Η ισότητα των φύλων αποτελεί θεµελιώδη αξία σε µια δίκαιη και δηµοκρατική κοινωνία. Οι γυναίκες όµως συνεχίζουν να βρίσκονται σε µια διαρκή µάχη για την απόκτηση των στοιχειωδών δικαιωµάτων τους σε πολλούς τοµείς της ζωής. Από την αγορά εργασίας µέχρι την προστασία από την έµφυλη βία η ανισότητα είναι ακόµα υπαρκτή.
Τα στατιστικά στοιχεία είναι απογοητευτικά. Στην Ελλάδα η ανεργία των γυναικών φτάνει το 11,5% σε σχέση µε το 7% των ανδρών. ∆εν µπορούµε να µιλάµε για ισότητα όταν οι γυναίκες αµείβονται 10% λιγότερο από τους άνδρες για την ίδια ακριβώς εργασία. Και όλα αυτά συµβαίνουν παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν το 63% των πτυχιούχων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση παρακολουθεί αµέτοχη αυτή την ανισότητα, χωρίς να λαµβάνει ουσιαστικά µέτρα για την εξάλειψή της. Αντί να προχωρήσει στην ενίσχυση της θέσης των γυναικών, επιλέγει να καταργήσει τη Γενική Γραµµατεία Ισότητας των Φύλων, υποβαθµίζοντας έτσι τον θεσµό που θα µπορούσε να προασπίσει τα δικαιώµατά τους. Επιπλέον, η καθυστέρηση στην ενσωµάτωση της οδηγίας 2381 για την ισόρροπη εκπροσώπηση των γυναικών στα διοικητικά συµβούλια και η αδιαφορία για την οδηγία 970/23 σχετικά µε την εξίσωση των αµοιβών αποδεικνύουν την έλλειψη βούλησης της κυβέρνησης να προωθήσει ουσιαστικές πολιτικές ισότητας των φύλων.
∆εν πρόκειται µόνο για τις ανισότητες στα εργασιακά, αλλά και για την καθηµερινή απειλή που υφίστανται πολλές γυναίκες: την έµφυλη βία. Μια µάστιγα που γιγαντώνεται και συχνά µένει στο σκοτάδι. Η έµφυλη βία είναι µια πληγή που δεν θεραπεύεται µε υποσχέσεις. Και ενώ η κοινωνία αναστενάζει, η κυβέρνηση δεν δρα. Αρνείται να ενσωµατώσει τον όρο «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυµο έγκληµα, αποδεικνύοντας ότι δεν αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του φαινοµένου. Το ΠΑΣΟΚ έχει επανειληµµένα τονίσει ότι η «γυναικοκτονία» έχει βαθιά κοινωνικά αίτια και πρέπει να ενσωµατωθεί στον ποινικό κώδικα. Αλήθεια, πόσα ακόµα θύµατα πρέπει να υπάρξουν για να κατανοήσει η κυβέρνηση την αναγκαιότητα µιας άµεσης αντίδρασης;
Η έλλειψη προγραµµάτων πρόληψης και η ανεπάρκεια των υποστηρικτικών δοµών καθιστούν τη ζωή των θυµάτων ακόµα πιο δύσκολη και επικίνδυνη. Η κυβέρνηση δεν έχει κατανοήσει την πραγµατική διάσταση του προβλήµατος και παραµένει αµέτοχη στην αντιµετώπισή του. Χρειάζονται γενναίες αποφάσεις για την πρόληψη και την ενίσχυση της ασφάλειας των γυναικών, µε αύξηση των δοµών και ενίσχυση των προγραµµάτων επανένταξης γι’ αυτές που έχουν πέσει θύµατα βίας.
Κυρίως όµως πρέπει να αντιµετωπίσουµε την έµφυλη βία στη ρίζα της και να καταπολεµήσουµε τη νοοτροπία που τη γεννά. Η κοινωνία πρέπει να δει τη βία γι’ αυτό που είναι: ένα έγκληµα που έχει βαθιές ρίζες στην πατριαρχία και την ανισότητα. Η κοινωνία χρήζει εκπαίδευσης.
Μόνο έτσι µπορούµε να εγγυηθούµε ότι οι γυναίκες δεν θα είναι ξανά οι «ανώνυµες» του κοινωνικού µας ιστού, αλλά θα διεκδικήσουν τη θέση τους ισότιµα χωρίς να κινδυνεύουν.
Οι γυναίκες πρέπει να νιώθουν ασφαλείς, να έχουν την ελευθερία να ζουν χωρίς φόβο, να εργάζονται, να δηµιουργούν και να αποφασίζουν για τη ζωή τους χωρίς περιορισµούς. Η ισότητα δεν είναι µια φιλόδοξη επιθυµία· είναι ένα θεµελιώδες δικαίωµα που πρέπει να προστατευτεί και να διασφαλιστεί. Είναι καιρός να σταµατήσουµε να µιλάµε για ισότητα και να αρχίσουµε να τη ζούµε.
Διαβάστε επίσης:
Έγκλημα Τέμπη: Στον Εφέτη Ανακριτή η Μαρία Καρυστιανού
Έγκλημα Τέμπη: Βολές κατά Μητσοτάκη από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Κώστας Αρβανίτης: Και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εχθρός της πατρίδας;