ιστορίες;
Θεωρείς ότι έχει αναγνωριστεί όσο πρέπει στην Ελλάδα η προσφορά του στην τέχνη;
Οχι, έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους του χώρου οι οποίοι εκδηλώνουν μια σνομπίστικη απαξίωση. Θεωρώ ότι αυτό προκύπτει σε μεγάλο μέρος από την εμπορική επιτυχία της δουλειάς του και από… δεν θέλω να πω αυτήν τη λέξη, όχι δεν θα την πω.
Ζήλια;
Ο,τι καταλαβαίνεις μόνος σου.
Σε πονάει αυτό;
Πλέον όχι. Με θυμώνει. Τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του άκουσα φρικαλεότητες για το έργο του. Θυμάμαι έναν ακαδημαϊκό που μου τον σκιαγράφησε σαν σκηνοθέτη του σουπερμάρκετ. Μόνο που τα προϊόντα του σουπερμάρκετ έχουν ημερομηνία λήξης, οι δουλειές του παππού μου δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Κάπως έτσι γεννήθηκε μέσα μου το πάθος για την υπεράσπιση του ονόματός του, που θεωρώ χυδαίο και μόνο το ότι κάποιος πρέπει να υπερασπιστεί τον Αλέκο Σακελλάριο. Απέναντι σε ποιους;
Το είχε βιώσει αυτό σαν πίκρα στη ζωή του;
Και να το είχε δεν το είχε εκφράσει, γιατί ήταν το εντελώς αντίθετο του γκρινιάρη. Μία πίκρα και γκρίνια είχε που είναι και επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα έργα του. Τα νιάτα που φεύγουν. Νιώθω ότι επειδή πέθανε το 1991, τον τσάκιζε το ότι είχε την εμπειρία τού να βλέπει τους περισσότερους από όσους συνεργάστηκε να φεύγουν από τη ζωή. Ηταν άφοβος αλλά πιστεύω πως ο θάνατος, ναι, τον τρόμαζε όχι για τον ίδιο, αλλά σαν συναισθηματικό βιασμό μετά τις απώλειες που έζησε στη ζωή του.
Για ποιο έργο του ήταν πιο περήφανος;
Νομίζω για τους στίχους στο τραγούδι «Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός» στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα».
Πώς αντιμετώπισε την επιτυχία του;
Τη χαιρόταν, αλλά δεν τον ενδιέφερε. Δεν δούλευε για να βγάλει λεφτά. Και ήταν ικανός να δουλεύει ολόκληρο 24ωρο με έναν μικρό 20λεπτο ύπνο στο ενδιάμεσο, ήταν παθιασμένος με ό,τι έκανε. Ταυτόχρονα, ήταν ένας γνήσιος μπον βιβέρ. Με το που ανακάλυψε το πρώτο κινέζικο που άνοιξε στην Αθήνα και το σούσι –και μιλάμε για άλλες εποχές, έτσι;–, έπαθε εθισμό. Ηταν καλοφαγάς. Κυκλοφορούσε με ένα εργαλείο στην τσέπη του σακακιού του, όπως άλλοι έχουν το στιλό, για να καθαρίζει καραβίδες.
Επειδή έχω δει τη φωτογραφία σου με το σφυροδρέπανο από πίσω σου, υπήρξε κάποια στιγμή στη νιότη σου που αμφισβήτησες το έργο του παππού σου ως συμβιβασμένα μικροαστικό;
Καθόλου. Η δική μου νεανική φάση ήταν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Και θεωρώ ότι οι ταινίες του είναι παραμυθένια, δραματικά κωμικές όσο και ρεαλιστικές με συγκεκριμένη ηθική κατεύθυνση. Ετσι ήταν και η σχέση μας. Πολλές φορές παίζαμε ότι γυρίζουμε μαζί ταινίες. Μου έλεγε ένα δικό του παραμύθι και το στήναμε σαν να ήμασταν στο πλατό με φωτισμό, ρούχα, τα πάντα. Ο παππούς μου έκανε ίσως το πρώτο ελληνικό road movie, με το οποίο έκλαιγα και γελούσα από ενθουσιασμό όταν το είδα. Το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Θυμάμαι ότι είχε εκνευριστεί πολύ όταν του είχα ζητήσει να ξαναδώ το «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Γυρνάει και μου λέει «ειλικρινά, όμως, από όλες τις ταινίες μου αυτή επέλεξες;». Χάρηκε όταν του είπα ότι θα σπουδάσω σκηνοθεσία.
Πες μου κάτι για εκείνον που θα με εκπλήξει, πέρα από όλα αυτά που ήδη με έχουν μαγέψει…
Αγαπούσε πάρα πολύ την πυγμαχία και κάποια στιγμή νομίζω πως είχε υπάρξει διαιτητής σε αγώνες μποξ. Συμμετείχε στον πόλεμο του ’40 και μέχρι το τέλος της ζωής του είχε μέσα του θραύσματα από σφαίρες που δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν. Ηταν κάτι σαν τον Μπουκόφσκι χωρίς το αλκοόλ. Μόνο τζιν έπινε πού και πού και τα τελευταία χρόνια που είχε κάποια προβλήματα υγείας κάπνιζε κάτι περίεργα τσιγάρα από την Κίνα με τζίντζερ. Με έβγαζε συχνά για φαγητό, μια μέρα μου παρήγγειλε καρχαριόσουπα. Το έλεγα την επομένη στο σχολείο και όλοι με είχαν για μυθομανή.
Γιατί έκανε τρεις γάμους;
Επειδή ήταν από τους ανθρώπους που δεν τους άρεσε να μένει μόνος. Και όπως σου είπα νωρίτερα, είχε έντονη την αίσθηση της απώλειας. Ο έρωτας δεν είναι αιώνιος και πιστεύω πως ο παππούς βίωνε τη λήξη του με μια γυναίκα σαν ακόμα μια απώλεια γι’ αυτό προχωρούσε παραπέρα.
Είχε κάποια έχθρα;
Μια χαζομάρα με τον Τζαβέλλα που τον είχε κατηγορήσει πως του έκλεψε ένα σενάριο και τον παππού να του απαντά: «Εντάξει, κύριε Τζαβέλλα, σας υπόσχομαι ότι το επόμενο σενάριό μου θα είναι για έναν άντρα που αγαπά μια γυναίκα, για να μη γυρίσετε κάτι αντίστοιχο».
Σήμερα θα είχε κάποια έχθρα;
Noμίζω ότι θα είχε θυμώσει πολύ με τον τρόπο που έγινε το κινηματογραφικό ριμέικ του «Ηλία του 16ου» και η παράσταση του Σεφερλή.
Να παραγγείλουμε άλλη μια βότκα;
«Και πιες, κύριε Σκουντρή, και πιες, κύριε Σκουντρή, πάρ’ τον κάτω τον κύριο Σκουντρή».