Η ΕΕ αδυνατεί να καταπολεμήσει το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος

Η ΕΕ αδυνατεί να καταπολεμήσει το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος

Παρόλο που η καταπολέμηση του ξεπλύματος θεωρείται προτεραιότητα από όλα τα μέλη της ΕΕ, αποδεικνύονται ακόμα αδύναμα στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Αδύναμοι έλεγχοι, θεσμικός διασκορπισμός και ανεπαρκής συντονισμός: αυτά είναι τα συμπεράσματα της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι εγκληματίες μπορούν ακόμα να εκμεταλλεύονται την ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου και να χρηματοδοτούν παράνομες δραστηριότητες, ακόμα και τρομοκρατικές ενέργειες. 

Η έκθεση που δημοσιεύθηκε την Δευτέρα 28 Ιουνίου απαριθμεί μια σειρά από ανεπάρκειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απώλεια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, τα οποία θα ξεπεράσουν τις αρκετές εκατοντάδες, σύμφωνα με την Europol.

Περίπλοκο πλέγμα θεσμών

Από το 1991, η ΕΕ προσπαθεί να εξοπλιστεί με εργαλεία που να αποτρέπουν το ξέπλυμα. Παρά το γεγονός ότι οι οδηγίες της έχουν ανανεωθεί τέσσερις φορές, δεν έχουν λύσει ένα θεμελιώδες ευρωενωσιακό πρόβλημα: οι αρχικές καλές προθέσεις δεν μεταφράζονται σε πράξεις, ενώ πολύ συχνά σκοντάφτουν σε γραφειοκρατικά εμπόδια.

Με βάση το σημερινό σύστημα, πέντε θεσμοί επεμβαίνουν για να αντιμετωπίσουν το ξέπλυμα. Πρώτα, η Κομισιόν, που θέτει την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί και επιτηρεί την πορεία των οδηγιών. Έπειτα, υπάρχει η ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή της οποίας οι αρμοδιότητες αυξήθηκαν το περασμένο έτος. Ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ενεργεί ως επόπτης του τραπεζικού τομέα και μοιράζεται στοιχεία με τις εκάστοτε εθνικές εποπτικές αρχές. Η Europol, που υποτίθεται ότι παρέχει στοιχεία σε άλλους θεσμούς και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS), που υποτίθεται ότι παρέχει πληροφορίες για τρίτες χώρες, εκτός ΕΕ.

Το πρόβλημα που σημείωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ότι η EEAS δεν συνεργάζεται επαρκώς, ενώ η Επιτροπή δεν καταφέρνει να εκτιμήσει σωστά στους κινδύνους που προκύπτουν, ούτε εντοπίζει τυχόν αλλαγές που ενδέχεται να έχουν συμβεί μεταξύ δύο εκθέσεων της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύει έκθεση κάθε δύο χρόνια.

Όσον αφορά την Τραπεζική Αρχή, οι ανταλλαγές μεταξύ εθνικών αρχών και φορέων της ΕΕ θα πρέπει να εναρμονιστούν, προτείνει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ειδικότερα, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για να αποτρέπεται η άσκηση πίεσης από τα μέλη του «συμβουλίου εποπτών», με άλλα λόγια οι εκπρόσωποι των εθνικών αρχών, στους ειδικούς. Στην ΕΚΤ, πρέπει να καθοριστούν πιο αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και να τροποποιηθούν οι εποπτικές πρακτικές.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο προτείνει ως λύση αυτής της σύγχυσης την  ίδρυση μιας ενιαίας εποπτικής αρχής, που θα βασίζεται στο αμερικανικό μοντέλο του δικτύου για την αντιμετώπιση του χρηματοοικονομικού εγκλήματος, το γραφείο του Υπουργείου Οικονομικών που συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. 

Documento Newsletter